Αγορές: Επτά γαλλικά «καμπανάκια» και ένα αμερικανικό
Shutterstock
Shutterstock

Αγορές: Επτά γαλλικά «καμπανάκια» και ένα αμερικανικό

Ξεκίνησε η κρίσιμη εβδομάδα πριν τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, με τα οικονομικά ειδησιογραφικά πρακτορεία να έχουν εκτενή αφιερώματα για τους κλάδους της γαλλικής οικονομίας που βρίσκονται στην πρώτη ζώνη του πυρός σε περίπτωση που και η εθνική κάλπη γείρει υπέρ της Λεπέν.

Η στήλη τρεις μέρες μετά την προκήρυξη των εθνικών εκλογών στη Γαλλία, στις 12 Ιουνίου, έκανε μια πρώτη καταγραφή αυτών των  κλάδων –περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ - αλλά πάντα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς τοποθετούνται γι' αυτό το θέμα τα διεθνή ειδησιογραφικά πρακτορεία, τώρα που έχουμε μπει  στην τελική ευθεία των εκλογών, με το κόμμα του Μακρόν και τους συμμάχους του να υπολείπεται στις δημοσκοπήσεις του Εθνικού Συναγερμού της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, καθώς και του αριστερού Νέου Λαϊκού Μετώπου.

Οι γαλλικές τράπεζες με απώλειες ήδη άνω του 10% από την ημέρα προκήρυξης των εκλογών, οι εταιρείες εκμετάλλευσης αυτοκινητοδρόμων με απώλειες επίσης άνω του 10%  και οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας συγκαταλέγονται μεταξύ των μετοχών με τη μικρότερη ορατότητα σε περίπτωση επικράτησης της Λεπέν σύμφωνα με το Bloomberg, δεδομένου ότι στο πρόγραμμα της συμπεριλαμβάνονται αυξήσεις φόρων, υψηλότερο κόστος δανεισμού, ακόμα και κρατικοποιήσεις.

Όπως μας υπενθυμίζει το Bloomberg, η Λεπέν ήδη από το 2022 συζητάει  το ενδεχόμενο εθνικοποίησης των αυτοκινητοδρόμων, γι’αυτό άλλωστε και η νευρικότητα είναι μεγάλη στις σχετικές εταιρείες όπως για παράδειγμα στις Vinci και Eiffage. 

Ακόμα όμως και αν αποφύγουμε αυτό το σενάριο, η πιθανότητα η επερχόμενη κυβέρνηση  να περιορίσει τις τιμές, να αυξήσει τους φόρους ή να τερματίσει τις παραχωρήσεις νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα έχουν οδηγήσει τον κλάδο σε εκτεταμένη πτώση.

Η ίδια εικόνα και στις υποδομές με τις Aeroports de Paris και Bouygues να εμφανίζουν απώλειες. 

Επιπλέον, η ακροδεξιά παρουσιάζεται επιφυλακτική απέναντι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα –το κόμμα της Λεπέν τάσσεται υπέρ της κατάργησης των σχεδίων για την απαγόρευση της πώλησης νέων οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης έως το 2035– κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο να αυξηθούν οι φόροι ή να αποσυρθούν οι επιδοτήσεις.

Την ίδια στιγμή, η ατζέντα της αριστερής συμμαχίας για υψηλότερους φόρους στα μερίσματα και την επαναγορά μετοχών λίγο πολύ επηρεάζουν σύσσωμο το γαλλικό χρηματιστήριο. 

Υπόψιν ότι ο αριστερός συνασπισμός επιδιώκει επίσης να αυξήσει τα υποχρεωτικά κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών και να αυξήσει τους φόρους επί των συναλλαγών. Μόνο η πιθανότητα αυτής της ατζέντας έχει αφαιρέσει συνολικά 16,2 δισ. ευρώ από την αξία των Societe Generale, Credit Agricole και BNP Paribas.

Το Bloomberg επισημαίνει και τις κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την πιθανή αναίρεση των επιδοτήσεων ή τις αλλαγές στις πολιτικές ενεργειακής απόδοσης.

Σε γενικές γραμμές, οι επενδυτές μετά τις εκλογές θα πρέπει να παρακολουθούν πολύ στενά τις αλλαγές στην ατζέντα της Γαλλίας για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, τις χαμηλές εκπομπές άνθρακα, το ρόλο των βιοκαυσίμων, ακόμα και τη διαχείριση του νερού, καθώς ο αριστερός συνασπισμός έχει ρίξει στο τραπέζι τον έλεγχο της διαχείρισης τους στις τοπικές αρχές.

Η πτώση της Engie αλλά και της  Veolia Environnement είναι ενδεικτική της ανησυχίας που  υπάρχει σχετικά με τις πιθανές αλλαγές στο θεσμικό περιβάλλον αυτών των εταιρειών.

Ενδεικτική είναι και η πτώση των γαλλικών μετοχών Αμύνης, δεδομένου ότι μια νίκη της Λεπέν στις επερχόμενες εκλογές θα επηρεάσει τη σταθερή υποστήριξη της Γαλλίας προς την Ουκρανία. Όμως οι απώλειες τις τελευταίες ημέρες μετριάστηκαν δεδομένου ότι ο Ζορτνάν Μπαρντελά, ο πιθανός επόμενος πρωθυπουργός, έχει μετριάσει τις ανησυχίες σχετικά με τη στάση του κόμματός του για την Ουκρανία.

Μόνο οι προοπτικές για τις εταιρείες ειδών πολυτελείας, όπως η LVMH, ή η  Hermes International φαίνεται να παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές, κυρίως λόγω ότι μόλις το 10% των πωλήσεών κατευθύνεται στο  εσωτερικό της χώρας. 

Αμερικανικές καμπάνες

Οι «διαθήκες διαβίωσης» είναι μια βασική ρυθμιστική άσκηση που καθιερώθηκε μετά  την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.

Βάση αυτής, κάθε δεύτερο χρόνο, οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ πρέπει να υποβάλουν τα σχέδιά τους για το πώς θα επιλύσουν ζητήματα ρευστότητας σε περίπτωση μιας μεγάλης κρίσης. 

Την Παρασκευή που μας πέρασε, οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι σε τέσσερις από τους οχτώ μεγάλους αμερικανικούς τραπεζικούς ομίλους  βρήκαν αδυναμίες και ελλείψεις στα σχέδια εξυγίανσης τους σε περίπτωση κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα, η Federal Reserve και η Federal Deposit Insurance δήλωσαν ότι τα σχέδια διαβίωσης που κατατέθηκαν το 2023 όσον αφορά την αποδέσμευση των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων από τα τεράστια χαρτοφυλάκια παραγώγων σε περίπτωση ενός αιφνίδιου γεγονότος είναι ανεπαρκή  για τις Citigroup, JPMorgan Chase, Goldman Sachs και Bank of America. 

Σε απλά ελληνικά, οι τέσσερις τράπεζες οφείλουν να επιλύσουν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ακρίβεια των υπολογισμών ρευστότητας και κεφαλαίου για την εκκαθάριση θέσεων παραγώγων στα χαρτοφυλάκια τους.

Ως εκ τούτου, οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές έδωσαν εντολή στις τέσσερις τράπεζες να παρουσιάσουν πιο ισχυρά σχέδια για την ασφαλή εκκαθάριση των παραγώγων τους, κατά την κατάθεση των επόμενων σχεδίων εξυγίανσης το 2025.  

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ενώ τα σχέδια της JPMorgan, της Goldman και της Bank of America θεωρήθηκε και από τις δύο ρυθμιστικές αρχές ότι είχαν μια «έλλειψη», η FDIC αύξησε τις ανησυχίες της σχετικά με τη «διαθήκη διαβίωσης» της Citigroup σε επίπεδο «ανεπάρκειας» υποδεικνύοντας ότι το σχέδιο της τράπεζας να «ξετυλίξει» το χαρτοφυλάκιο παραγώγων της αν χρειαστεί, δεν είναι αξιόπιστο. 

Ωστόσο, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν υιοθέτησε την ίδια στάση και έτσι η  Citigroup δεν είναι υποχρεωμένη να υποβάλει άμεσα βελτιωμένο σχέδιο ή να  αντιμετωπίσει πρόσθετους ρυθμιστικούς περιορισμούς.

Παρά ταύτα, οι τέσσερις τράπεζες αναμένεται να αντιμετωπίσουν «οικειοθελώς» τις ανησυχίες των ρυθμιστικών αρχών, καθώς αυτό είθισται να συμβαίνει όταν εντοπίζονται «ελλείψεις».

Για παράδειγμα, το 2016 αρκετές μεγάλες τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Bank of America και η JPMorgan Chase, φρόντισαν να βελτιώσουν τα σχέδιά τους αφότου οι ρυθμιστικές αρχές επισήμαναν ελλείψεις.

Η Citigroup δε, από το 2021 εργάζεται για τη βελτίωση της διαχείρισης των δεδομένων της και έχει αναγνωρίσει την ανάγκη επιτάχυνσης ορισμένων πτυχών των κανονιστικών διαδικασιών της.

Σε ανακοίνωσή της, μάλιστα, μετά τις νέες επισημάνσεις των ρυθμιστικών αρχών, η Citigroup εξέφρασε τη δέσμευσή της να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που έθεσαν οι ρυθμιστικές αρχές προκειμένου να μην κινδυνεύσει στο μέλλον με συστημικές επιπτώσεις και να μην υπάρξει ανάγκη για βοήθεια από τους φορολογούμενους.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η επόμενη υποβολή των σχεδίων των τραπεζών θα πρέπει να περιλαμβάνει σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης και να περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλίσουν τις απαραίτητες ενέργειες για την εκτέλεση των στρατηγικών εξυγίανσής τους. Η απαίτηση αυτή αντανακλά τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι ρυθμιστικές αρχές με την εκκαθάριση της Credit Suisse πέρυσι. 

Όσοι επενδύουν λοιπόν στις αμερικανικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν τις «κεραίες τους τεντωμένες» προκειμένου να διαπιστώσουν ότι όντως εργάζονται αποτελεσματικά πάνω στις διαθήκες διαβίωσης τους.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.