Εκρηκτικό κοκτέιλ ύφεσης και ακρίβειας στα τρόφιμα
Shutterstock
Shutterstock
Αγορές

Εκρηκτικό κοκτέιλ ύφεσης και ακρίβειας στα τρόφιμα

Η αναιμική κινεζική ανάπτυξη και οι ενδείξεις για συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι προβληματικές εξελίξεις από μόνες τους. Αν όμως συνδυαστούν με περαιτέρω αύξηση στις τιμές βασικών τροφίμων είτε ως αποτέλεσμα των περιορισμών στις ινδικές εξαγωγές είτε λόγων κακών καιρικών συνθηκών είτε λόγω του Ελ Νίνο, τότε τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ πιο δύσκολα. 

Ο συνδυασμός αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης ή, ακόμα χειρότερα, οικονομικής ύφεσης με υψηλές τιμές δεν είναι ποτέ καλός. Για την ακρίβεια, είναι πάντα κάτι σαν εφιάλτης ειδικά αν οι υψηλές τιμές αφορούν στα τρόφιμα ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Παρά το γεγονός πως μέχρι τώρα έχει αποφευχθεί μία γενική οικονομική ύφεση και ο πληθωρισμός δείχνει κάποια σημάδια υποχώρησης, η αλήθεια είναι πως οι κίνδυνοι παραμένουν και, κάποιος θα μπορούσε να πει πως είναι και αυξημένοι, ειδικά αν μιλάμε για την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η εξάρτηση της οικονομίας πολλών ευρωπαϊκών χωρών από τις εξαγωγές προς την Κίνα και γενικότερα από την Κίνα, είναι κάτι γνωστό και είναι μάλιστα πιο έντονη στις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει πως η εξαιρετικά ανησυχητική πορεία της κινεζικής οικονομίας, η οποία αδυνατεί να πετύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης που είναι απαραίτητοι για να μην αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα σημαντικοί τομείς της οικονομίας της χώρας, είναι κάτι που μας ανησυχεί πολύ εδώ στην Ευρώπη.

Ειδικά όταν έρχονται οικονομικές στατιστικές όπως οι χθεσινές, οι οποίες έδειξαν πως η εμπιστοσύνη στις επιδόσεις και τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωζώνης έπεσε για τέταρτο μήνα στην σειρά, και μάλιστα περισσότερο απ’ όσο ανέμεναν οι οικονομολόγοι (σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg).

Η χαμηλή επίδοση εκτείνεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, πράγμα που σημαίνει πως η αίσθηση που υπάρχει στον τομέα των υπηρεσιών, τον τομέα της βιομηχανίας και στις προσδοκίες των καταναλωτών, είναι πως η οικονομική ανάπτυξη το επόμενο διάστημα δεν θα είναι ισχυρή. Αν συνδυάσουμε αυτό με τις μετρήσεις των δεικτών PMI από την προηγούμενη εβδομάδα (οι δείκτες αυτοί δίνουν μία καλή εικόνα των εκτιμήσεων των αξιωματούχων των επιχειρήσεων για την κατάσταση της οικονομίας), παίρνουμε μία εικόνα που, όπως επισήμαναν οι αναλυτές του Bloomberg, παραπέμπει σε συρρίκνωση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της, την Γερμανία και την Γαλλία. Αν αυτό σήμαινε πως το συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα αποφασίσει να αρχίσει την μείωση των επιτοκίων για να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα, θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε και ως κάτι θετικό.

Βλέποντας όμως τις τελευταίες μετρήσεις για τον πληθωρισμό, είναι πρακτικά αδύνατον να ελπίσουμε σε κάτι τέτοιο, η λογική λέει πως τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο για πολύ ακόμα. Μπορεί λοιπόν, αν η χαμηλή εμπιστοσύνη στην οικονομία μεταφραστεί τελικά σε ύφεση, να βρεθούμε στην κατάσταση που αναφέραμε στην αρχή, δηλαδή σε ένα περιβάλλον χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης που συνδυάζεται με υψηλές τιμές. 

Λέγοντας υψηλές τιμές, αναφερόμαστε κυρίως στις τιμές των τροφίμων, οι οποίες αρνούνται  επίμονα να πέσουν και σε αρκετές περιπτώσεις εξακολουθούν να αυξάνονται, όπως διαπιστώνουμε κάθε φορά που πρέπει να πληρώσουμε στο σούπερ μάρκετ, το μανάβικο, το μπακάλικο ή το κρεοπωλείο. Αυτό μάλιστα είναι κάτι που παρατηρείται σχεδόν σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στη χώρα μας ή την Ευρώπη. Η προοπτική σε αυτόν τον τομέα δεν είναι και πολύ ευχάριστη. Σε πολλά βασικά τρόφιμα, τα διεθνή νέα δημιουργούν έντονη ανησυχία.

Οι περιπτώσεις του ρυζιού και της ζάχαρης είναι οι πιο χαρακτηριστικές το τελευταίο διάστημα. Οι τιμές τους βρίσκονται σε σταθερά ανοδική πορεία εδώ και καιρό, και έχουν φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δώδεκα ετών. Στην περίπτωση της ζάχαρης αυτό φαίνεται καθαρά από την τιμή της στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, ενώ στην περίπτωση του ρυζιού η οποία είναι κάπως πιο περίπλοκη, αυτό φαίνεται από την τιμή του σχετικού δείκτη που καταρτίζουν οι υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών.

Με δεδομένο το ότι το ρύζι είναι η τροφή με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στους γενικότερους δείκτες που μετράνε το κόστος των τροφίμων ανά τον κόσμο, είναι φανερό πως από μόνο του προκαλεί ανοδικές τάσεις στο συνολικό κόστος διατροφής. Οι λόγοι για τους οποίους έχουν ανεβεί οι τιμές του ρυζιού και της ζάχαρης έχουν σχέση με τις καιρικές συνθήκες και την επίδρασή τους πάνω στο ύψος της συγκομιδής στις μεγάλες εξαγωγικές χώρες, με τους φόβους για την ακόμα πιο αρνητικές καιρικές συνθήκες λόγω του φαινομένου Ελ Νίνιο που έχει επιστρέψει το 2023, με την ισχυρή ζήτηση και, σε μεγάλο βαθμό, με την απόφαση της Ινδίας να επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές ρυζιού και ζάχαρης. Η Ινδία είναι η πιο μεγάλη εξαγωγική δύναμη στην αγορά ρυζιού και από τις πολύ μεγάλες δυνάμεις στην αγορά ζάχαρης.

Παρά το γεγονός πως δεν έχουν εμφανιστεί πραγματικές ελλείψεις, οι τιμές έχουν ανεβεί λόγω του περιορισμού των ινδικών εξαγωγών και της προσπάθειας πολλών άλλων χωρών να ενισχύσουν τα αποθέματά τους. Αυτό σημαίνει πως στην περίπτωση που το Ελ Νίνιο προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στις γεωργικές καλλιέργειες στην Ασία και την Νότια Αμερική, θα πρέπει να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα. Προβλήματα βέβαια δεν υπάρχουν μόνο στο ρύζι και την ζάχαρη. Μπορεί η διεθνής τιμή του σιταριού στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων να έχει κρατηθεί σχετικά χαμηλά παρά τα προβλήματα στις εξαγωγές της Ουκρανίας και τους περιορισμούς στις εξαγωγές που έχει επιβάλει (ποιος άλλος) η Ινδία, υπάρχουν όμως ορισμένες ποικιλίες με ειδική χρήση που η τιμή τους είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα και υπάρχουν φόβοι για ακόμα υψηλότερα. Αναφερόμαστε στο σκληρό σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των ζυμαρικών.

Λόγω προβλημάτων στην παραγωγή του Καναδά, η παγκόσμια παραγωγή είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 22 ετών και η κατάσταση δεν εμπνέει αισιοδοξία καθώς τα νέα από τα χωράφια του Καναδά έχουν χειροτερέψει τις τελευταίες εβδομάδες. Προς το παρόν, την κατάσταση φαίνεται να σώζει η Τουρκία η οποία έχει διοχετεύσει στις ευρωπαϊκές (κυρίως) αγορές την πολύ καλή της συγκομιδή και τα υψηλά αποθέματα που είχε συγκεντρώσει. Αν όμως πιστέψουμε τους ειδικούς που μίλησαν στο Reuters, η Τουρκία δεν θα μπορέσει να ανακουφίσει την ευρωπαϊκή αγορά για παραπάνω από δύο μήνες ακόμα. 

Προφανώς, δεν υπάρχει λόγος να γινόμαστε πολύ απαισιόδοξοι. Τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα, να αποφευχθεί η ύφεση της οικονομίας και το Ελ Νίνιο να αποδειχθεί λιγότερο καταστροφικό απ’ ότι φοβόμαστε, οδηγώντας την Ινδία σε άρση των εξαγωγικών περιορισμών και στην πτώση των τιμών στα τρόφιμα.

Μπορεί και να ανακαλύψουμε πως τα τουρκικά αποθέματα σκληρού σιταριού είναι ακόμα μεγαλύτερα και να γλυτώσουμε τις περαιτέρω ανατιμήσεις στα ζυμαρικά. Μπορεί όμως τα πράγματα να μην εξελιχθούν έτσι και να βρεθούμε σε μία κατάσταση με χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, υψηλά επιτόκια και ακόμα πιο ψηλές τιμές  τροφίμων.

Αυτός ο συνδυασμός ακούγεται σχεδόν εφιαλτικός, καθώς θα συνεπάγεται μειωμένα έσοδα για τους πολίτες λόγω της συρρικνούμενης οικονομικής δραστηριότητας, μεγάλη δυσκολία στη χρηματοδότηση λόγω των υψηλών επιτοκίων και ακόμα μεγαλύτερο κόστος διατροφής λόγων των υψηλών τιμών. Προφανώς, προτιμούμε το αισιόδοξο σενάριο αλλά δεν μπορούμε να βγάλουμε το απαισιόδοξο από το μυαλό μας.