Γιατί το ελληνικό χρηματιστήριο έχει τη μεγαλύτερη δυναμική
Eurokinissi / Αλέξανδρος Ζωντανός
Eurokinissi / Αλέξανδρος Ζωντανός

Γιατί το ελληνικό χρηματιστήριο έχει τη μεγαλύτερη δυναμική

Το ελληνικό χρηματιστήριο διαφοροποιήθηκε πλήρως το 2022 από τις υπόλοιπες αγορές, καθώς ήταν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που έκλεισε τη χρονιά με θετικό πρόσημο, τη στιγμή που ο S&P500 σημείωσε απώλειες κοντά στο 20% και ο γερμανικός δείκτης Dax απώλειες πέριξ του 12%.

Με το ίδιο momentum η ελληνική αγορά υποδέχθηκε και το 2023, σημειώνοντας και διατηρώντας μάλιστα κέρδη της τάξης του 20%, έναντι κερδών 12% του γερμανικού δείκτη Dax και κερδών 9,5% του S&P500 από την αρχή της χρονιάς, αν και πλέον ο τελευταίος έχει ροκανίσει περίπου το ήμισυ της θετικής του διαδρομής.

Αν σκεφτεί κανείς τη στασιμότητα του ελληνικού χρηματιστηρίου το 2021 μεταξύ των 830 και 930 μονάδων, αλλά και την υποαπόδοση του όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι επιδόσεις των τελευταίων 14 μηνών, καθώς και η αύξηση του τζίρου μοιάζουν με όνειρο θερινής νυκτός.

Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο. 

Εν αρχή είναι η προεξόφληση της αναβάθμισης

Αρχίζοντας από τα «ευκόλως εννοούμενα», οι χρηματιστηριακές αγορές είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί και ως εκ τούτου το χρηματιστήριο Αθηνών έχει αρχίσει να προεξοφλεί την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. 

Η προσδοκία αυτή είναι το κύριο καύσιμο της πρόσφατης ανόδου στα επίπεδα που η ελληνική αγορά είχε αποχαιρετίσει από το 2014, τη χρονιά που από τα υψηλά των 1379 μονάδων το Χρηματιστήριο Αθηνών προσγειώθηκε στα επίπεδα των 756-830 μονάδων.

Η σημαντική αύξηση της συναλλακτικής δραστηριότητας υποδεικνύει τις επιθετικές εισροές κυρίως από ξένα χαρτοφυλάκια, τα οποία φαίνεται ότι παίρνουν το στοίχημα της ελληνικής αγοράς ακόμα και πριν τις εκλογές. 

Η αλήθεια είναι ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ορόσημο για την οικονομία μας –η Ελλάδα έχασε το «επενδυτικό πιστοποιητικό» με την έναρξη της κρίσης το 2009-2010, τότε που ξεκίνησαν τα μνημόνια και αποχαιρετήσαμε τις 2300 μονάδες-και σημαντική παράμετρο για την περαιτέρω πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου. 

Βλέπετε μόνο αν αποκατασταθεί η επενδυτική βαθμίδα θα μπορέσει η αγορά να προσελκύσει σημαντικά μεγάλα μακροπρόθεσμα κεφάλαια , για τα οποία τώρα το ελληνικό χρηματιστήριο δεν είναι καν επενδύσιμο.

Όλα αυτά τα χρόνια το Χρηματιστήριο Αθηνών ως μια υποβαθμισμένη αγορά αντλούσε κεφάλαια μόνο από μια περιορισμένη πισίνα επενδυτικών χαρτοφυλακίων και hedge funds που ασχολούνται με τις αναδυόμενες αγορές.

Οι αναδυόμενες αγορές όμως είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι της παγκόσμιας επενδυτικής «πίτας». (σ.σ: Στον δείκτη της MSCI η βαρύτητα των αναδυόμενων αγορών είναι πέριξ του  13%). Η επάνοδος λοιπόν στις ανεπτυγμένες αγορές θα μας βάλει και πάλι στη «μεγάλη πίτα» των επενδυτικών κεφαλαίων, εξασφαλίζοντας μας το «ok» από τις επενδυτικές επιτροπές διαχείρισης ρίσκου των περισσότερων διαχειριστών.

Όλα θα ξεκινήσουν με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου. Εν συνεχεία θα αναβαθμιστεί και το αξιόχρεο των τραπεζών. Γι’αυτό άλλωστε ο τραπεζικός κλάδος κινείται με κέρδη πέριξ του 35% υπεραποδίδοντας της υπόλοιπης αγοράς και προεξοφλώντας ότι οι τράπεζες μας πλέον:

  • θα μπορούν να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια από τη διατραπεζική αγορά, 
  • θα μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ με εγγύηση ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που θα αποτιμώνται στην πραγματική τους αξία. (σ.σ: Αυτή τη στιγμή τα ομόλογα μας γίνονται κατ' εξαίρεση δεκτά ως εγγυήσεις από την ΕΚΤ, αλλά στο 50% της αξίας τους. Η επενδυτική βαθμίδα θα βαπτίσει τα ελληνικά ομόλογα από τίτλους υψηλού ρίσκου στην κατηγορία «επενδύσιμα»). 

Η είσοδος των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα θα μας ανοίξει την πόρτα σε μια σειρά σημαντικών δεικτών αναφοράς ομολόγων, επιτρέποντας σε πολλούς μεγάλους θεσμικούς επενδυτές –όπως για παράδειγμα συνταξιοδοτικά ταμεία- να επενδύσουν στα ελληνικά ομόλογα, κάτι που δεν τους το επιτρέπει το καταστατικό τους αυτή τη στιγμή. 

Είτε λοιπόν προκύψει στις 10 Μαρτίου του 2023, είτε στις 21 Απρίλη, είτε από το φθινόπωρο - 8 ή 20 Σεπτεμβρίου- κάποια στιγμή φέτος η επενδυτική βαθμίδα της χώρας μας θα είναι γεγονός και θα οδηγήσει νομοτελειακά σε δεύτερο χρόνο τους οίκους FTSE Russel και MSCI να επανεντάξουν το χρηματιστήριο Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές, καθιστώντας το ορατό από ένα πλήθος διεθνών επενδυτών. 

Αυτό ακριβώς έχει αρχίσει εδώ και εβδομάδες να προεξοφλεί η ελληνική αγορά, με ισχυρά επενδυτικά χέρια να παίρνουν θέσεις, παρά το γεγονός ότι οι εκλογές είναι μπροστά μας. 

Αν και δεν αποκλείεται η φετινή εκλογική διαδικασία να αποδειχθεί χρονοβόρος, προκαλώντας ίσως ακόμα και αστάθεια στην αγορά, παρά ταύτα, οι περισσότεροι επενδυτικοί οίκοι δεν υιοθετούν τα σενάρια αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης ή αλλαγής της δημοσιονομικής πολιτικής από το νέο κυβερνητικό σχήμα. 

Η μακροοικονομική εικόνα της χώρας είναι ο πυρήνας της ανόδου

Η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε τρεις μεγάλες αντιξοότητες, η πανδημία, ο ρωσοουκρανικός πόλεμος και η αύξηση των επιτοκίων –άρα και του χρηματοδοτικού κόστους- να λειτουργήσουν υπέρ της Ελλάδας.

Καταρχάς, αν δεν υπήρχε η Covid-19 δεν θα υπήρχαν και οι πόροι του Ταμείου Ανάπτυξης, η αξιοποίηση των οποίων μαζί με τα ιδιωτικά κεφάλαια που έχει κινητοποιήσει το «Ελλάδα 2.0», και τους πόρους του ΕΣΠΑ, έχουν βοηθήσει ήδη αισθητά τη χώρα μας να κλείσει το «επενδυτικό κενό» και να προσεγγίσει επιτέλους τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, μέσα από ένα πλήθος έργων ενεργειακής και ψηφιακής αναβάθμισης και όχι μόνο.(σ.σ: Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι σε αντίθεση με τον πρότερο «αμαρτωλό βίο μας» είμαστε η πρώτη χώρα σε απορρόφηση κονδυλίων από το ΕΣΠΑ).

Η Ελλάδα μια περίοδο κάθετης αύξησης των επιτοκίων, βρίσκεται σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της αλλά και πολλών άλλων οικονομιών, τόσο χάρη στη «γυάλα» του δημόσιου χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα χέρια του επίσημου τομέα και εξυπηρετείται με μεσοσταθμικά επιτόκια πέριξ του 1,5%-περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ- όσο και χάρη στον επανασχεδιασμό των ενεργειακών εφοδιαστικών αλυσίδων μετά τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, γεγονός που προσδίδει στην χώρα μας νέα βαρύτητα στον ενεργειακό χάρτη. 

Ακόμα και ο πληθωρισμός έχει «διπλή ανάγνωση» για τη χώρα μας, καθώς βάζει το λιθαράκι του στο turnaround story της ελληνικής οικονομίας, συνεπικουρώντας στη βελτίωση της μακροοικονομικής εικόνας μας και συμβάλλοντας ενεργά στη σμίλευση του κλάσματος Χρέος/ΑΕΠ

Τέλος, μαζί με την επιτάχυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, μια από τις μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες της χώρας μας είναι ότι πλέον διαθέτει ένα από τα πέντε σημαντικότερα τουριστικά brands παγκοσμίως. 

Αυτό σημαίνει ότι στις βασικές αγορές-στόχους, η Ελλάδα σε επίπεδο επιθυμίας των πολιτών τους να την επισκεφθούν είναι στις θέσεις από 1 έως 3. Η μετάφραση αυτής της επιθυμίας είναι η εξής: Αν πάρουμε σαν δεδομένο ότι το 2023 λόγω του πληθωρισμού, του αυξημένου ενεργειακού και μεταφορικού κόστους κ.ο.κ, θα έχουμε μια μικρότερη δεξαμενή επισκεπτών, η Ελλάδα θα είναι στις τρεις πρώτες επιλογές. Υπόψιν ότι το άνοιγμα της Κίνας αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την τουριστική μας βιομηχανία. 

Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν, το 2023 δεν αποκλείεται να είναι μια θετική χρονιά, μια παραδοχή που έχει κάνει και το ΔΝΤ στις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη της χώρας μας το 2023. 

Άλλωστε η Ελλάδα από τα 2021 κρατά έναν σταθερό ρυθμό υπεροχής στις επιδόσεις της, κάτι που επιτέλους έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.

Στο άρθρο «Γιατί χωλαίνει το ελληνικό χρηματιστήριο» είχαμε εξηγήσει ότι ένας από τους λόγους της υποαπόδοσης της ελληνικής αγοράς το 2021,παρά τα θετικά μακροοικονομικά στοιχεία, ήταν το γεγονός ότι οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές εξετάζουν μια οικονομία πολύπλευρα, λαμβάνοντας υπόψιν τη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ, εξετάζοντας τη μακροχρόνια τάση του και όχι μόνο τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του. Εν ολίγοις, βλέπουν διαχρονικά τις επιδόσεις κάθε χώρας προκειμένου να πιστοποιήσουν ότι δεν πρόκειται για πυροτέχνημα.

Τις «εξετάσεις» αυτές φαίνεται ότι τις πέρασε η Ελλάδα. Το ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 2,7%, σε σχέση με το δεύτερο  τρίμηνο 2021, ενώ σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο 2020  παρουσίασε αύξηση κατά 13,4%. Επρόκειτο για τη  μεγαλύτερη αύξηση ΑΕΠ στην Ε.Ε, ενώ για το σύνολο του 2021 κάναμε άλμα ανάπτυξης της τάξης του 8,3% φτάνοντας τα 181 δισ. ευρώ (από 167 δισ.).

Βάσει των στοιχείων, σημειώθηκε άνοδος των εξαγωγών κατά 21,9%, των εισαγωγών κατά 16,1%, ενώ εντυπωσιακή ήταν η αύξηση στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, πέριξ του 90,2%. 

Όσον αφορά το μεγάλο κεφάλαιο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι καθαρές εισροές Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα για το σύνολο του 2021 ξεπέρασαν τα 5,3 δισ. ευρώ έναντι 2,8 δισ. το ίδιο διάστημα του 2020. 

Επρόκειτο για τις μεγαλύτερες καθαρές εισροές ΞΑΕ της τελευταίας 20ετίας. Σημειώνεται ότι η αύξηση αυτή άγγιξε το 19,3% και σε σχέση με την προ-Covid χρονιά 2019, η οποία ήταν επίσης έτος-ρεκόρ με πάνω από 4 δισ. ευρώ Άμεσων Ξένων Επενδύσεων.

Τo 2022 αποδείχτηκε επίσης μια καλή χρονιά για την Ελλάδα. Αν και ακόμα δεν έχουμε τα συγκεντρωτικά στοιχεία, εντούτοις από τα τριμηνιαία στοιχεία φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία εμφάνισε συγκριτικά με τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών καλύτερες επιδόσεις, γεγονός που μειώνει ακόμα περισσότερο την απόσταση μας από αυτές. 

Σύμφωνα και με τον υφυπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Γ.Τσακίρη, η Ελλάδα αναμένεται να έχει για το 2022, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε όλη την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Η χώρα μας αναμένεται να έχει πάνω από 5% του ΑΕΠ, ενδεχομένως πλησιέστερα του 6% του ΑΕΠ απ’ ότι δείχνουν τα στοιχεία, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη θα είναι κάτω από 3% του ΑΕΠ».

Σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν και οι επενδύσεις, με τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου να κινείται ανοδικά. Το 2021 ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου είχε ξεπεράσει τα 32 δισ. ευρώ, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Το 2022 στα τρία πρώτα τρίμηνα, κινήθηκε συγκριτικά υψηλότερα. 

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα ανήλθαν ήδη στο 8μηνο του 2022 στο 84% του συνόλου του 2021 και η θετική πορεία τους πιστοποιήθηκε πρόσφατα από μελέτη του ΟΟΣΑ. 

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ελληνικές εξαγωγές στο 8μηνο του 2022 ανήλθαν στο 90% της περσινής ετήσιας επίδοσης, ενώ η εξαγωγική βάση διαφοροποιήθηκε σημαντικά, καταγράφοντας αξιοσημείωτη αύξηση στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, που πλησιάζουν πλέον τα ποσοστά βιομηχανοποιημένων χωρών, όπως η Γερμανία.

Το σημείο-σταθμός για την απογείωση της ελληνικής οικονομίας

Ακόμα μεγαλύτερη σημασία όμως έχουν οι επιδόσεις μας στον Καθαρό Σχηματισμό Πάγιου Κεφαλαίου. 

Οι επενδύσεις σε φυσικό κεφάλαιο μετριούνται με τον εθνικολογιστικό λογαριασμό του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου. Το απόθεμα του φυσικού κεφαλαίου στην οικονομία όμως δεν επηρεάζεται μόνο από τις επενδύσεις σε αυτό, καθώς παράλληλα ένα μέρος του χάνει την αξία του από τη χρήση ή την παλαιότητά του. Η φυσιολογική αυτή ανάλωση/απομείωση μετριέται από το λογαριασμό των Αποσβέσεων Παγίου Κεφαλαίου. Η τελική μεταβολή του παγίου κεφαλαίου στην οικονομία, μετριέται από τη διαφορά των δύο παραπάνω λογαριασμών και ονομάζεται Καθαρός Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου.

Η χώρα μας από το 2011 και μετά διατηρεί αρνητικό Καθαρό Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου. Έως το 2021 οι σωρευμένες απώλειες παγίου κεφαλαίου ξεπέρασαν τα 95 δισ.ευρώ. Πρόκειται για έναν από τους πιο θλιβερούς απολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. 

Δεν νοείται όμως πραγματική ανάπτυξη μιας οικονομίας χωρίς αύξηση του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της, καθώς η μείωση του συνεπάγεται μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων, μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και κατά συνέπεια μείωση των πραγματικών μισθών. 

Το γεγονός λοιπόν ότι, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, είμαστε κοντά στο να περάσει ο Καθαρός Σχηματισμός Πάγιου Κεφαλαίου σε θετικό έδαφος, αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό σημείο -σταθμό για την ελληνική οικονομία και κατ’επέκταση για το Χρηματιστήριο Αθηνών. 

Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι επιδόσεις οφείλονται ως έναν σημαντικό βαθμό και στα κατάλληλα εργαλεία και φορείς που συντελούν στις επενδυτικές επιτυχίες της χώρας μας, όπως για παράδειγμα η HDBI – ΕΑΤΕ που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 2,1 δισ. ευρώ μέσω δέκα συνολικά mandates, ή το Equifund που χρηματοδοτείται μέσω του προγράμματος ΕΠΑνΕΚ, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και από ιδιώτες επενδυτές και χαρακτηρίζεται σε πανευρωπαϊκές εκδηλώσεις ως παράδειγμα βέλτιστης πρακτικής. 

(σ.σ: Περισσότερες λεπτομέρειες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές του ελληνικού χρηματιστηρίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ, εδώ και εδώ).

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.