Η Γερμανία δεν διδάσκεται από την Ιστορία
Shutterstock
Shutterstock

Η Γερμανία δεν διδάσκεται από την Ιστορία

Σε ολόκληρη τη Δύση όχι μόνο οι κυβερνήσεις αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει, ότι μεγάλο μέρος της ενεργειακής κρίσης οφείλεται στην κοντόφθαλμη πολιτική που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες η Γερμανία. Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ενεργειακές πηγές της Ρωσίας, φέρει τη σφραγίδα της παγιοποιημένης γερμανικής οικονομικής στρατηγικής και αντίληψης.

Και όμως η Γερμανία, φαίνεται πως δεν έχει πάρει τα μαθήματα της. Έτσι αφού παρέδωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ενεργειακή ασφυξία που της προκαλεί το Κρεμλίνο, τώρα ανοίγει την πίσω πόρτα για την είσοδο του Πεκίνου σε τομείς που μέχρι πρότινος, αποτελούσαν άβατο για τους μη οικονομικούς εταίρους και τους μη πολιτικούς συμμάχους της.

Η παράδοση βασικών ευρωπαϊκών υποδομών και κρίσιμων τομέων στο χώρο της τεχνολογίας και της ψηφιακής καινοτομίας, στους Κινέζους, είχε ήδη αρχίσει να απασχολεί τους Ευρωπαίους από το 2018. Και αυτό διότι το 2017 είχαν εξαγοραστεί περισσότερες από 250 γερμανικές επιχειρήσεις από εταιρικά και επενδυτικά σχήματα κινεζικών συμφερόντων. Όμως μετά την πρόθεση εξαγοράς της βαυαρικής εταιρίας κατασκευής ρομπότ Kuka AG, από τον κινεζικό όμιλο της Midea, καθώς και του κατασκευαστή μηχανών Leifeld Metal Spinning AG από κινεζικά κεφάλαια, τα πράγματα είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται. Η Ευρώπη μαζί με τις ΗΠΑ άρχισαν να είναι πιο επιφυλακτικές απέναντι στις κινεζικές προθέσεις εξαγοράς της δυτικής τεχνολογίας και αντιγραφής της καινοτομίας που παράγεται με ευκολία στις ελεύθερες δημοκρατικές οικονομίες και κοινωνίες.

Ταυτόχρονα η Ευρώπη άρχισε να αντιμετωπίσει με επιφυλακτικότητα τις κινεζικές προσπάθειες εξαγοράς βασικών υποδομών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι τα λιμάνια, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, οι μονάδες παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, καθώς και οι τηλεπικοινωνιακές υποδομές 5G. 

Έτσι σε μια στιγμή που μαίνεται ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή και που η πολιτική διχοτόμηση του κόσμου στη δημοκρατική Δύση και στα «υπόλοιπα καθεστώτα» αρχίζει να λαμβάνει σάρκα και οστά μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η σημερινή Γερμανική παραφωνία αρχίζει να ξενίζει. 

Την ίδια στιγμή που η αναθεωρημένη στάση της Δύσης, δεν επιτρέπει την πώληση εξελιγμένης και εξειδικευμένης τεχνολογίας στην Κίνα, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη ούτε η απλή αντιγραφή ή αυτό που ονομάζεται «reverse engineering» εντός της Κινεζικής επικράτειας, η Γερμανία υιοθετεί μια διαφορετική στάση.

Και την ίδια στιγμή που το επιχειρηματικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της Κίνας καθορίζεται από την Γενική Γραμματεία ενός κόμματος, το οποίο είναι αυταρχικό, χωρίς ελευθερίες για τους πολίτες και επιχειρηματίες, μη προσφέροντας την ευκαιρία δημιουργίας εταιρειών με σκοπό την δημιουργία καινοτόμων λύσεων, η Γερμανία δείχνει τη διάθεση να προσφέρει «χείρα βοηθείας» στο Πεκίνο.

Παρ’ όλες τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, που αυξάνονται διαρκώς, η Γερμανική Καγκελαρία φαίνεται πως έχει μια ξεχωριστή ατζέντα προώθησης των σχέσεων της με την Κίνα. Και δεν αντιδρά μόνο η πλευρά των κυβερνητικών εταίρων. Δεν αντιδρά μόνο το 84% των Γερμανών σύμφωνα με δημοσκόπηση για το τηλεοπτικό κανάλι ZDF. Αντιδρά και η Mittelstand, δηλαδή οι μικρές και μεσαίες γερμανικές επιχειρήσεις, που ήδη συνεργάζονται με τον κινεζικό παράγοντα, όπως είχε αναλύσει στο άρθρο της, η Κατερίνα Νικολοπούλου.

Η Γερμανία δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την ξεκάθαρη μετατροπή της Κίνας, από εμπορικό εταίρο σε ανταγωνιστικό, συστημικό και επικίνδυνο αντίπαλο, που επιζητά με κάθε τρόπο αφ’ ενός την «εξαγορά» τεχνολογίας και καινοτομίας και αφ’ ετέρου την «κατάκτηση» κομβικών υποδομών. Ουδείς στη Δύση υποστηρίζει πως θα πρέπει να υπάρξει μια πλήρης αποσύνδεση της Κίνας από τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ουδείς όμως επικροτεί την είσοδο της Κίνας σε βασικές Γερμανικές υποδομές και στο περίφημο γερμανικό τεχνολογικό know how.

To πρόσφατο παράδειγμα της πλήρους ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας και της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και το Κρεμλίνο, που βιώνουμε σήμερα με τον πιο οδυνηρό τρόπο, θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά στο άνοιγμα της Γερμανικής αγκαλιάς, προς το Πεκίνο. Διότι μπορεί το Βερολίνο να εστιάζει σε βραχυπρόθεσμα οφέλη, όμως ο Κινεζικός Δράκος δεν θέλει απλά να γευθεί την γερμανική μπύρα. Βλέπει πιο μακριά. Και σίγουρα πιο μακριά από τους Γερμανούς.