Ισορροπία τρόμου μεταξύ πληθωρισμού και ύφεσης
Shutterstock
Shutterstock

Ισορροπία τρόμου μεταξύ πληθωρισμού και ύφεσης

Από το τέλος του 2021 έως σήμερα, από τότε δηλαδή που οι κεντρικές τράπεζες γύρισαν… τον διακόπτη των επιτοκίων και έδωσαν τέλος σε μία δεκαετία άπλετης και φθηνής ρευστότητας, οικονομία και αγορές προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ πληθωρισμού και ύφεσης.

Σε αυτό το διάστημα, οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν υποχωρήσει αισθητά από τα ιστορικά τους υψηλά, με τον S&P 500 να χάνει περίπου 10% και τον τεχνολογικό Nasdaq 17%, ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εκτινάχθηκαν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ομόλογα των ΗΠΑ που είδαν τις αποδόσεις τους να τριπλασιάζονται και του 10ετούς να φτάνει το 5%.

Οι αποφάσεις των Fed και BoE να πατήσουν «pause» για δεύτερο συνεχόμενο μήνα και της ΕΚΤ να αποφασίσει και αυτή την παύση των αυξήσεων για πρώτη φορά, αλλάζουν άρδην το κλίμα στις αγορές. Η χθεσινή αντίδραση των επενδυτών τα λέει όλα. Τα χρηματιστηριακά ταμπλό πρασίνισαν σε όλο τον κόσμο με κέρδη έως και άνω του 2%, οι δείκτες φόβου μετατράπηκαν σε δείκτες αισιοδοξίας και παράλληλα καταγράφηκε μεγάλη αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των ομολόγων. 

Όμως οι επόμενοι μήνες δεν θα μοιάζουν με περίπατο στο πάρκο ούτε για τις κεντρικές τράπεζες ούτε για την οικονομία. Ο πληθωρισμός δείχνει να έχει μπει στο κανάλι που επιθυμούν, μέσω του οποίου θα φτάσει και θα παραμείνει στο στόχο του 2% μέσα στην επόμενη διετία, αλλά μια νέα ενεργειακή κρίση προερχόμενη από τη γενίκευση του πολέμου στη Μέση Ανατολή, μπορεί να αλλάξει τα πάντα εν μία νυκτί.

Την ίδια ώρα, η ευρωπαϊκή οικονομία παραπαίει, εμφανίζοντας σχεδόν μηδενική ανάπτυξη τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα, ενώ η αμερικανική οικονομία δείχνει πιο ανθεκτική. 

Η εξασθένηση του πληθωρισμού επέτρεψε στις κεντρικές τράπεζες να διακόψουν τις αυξήσεις. Στρατηγική τους είναι να διατηρήσουν τα επιτόκια στο υψηλότερο σημείο μέχρι να διασφαλίσουν ότι ο πληθωρισμός δεν θα αναθερμανθεί. Τζερόμ Πάουελ. Κριστίν Λαγκάρντ και Άντριου Μπέιλι, γνωρίζουν τον κίνδυνο ύφεσης αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ μικρότερος από την απειλή του πληθωρισμού αφού οι αναλυτές προβλέπουν ανάκαμψη από το δεύτερο μισό του 2024.

Η ισορροπία μεταξύ αντιμετώπισης του πληθωρισμού και αποτροπής της ύφεσης είναι πολύ λεπτή ενώ είναι πολύ πιθανό οι κεντρικές τράπεζες να βρεθούν σε αδιέξοδο προσεχώς. Στο δυσμενές σενάριο που γενικευθεί ο πόλεμος και φτάσουμε σε εμπλοκή του Ιράν, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας θα είναι άμεση και ο πληθωρισμός θα πάρει ξανά την ανιούσα.

Οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν θα είναι συνθήκες παγκόσμιας αναταραχής και βαθιάς ύφεσης και σε εκείνο το σημείο Fed, ΕΚΤ και BoE θα πρέπει να αποφασίσουν. Θα χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική για να αντιμετωπίσουν την κρίση και με κίνδυνο την έκρηξη του πληθωρισμού ή θα αυξήσουν εκ νέου τα επιτόκια, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση;

Η νέα εποχή των επιτοκίων

Η Fed διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια την Τετάρτη σε εύρος 5,25%-5,50% και χθες η Τράπεζα της Αγγλίας έπραξε το ίδιο, αφήνοντας τα επιτόκια στο 5,25% που είναι υψηλό 15 ετών. Την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου, η ΕΚΤ διέκοψε για πρώτη φορά τον κύκλο των αυξήσεων διατηρώντας το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 4% μετά από δέκα διαδοχικές αυξήσεις. 

Στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης, η οποία ξεκίνησε το 2021 εξαιτίας των προβλημάτων που άφησε πίσω της η πανδημία και κλιμακώθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι κεντρικές τράπεζες είχαν μόνο μία επιλογή: να αυξήσουν τα επιτόκια για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό που σε ορισμένες περιπτώσεις είχε φτάσει να ξεπερνά το 12%.

Την αρχή έκανε η Τράπεζα της Αγγλίας τον Δεκέμβριο του 2021 και ακολούθησαν η Fed τον Μάρτιο του 2022 και η ΕΚΤ τον Ιούλιο του ίδιου έτους. 

Σήμερα βλέπουμε τους κύκλους να κλείνουν και τις κεντρικές τράπεζες να συζητούν περισσότερο για το ενδεχόμενο νέων αυξήσεων παρά για τις πρώτες μειώσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί βλέπουν τα επιτόκια να υποχωρούν τα επόμενα χρόνια σε Αμερική και Ευρώπη αλλά όχι δραματικά. Για την Ευρωζώνη, η Capital Economics προβλέπει ότι το βασικό επιτόκιο θα μειωθεί στο 3,75% κάποια στιγμή μέσα στο 2024, στο 3% το 2025 και στο 2,5% το 2026.