To μεγάλο πισωγύρισμα στην πράσινη μετάβαση
Shutterstock
Shutterstock

To μεγάλο πισωγύρισμα στην πράσινη μετάβαση

Το κλίμα αλλάζει πλέον ραγδαία, με τις παγκόσμιες θερμοκρασίες να αυξάνονται πιο γρήγορα από ποτέ και τα θερμότερα χρόνια που έχουν καταγραφεί να έχουν συγκεντρωθεί στην τελευταία δεκαετία.

Ο επιταχυνόμενος ρυθμός της κλιματικής αλλαγής, συνδέεται με την αύξηση της συχνότητας των πυρκαγιών, των περιόδων ξηρασίας, των περιόδων παρατεταμένου καύσωνα, των τυφώνων και καταιγίδων. Όλα αυτά συμβάλλουν στην αυξανόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση, τη διάβρωση των ακτογραμμών, την υφαλμύρωση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, την απώλεια της βιοποικιλότητας κ.ο.κ.

Η ενεργειακή μετάβαση λοιπόν και η υλοποίηση της συμφωνίας του Παρισιού, στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, δεν αποτελεί πλέον μια απλή προτεραιότητα, αλλά την απαραίτητη συνθήκη της επιβίωσης του πλανήτη μας.

Και όμως, ήδη από τον παγκόσμιο απολογισμό στο COP28 τον Δεκέμβριο του 2023 είχε διαφανεί ότι καμία χώρα δεν είναι σε «καλό δρόμο» προκειμένου να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού. 

Βλέπετε, για να επιταχυνθεί η ενεργειακή μετάβαση απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση και δράση, σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίων και φυσικά παγκόσμιος συντονισμός των δράσεων αυτών. Και στα τρία υπάρχει εμφανής υστέρηση. 

Όμως όπως θα δούμε παρακάτω, σύμφωνα με την ανάλυση «A Delayed Energy Transition», από την Wood Mackenzie, η καθυστέρηση της παγκόσμιας ενεργειακής μετάβασης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου.

Το διακύβευμα λοιπόν είναι υψηλό. Παρά ταύτα, οι ενδείξεις ενός μεγάλου «πισωγυρίσματος» στην ενεργειακή μετάβαση βαίνουν αυξανόμενες.

OPEC: Δεν υπάρχει κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου στον ορίζοντα

Το διεθνές πετρελαιοπαραγωγό καρτέλ πριν τρεις ημέρες, στην τελευταία έκθεση, με τίτλο World Oil Outlook 2024, αύξησε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, επικαλούμενο την ανάπτυξη της Ινδίας, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, περιοχές που παρατηρείται σταθερή αύξηση του πληθυσμού, της μεσαίας τάξης και της αστικοποίησης, αλλά και τη βραδύτερη στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τα καθαρότερα καύσιμα.

Ο OPEC προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα έχει αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας πάνω από 120,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το 2050, με αποτέλεσμα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να συνεχίσουν να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% μέχρι το 2050.

Τουτέστιν, απέχουμε πολύ από την κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου. Για την ακρίβεια, ούτε καν είναι ορατή στο βάθος του ορίζοντα.

Η πρόβλεψη, όπως είδαμε και πιο πάνω, βασίζεται στις εκτιμήσεις για ισχυρή ζήτηση πετρελαίου από τις χώρες εκτός ΟΟΣΑ, οι οποίες αναμένεται να απορροφήσουν και τον μεγαλύτερο όγκο της παραγωγής.

Μάλιστα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, «…η φαντασίωση της σταδιακής κατάργησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα».

Πιο συγκεκριμένα, από το 2023 έως το 2029, η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 10,1mb/d, με τις χώρες εκτός ΟΟΣΑ να πρωτοστατούν, προσθέτοντας 9,6 mb/d, για να φτάσουντα 66,2 mb/d.

Η ζήτηση στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ προβλέπεται να παραμείνει στάσιμη, κυμαινόμενη γύρω στα 46 mb/d.

Μακροπρόθεσμα, η ζήτηση εκτός ΟΟΣΑ θα συνεχίσει να αυξάνεται, προσθέτοντας 28 mb/d έως το 2050, ενώ η ζήτηση από τον ΟΟΣΑ αναμένεται να μειωθεί.

Τομείς όπως τα πετροχημικά, οι οδικές μεταφορές και οι αερομεταφορές πρόκειται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη μελλοντική ζήτηση.

Μόνο τα πετροχημικά προβλέπεται να προσθέσουν επιπλέον 4,9 mb/d της ζήτησης πετρελαίου, λόγω της αυξανόμενης χρήσης αιθανίου και νάφθας.

Οι οδικές μεταφορές προβλέπεται να αυξηθούν σημαντικά προτού σταθεροποιηθούν, ενώ η ζήτηση των αερομεταφορών θα προσθέσει άλλα 4 mb/d μέχρι το 2050.

Δεδομένου λοιπόν ότι η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει ισχυρή για δεκαετίες, ο OPEC τονίζει την ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές πετρελαίου, εκτιμώντας ότι θα χρειαστούν 17,4 τρισ. δολάρια μέχρι το 2050 προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερή προσφορά.(σ.σ: Και οι λογικές τιμές για τους καταναλωτές προφανώς).

Στο σημείο αυτό θα επισημάνουμε ότι οι προβλέψεις του OPEC όσον αφορά τη ζήτηση του πετρελαίου είναι αυτή τη στιγμή κατά πολύ υψηλότερες από εκείνες του κλάδου. Για παράδειγμα, η BP εκτιμά ότι η ζήτηση θα κορυφωθεί το 2025 και θα μειωθεί στα 75 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2050, ενώ η Exxon Mobil αναμένει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει πάνω από 100 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2050.

Εγκατάλειψη των πλάνων για πράσινο υδρογόνο από Shell και Equinor

Τους τελευταίους μήνες οι ειδήσεις για υπαναχώρηση πολλών «πράσινων πλάνων» για το υδρογόνο συνεχώς αυξάνονται.

Η Shell για παράδειγμα, πριν λίγες ημέρες ανακοίνωσε ότι θα εγκαταλείψει τα σχέδιά της για την κατασκευή μονάδας παραγωγής υδρογόνου χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη δυτική ακτή της Νορβηγίας, λόγω έλλειψης ζήτησης.

«Δεν βλέπουμε να υπάρχουν ιδανικές συνθήκες στην αγορά και αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε το έργο», δήλωσε χαρακτηριστικά εκπρόσωπος της Shell στο Reuters.

Μια παρόμοια ανακοίνωση είχαμε από την Equinor την προηγούμενη εβδομάδα.

Η νορβηγική εταιρεία ενέργειας ανακοίνωσε ότι δεν θα προχωρήσει με τα σχέδια της για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς υδρογόνου από τη Νορβηγία στη Γερμανία με εταίρο την RWE, επικαλούμενη την μειωμένη ζήτηση καθώς και το ανεπαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο.

Υπενθυμίζουμε ότι η Equinor σχεδίαζε να κατασκευάσει μονάδες υδρογόνου που θα επέτρεπαν στη Νορβηγία να στέλνει έως και 10 GW υδρογόνου ετησίως στη Γερμανία. Όμως, σύμφωνα με την οικονομοτεχνική μελέτη, ο αγωγός υδρογόνου δεν αποδείχθηκε βιώσιμος, κάτι που ώθησε την εταιρεία στην υπαναχώρηση της.

Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα μοντέλα net zero, το υδρογόνο θα μπορούσε να παρέχει έως και το 20% της παγκόσμιας πρωτογενούς ενέργειας έως το 2050, σχεδόν όσο συνεισφέρουν σήμερα όλες οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα των ΗΠΑ.

Το υψηλό κόστος όμως αποτελεί τροχοπέδη για τον κλάδο.

Σύμφωνα με το Bloomberg New Energy Finance, μόλις το 12% των μονάδων υδρογόνου έχουν πελάτες που απορροφούν την παραγωγή σε ικανοποιητικό βαθμό.

Ακόμη και μεταξύ των έργων που έχουν υπογράψει συμφωνίες, οι περισσότερες χαρακτηρίζονται από μη δεσμευτικά πλαίσια που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα.

Καθυστερήσεις και στα αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα

Από το 2022, που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού –γνωστός ως IRA-, οι εταιρείες προσπαθούν να επωφεληθούν από τις γενναιόδωρες εκπτώσεις φόρου για ηλεκτρικά οχήματα και τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, όπως τα αιολικά και τα ηλιακά πάρκα.

Όμως τα δύο τελευταία έτη και σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε από την American Clean Power Association, περισσότερα από τα μισά, από τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη, αντιμετωπίζουν πολλαπλές καθυστερήσεις.

Κατά μέσο όρο, τα αιολικά έργα παρουσιάζουν καθυστερήσεις 16 μηνών, τα ηλιακά έργα 15 μήνες και τα έργα αποθήκευσης μπαταριών 14 μήνες.

Σύμφωνα με την έκθεση, από τα έργα που αρχικά καθυστέρησαν το 2021, συνολικά το 30% δεν έχει ακόμη ξεκινήσει εμπορική λειτουργία.

Μόνο το 47% των έργων που καθυστέρησαν το 2022 έχουν ολοκληρωθεί μέχρι στιγμής.

Επίσης, μόνο το 22% της δυναμικότητας καθαρής ενέργειας που καθυστέρησε το 2023 έχει τεθεί σε λειτουργία.

Η συνολική συνδυασμένη ισχύς έργων που παρουσιάζουν καθυστερήσεις από το 2021 έχει ξεπεράσει τα 62 GW, με μόλις 29,8 GW να αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.

Μεταξύ των έργων που αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις, τα ηλιακά έργα αντιπροσωπεύουν το 66% ενώ τα έργα αποθήκευσης μπαταριών αντιπροσωπεύουν το 12%. Τα χερσαία αιολικά και υπεράκτια αιολικά έργα συνεισφέρουν το καθένα πέριξ του 11%.

Αλλά και στην Ευρώπη οι αναβολές διαδέχονται η μια την άλλη.

Η Better Energy για παράδειγμα ανακοίνωσε την αναβολή αρκετών έργων, ύψους 3 GW.

Η σουηδική Northvolt αποτελεί άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα. 

Πρόκειται για μια από τις πιο κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας της Ευρώπης που κατασκευάζει μπαταρίες ιόντων λιθίου για τη βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων. Έχει συνεργασίες με μια σειρά από μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων των Volkswagen και Volvo.

Μαζί με τα σχέδια για απολύσεις προσωπικού, η εταιρεία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι λόγω των περιορισμένων ταμειακών διαθεσίμων και του προκλητικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, θα αναστείλει τα σχέδια για μια αρκετά μεγάλη επέκταση του Northvolt Ett, σημειώνοντας ότι το έργο είχε σκοπό να παρέχει επιπλέον 30 γιγαβατώρες ετήσιας ικανότητας παραγωγής κυψελών.

Ο ρόλος της πολιτικής σκηνής 

Το φιλοευρωπαϊκό κέντρο έχει διατηρήσει την πλειοψηφία των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ωστόσο οι στροφές προς τα δεξιά, στη Γερμανία και τη Γαλλία, υποδηλώνουν, μεταξύ άλλων, και την ανησυχία μεταξύ των ψηφοφόρων σχετικά με την κλιματική πολιτική. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν, ώστε να προσαρμοστεί αναλόγως η σωστή και επαρκής ενημέρωση των πολιτών.

Δύο είναι αυτή τη στιγμή οι κίνδυνοι για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.

Ο πρώτος είναι η αναβλητικότητα που μπορεί να χαρακτηρίσει το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 

Με αυξημένη πίεση από τη δεξιά, το κυρίαρχο κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) μπορεί να μπει στον πειρασμό να πιέσει για αναβολές ή να αποδυναμώσει ορισμένες από τις πιο αμφιλεγόμενες διατάξεις της Πράσινης Συμφωνίας. (σ.σ:Αυτό θα μπορούσε να γίνει αξιοποιώντας τις ρήτρες αναθεώρησης στους νόμους της Πράσινης Συμφωνίας, όπως για παράδειγμα την απαγόρευση των πωλήσεων νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης από το 2035 και μετά).

Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, θα είχε σαν αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στην πράσινη τροχιά της Ευρώπης, κάτι που θα έχει επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή βιομηχανία καθώς θα οδηγήσει σε νέες αναβολές των «πράσινων» επενδύσεων.

Αυτό θα αύξανε το κόστος για όσους παραγωγούς έχουν ήδη ξεκινήσει τη μετάβαση επενδύοντας σε καθαρή τεχνολογία, αφήνοντάς τους να αισθάνονται ...προδομένοι.

Με άλλα λόγια, ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα είναι το κλειδί για τη διατήρηση των πράσινων επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα τα επόμενα χρόνια. Αν αυτό το κλειδί το σπάσουμε, θέτουμε υπό ομηρεία την ενεργειακή μετάβαση.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η αδράνεια των εθνικών κυβερνήσεων. 

Καθώς η Πράσινη Συμφωνία περνά στη φάση της εφαρμογής της μετά από χρόνια σχεδιασμού πολιτικών και νομοθετικής θέσπισης, η ολοκλήρωση των εργασιών σε εθνικό επίπεδο είναι αυτό που πραγματικά θα κάνει τη διαφορά.

Κανονικά, τα επόμενα πέντε χρόνια, η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα πρέπει να επιταχυνθεί απότομα, εάν η ΕΕ θέλει να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της.

Για να γίνει όμως αυτό, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο για τον έλεγχο των ρυπογόνων τομέων όπως τα κτίρια και οι μεταφορές, μέσω των οποίων η κλιματική πολιτική εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες μεγάλες χώρες αναμένεται να κάνουν τη λεγόμενη «βαριά άρση», αλλά τι θα συμβεί αν οι κυβερνήσεις τους δεν το κάνουν; 

Η πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ έχει περιορισμένα εργαλεία για να ωθήσει τις κυβερνήσεις να δράσουν. 

Δεδομένου, όμως, ότι η Γηραιά Ήπειρος είναι αυτή που επηρεάζεται πρωτίστως από την κλιματική αλλαγή, η πολιτική σκηνή της Ευρώπης επιβάλλεται να δείξει διορρατικότητα και σοβαρότητα.

Η ευρωπαϊκή έκθεση για την κατάσταση του κλίματος για το 2023 δείχνει ότι η Ευρώπη είναι η ήπειρος που θερμαίνεται ταχύτερα στον κόσμο, με διπλάσιο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο από τη δεκαετία του 1980.

Από το 1980 έως το 2022, καιρικά φαινόμενα οδήγησαν σε οικονομικές απώλειες συνολικού ύψους περίπου 650 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΕ. Οι ετήσιες απώλειες το 2022 ήταν 41% υψηλότερες από το 2009.

Αν και ηγείται του μετασχηματισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, και παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί μέχρι στιγμής, η ΕΕ δεν βρίσκεται επί του παρόντος σε καλό δρόμο για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της για το 2030 και το 2050. 

Αν θέλουμε, λοιπόν, να μη μας προλάβουν οι εξελίξεις, θα πρέπει ως πολίτες να μετακινήθουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, έτσι ώστε να μετακινηθεί προς αυτή και η πολιτική σκηνή.

Οι επιπτώσεις μια 5ετούς καθυστέρησης της μετάβασης στις ΑΠΕ

Η ανάλυση με τίτλο «A Delayed Energy Transition», από την Wood Mackenzie, μας δίνει μια αρκετά αναλυτική εκτίμηση των επιπτώσεων μια 5ετούς καθυστέρησης της ενεργειακής μετάβασης.

Η ανάλυση προβλέπει σημαντική μείωση της μέσης ετήσιας δαπάνης για προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, με πτώση στα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μείωση της τάξης του 55% σε σύγκριση με τις δαπάνες που περιγράφονται στο σενάριο καθαρού μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα εως το 2050, προκειμένου να επιτύχουμε τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.

Η έκθεση περιγράφει επίσης πώς θα επηρεαστούν οι διάφοροι τομείς από μια καθυστερημένη μετάβαση. Σε αυτό το σενάριο, οι δαπάνες στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα αυξηθούν στο 31%, ενώ οι επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας αναμένεται να μείνουν στάσιμες στο 60%.

Επιπλέον, οι δαπάνες σε κρίσιμους τομείς, όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα θα μειωθούν στο 2%, από το 8% στο σενάριο καθαρού μηδενισμού.

Ο συντάκτης της έκθεσης Prakash Sharma δήλωσε: «Η πολιτική πραγματικότητα και ο σκεπτικισμός για το κλίμα στις μεγάλες χώρες εκπομπών, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, θα μπορούσαν να μειώσουν την υποστήριξη για τη μετάβαση, καθώς οι ψηφοφόροι αναζητούν οικονομική ασφάλεια και σταθερότητα των τιμών.

Η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη απωθήσει τους κλιματικούς στόχους του 2030 και αρκετές χώρες ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους».

Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης τα εμπόδια που εμποδίζουν τη μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και προσδιορίζει τα υψηλότερα επιτόκια που ίσχυαν μέχρι πρότινος και τα σημεία συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα ως παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση του κόστους των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κατά 10% έως 20% τα τελευταία χρόνια. 

Όσον αφορά το υδρογόνο, σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση του κόστους του υδρογόνου με χαμηλές εκπομπές άνθρακα αναμένεται να καθυστερήσει, με τη ζήτηση να προβλέπεται να είναι σχεδόν 50% χαμηλότερη από τη βασική περίπτωση το 2050.

Την ίδια στιγμή, τα ευρήματα της έκθεσης υποδεικνύουν ότι μια καθυστερημένη μετάβαση μπορεί να απαιτήσει από τις τεχνολογίες δέσμευσης και απομάκρυνσης άνθρακα να αναλάβουν εξέχοντα ρόλο στην εξισορρόπηση των επιπέδων άνθρακα και στην επίτευξη μακροπρόθεσμων κλιματικών στόχων, ενώ πιθανότατα να βλέπουμε εφεξής ολοένα και περισσότερες πρωτοβουλίες όπως εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου να χορηγήσει περισσότερες άδειες εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξουσιοδοτώντας τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων να διεξάγουν έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο κάτω από υπεράκτιες εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας.

Η Αρχή Μετάβασης της Βόρειας Θάλασσας -NSTA-, επιφορτισμένη με την επίβλεψη των επιχειρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας, αποκάλυψε σχέδια για τη χορήγηση αδειών σε περίπου 30 εταιρείες για εξερεύνηση υδρογονανθράκων σε ζώνες που προορίζονται για μελλοντικά υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Η ανακοίνωση της NSTA είναι ενδεικτική των νέων τάσεων: «Η Βόρεια Θάλασσα είναι ένας σημαντικός πόρος για την ενεργειακή ασφάλεια και την ενεργειακή μετάβαση, επομένως είναι ζωτικής σημασίας οι τομείς να συνεργαστούν για να διασφαλιστεί ότι αυτά τα συστήματα μπορούν να συνυπάρχουν.

Μετά από συζητήσεις με τους εταίρους μας, εισαγάγαμε μια νέα ρήτρα για αλληλεπικαλυπτόμενες άδειες πετρελαίου και φυσικού αερίου και μισθώσεις αιολικής ενέργειας, με στόχο την υποστήριξη της συνύπαρξης αυτών των σημαντικών βιομηχανιών».

Η κίνηση της ΝSTA έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια στον περιβαλλοντικό τομέα, με πολλές οργανώσεις αλλά και εταιρείες να προτρέπουν την κυβέρνηση να δώσει προτεραιότητα στην ενεργειακή μετάβαση.

Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του διευθύνοντα συμβούλου της Renewable UK, Dan McGrail: «Ενώ χαιρετίζουμε τις προσπάθειες της NSTA να εργαστεί από κοινού για τη μεταρρύθμιση των κανόνων που διέπουν τη συστέγαση πετρελαίου και φυσικού αερίου με υπεράκτια αιολικά πάρκα, χρειαζόμαστε πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έναντι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στον χωροταξικό σχεδιασμό.

Η προτεραιότητα στις ΑΠΕ έναντι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου δεν είναι μόνο η σωστή επιλογή για τον πλανήτη, αλλά και για τους καταναλωτές, δεδομένου ότι οι ΑΠΕ εξασφαλίζουν το χαμηλότερο κόστος παραγωγής ενέργειας».

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.

Μαίρη Βενέτη

[email protected]