Μπορεί η Ευρώπη να απογαλακτιστεί από την Κίνα;
Shutterstock
Shutterstock

Μπορεί η Ευρώπη να απογαλακτιστεί από την Κίνα;

Μέσα στο πλήθος δηλώσεων των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων στα πλαίσια του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, αυτές της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορούμε να πούμε πως ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες χθες, Τρίτη.

Η Γερμανίδα επικεφαλής του εκτελεστικού βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εστίασε τις δηλώσεις της στην πράσινη μετάβαση, στον δρόμο προς τις μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και στον ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των ΗΠΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κίνας για το ποιος θα κινηθεί πιο γρήγορα στον συγκεκριμένο τομέα. Ειδικά στο θέμα του ανταγωνισμού, η Φον ντερ Λάιεν δεν έκρυψε την ενόχληση και την απογοήτευσή της από την προσπάθεια των ΗΠΑ να προσελκύσουν εταιρείες από όλον τον κόσμο δελεάζοντάς τις με εκατοντάδες δισεκατομμύρια επιδοτήσεων.

Είναι γνωστό πως οι ηγεσίες των κρατών της Ε.Ε. θεωρούν πως ο περίφημος αμερικανικός νόμος για την προστασία από τον πληθωρισμό (Inflation Reduction Act) έχει σαν στόχο του την μεταφορά τεχνογνωσίας, εφοδιαστικών αλυσίδων και παραγωγικών εγκαταστάσεων από όλον τον κόσμο προς τις ΗΠΑ στον τομέα της πράσινης τεχνολογίας. Από τις δηλώσεις της Ευρωπαίας αξιωματούχου, όπως και άλλων που την συνόδευσαν στο Νταβός, φαίνεται πως η Ε.Ε. σκέπτεται να αλλάξει τους κανονισμούς που διέπουν τις κρατικές και κοινοτικές ενισχύσεις προς τις εταιρείες της Ένωσης προκειμένου να «απαντήσει» στον IRA.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μίλησε όμως μόνο για τις ΗΠΑ, ασχολήθηκε και με την Κίνα και κάλεσε τις χώρες της Ένωσης να αντιδράσουν αποτελεσματικά στις προσπάθειες της Κίνας να ενισχύσει τις επιχειρήσεις της με πολύ υψηλές επιδοτήσεις προκειμένου να προχωρήσουν γρήγορα σε καινοτομίες στον τομέα της μετάβασης στην εποχή της «καθαρής» τεχνολογίας και να αναπτύξουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες.

Επίσης υποστήριξε πως η κινεζική πολιτική περιλαμβάνει και μέτρα αποκλεισμού της πρόσβασης των ευρωπαϊκών αγορών στην αγορά της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Συνεχίζοντας όμως παραδέχθηκε πως η Ε.Ε. πρέπει να εξακολουθήσει να συνεργάζεται και να συναλλάσσεται με την Κίνα, ιδίως σε ό,τι έχει σχέση με την μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια. Πρόσθεσε μάλιστα πως η Ένωση πρέπει να προσεγγίσει τις σχέσεις της με την Κίνα και να δώσει μεγαλύτερο βάρος στη μείωση των κινδύνων (de-risking) και λιγότερο στην απομάκρυνση από αυτήν (decoupling). Εξειδικεύοντας ίσως το de-risking, υποστήριξε πως η Ε.Ε. δεν θα διστάσει να ξεκινήσει έρευνες αν εκτιμήσει πως οι πρακτικές της Κίνας και ειδικά οι μεγάλες επιδοτήσεις διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία των αγορών. 

Μπορεί η πρόεδρος της Commission να αναφερόταν θεωρητικά κυρίως στο ζήτημα της μετάβασης στην εποχή της καθαρής ενέργειας αλλά η προσέγγιση την οποία δήλωσε πως προτιμά μάλλον αφορά όλο το φάσμα των σχέσεων του Ευρωπαϊκού μπλοκ με τον Ασιατικό γίγαντα. Ό,τι και να έχουν πει στο παρελθόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες σχετικά με την στάση της Κίνας σε διάφορα ζητήματα, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καταπίεση των μειονοτήτων και την ανοχή που δείχνει στην ρωσική επιθετικότητα και την αναγκαιότητα μίας αυστηρής στάσης της Ευρώπης απέναντι σε αυτά, η πραγματικότητα είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στην Ε.Ε. να χαλάσει πραγματικά αυτή την σχέση.

Οι εμπορικές σχέσεις των δύο μερών είναι εξαιρετικά σημαντικές, τόσο σημαντικές που τελικά μάλλον επισκιάζουν όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, ακόμα και ζητήματα αρχής. Αυτό φάνηκε αρκετά καθαρά προς το τέλος του 2022. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς επισκέφθηκε το Πεκίνο στις αρχές του Νοεμβρίου επικεφαλής μίας μεγάλης αποστολής που περιλάμβανε τα μεγαλύτερα ονόματα του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου και το λιμάνι του Αμβούργου πέρασε (μερικώς) στα χέρια της Κινεζικής COSCO.

Επίσκεψη παρόμοιου χαρακτήρα φαίνεται πως θα κάνει κάποια στιγμή μέσα στο 2023 και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος συναντήθηκε με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στο Μπαλί της Ινδονησίας κατά την συνάντηση της ομάδας G 20 τον Νοέμβριο. Στο Μπαλί συναντήθηκαν με τον Κινέζο πρόεδρο και οι πρωθυπουργοί της Ισπανίας, της Ολλανδίας και της Ιταλίας.

Ο πρόεδρος Μακρόν πήρε μέρος και στο φόρουμ Ευρωασιατικής συνεργασίας που έγινε την ίδια περίοδο στην Ταϊλάνδη όπου δήλωσε πως πρέπει να αποφευχθεί ο χωρισμός του κόσμου σε δύο στρατόπεδα και υποστήριξε μία πολιτική συνεργασίας με την Κίνα. Χαρακτηριστικό της απροθυμίας της Ευρώπης να διαταράξει σοβαρά τις σχέσεις της με την Κίνα είναι και η άρνηση της Ολλανδίας να συνταχθεί με τις ΗΠΑ στο θέμα των κυρώσεων κατά κινεζικών εταιρειών στον τομέα των μικροεπεξεργαστών.

Για να είμαστε πιο σωστοί, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ε.Ε. δεν είναι ο μόνος λόγος που κάνει πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες να διστάζουν να χαλάσουν τις σχέσεις τους με την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Τα 223 δισεκατομμύρια Ευρώ σε εξαγωγές αγαθών από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. προς την Κίνα το 2021, όπως και τα 472 δισεκατομμύρια σε εισαγωγές αγαθών από την Κίνα είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο. Πολύ σημαντικές είναι και οι εξαγωγές υπηρεσιών από την Ε.Ε. προς την Κίνα, οι οποίες έφθασαν τα 47 δις Ευρώ το 2021, με τις εισαγωγές υπηρεσιών να ανέρχονται στα 31 δις Ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος προορισμός για τις εξαγωγές αγαθών από την Ε.Ε. ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα κατέλαβαν την πρώτη θέση. Πέρα όμως από αυτά τα στοιχεία που δείχνουν πόσο σημαντικές είναι οι εμπορικές σχέσεις, είναι γεγονός πως κατά βάθος πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν εμπιστεύονται πλήρως τις προθέσεις των ΗΠΑ και κατά συνέπεια δεν θέλουν να δεθούν πλήρως στο άρμα τους.

Το μεγάλο σοκ που προκάλεσε στην Γαλλία η ακύρωση της μεγάλης συμφωνίας για την κατασκευή υποβρυχίων για το Αυστραλιανό πολεμικό ναυτικό προς όφελος βρετανικών και αμερικανικών εταιρειών δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί. Ούτε οι αφόρητες πιέσεις που ασκούνται στην ολλανδική ASML για να σταματήσει την πώληση του εξοπλισμού της στην Κίνα έχουν χαροποιήσει τους Ευρωπαίους. Η απροθυμία της αμερικανικής πλευράς να τροποποιήσει τον νόμο IRA έτσι ώστε να μην «αναγκάζει» τις ευρωπαϊκές εταιρείες να μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στις ΗΠΑ είναι σίγουρο πως εντείνει τους προβληματισμούς μέσα στην Ε.Ε. 

Με λίγα λόγια, αυτή την στιγμή δεν είναι λογικό να περιμένουμε πως η Ε.Ε. μπορεί να επιλέξει την πλήρη απομάκρυνση από την Κίνα, όσο και να ενοχλείται ή να εξοργίζεται από διάφορα στοιχεία της Κινεζικής πολιτικής. Οι πολύ σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τη μεγάλη ασιατική χώρα σε συνδυασμό με τους δισταγμούς της Ε.Ε. να συνταχθεί πλήρως με τις ΗΠΑ δεν αφήνουν τις ισχυρότερες χώρες της Ένωσης να πάρουν μία τέτοια απόφαση. Το αν αυτή η στάση θυμίζει λίγο τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε. αντιμετώπιζε για πολλά χρόνια την Ρωσία είναι βέβαια μία άλλη υπόθεση, καθόλου ασήμαντη για να είμαστε ειλικρινείς.