Οι πετρελαϊκοί κολοσσοί φοβούνται την Κάμαλα Χάρις

Οι πετρελαϊκοί κολοσσοί φοβούνται την Κάμαλα Χάρις

Η υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, είναι για τις πετρελαϊκές εταιρείες αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν «bad news». Διότι, ενώ ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, διάκειται φιλικά προς τον επιχειρηματικό κόσμο του «μαύρου χρυσού», η Κάμαλα Χάρις έχει ένα παρελθόν που εγγυάται ακριβώς το αντίθετο. 

Από τη θέση της εισαγγελέως, στην οποία είχε θητεύσει πριν μεταπηδήσει στον πολιτικό στίβο, η υποψήφια πρόεδρος είχε κατ’ εξακολούθηση στραφεί νομικά, κατά πετρελαϊκών εταιρειών ασκώντας αγωγές και διώξεις για αδικήματα σχετιζόμενα με την καταπάτηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της πολιτικής της καριέρας, είχε υποστηρίξει νομοθετικές παρεμβάσεις σχετιζόμενες με το «Green New Deal» για την πράσινη μετάβαση. Ήταν και παραμένει υποστηρίκτρια της απαγόρευσης εξόρυξης σχιστολιθικού φυσικού αερίου, λόγω των περιβαλλοντικών συνεπειών, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους περιβαλλοντολόγους ακτιβιστές.  

Μεταξύ των εταιρειών τις οποίες είχε διώξει ως εισαγγελέας, είναι η Chevron (NYSE:CVX), σχετικά με πλημμελή διαχείριση επικίνδυνων υλικών, η ΕxxonMobil (NYSE:XOM) σχετικά με παράβαση περιβαλλοντικών διατάξεων και η Plains All American Pipeline (NASDAQ:PAA) για πρόκληση μόλυνσης από πετρελαιοκηλίδα. Δηλαδή, είχε στραφεί κατά των εμβληματικότερων εταιρειών στο χώρο των ορυκτών υδρογονανθράκων. 

Κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Σαν Φρανσίσκο, το 2000, είχε θέσει τις βάσεις για την ίδρυση της πρώτης ειδικής δικαστικής αρχής που να επιλαμβάνεται «εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος», κυρίως όσον αφορά στη διαχείριση αποβλήτων και τη μόλυνση του υπεδάφους από επικίνδυνες ουσίες. 

Η Κάμαλα Χάρις υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος είναι εγκλήματα κατά των τοπικών κοινωνιών, αφού οι πολίτες επωμίζονται τις επιπτώσεις πάνω στη γη τους και στη ζωή τους, με δεδομένο ότι σπάνια έχουν οι πολίτες τη δυνατότητα να απομακρυνθούν, από τις μολυσμένες ή κατεστραμμένες περιοχές. Η μόλυνση του υπεδάφους, η καταστροφή του υδροφόρου ορίζοντα και η επιβάρυνση του ατμοσφαιρικού αέρα, έχουν υποβαθμίσει τις συνθήκες διαβίωσης χιλιάδων Αμερικανών. 

Ψηλά στην προεκλογική της ατζέντα, βρίσκεται η «καθαρή ενέργεια» και η μάχη κατά των ορυκτών καυσίμων. Εκτός από την απαγόρευση του σχιστολιθικού αερίου, η υποψήφια πρόεδρος σκέφτεται να επιβάλει ένα νέο «φόρο κλιματικής μόλυνσης» όσο το δυνατόν πιο βαρύ για τις πετρελαϊκές εταιρείες. Από τους φόρους που θα συγκεντρωθούν θα χρηματοδοτηθεί η πράσινη μετάβαση, της οποίας το κόστος είναι πολύ υψηλό.

Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι εάν επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές η Κάμαλα Χάρις, τότε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα «κυνηγήσει» τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες ή όπως αναφέρει το πετρελαϊκό λόμπι: «the federal government will be going after Big Oil».

Και όταν στις ΗΠΑ, αναφερόμαστε στο «Big Oil» μιλάμε για την ExxonMobil (χρηματιστηριακή αποτίμηση $498 δισ.), για την Chevron (χρηματιστηριακή  αποτίμηση: $284 δισ.) την ConocoPhillips ($131 δισ.), την EOG Resources, τη Schlumberger και άλλους ισχυρούς ενεργειακούς κολοσσούς, όπως βλέπουμε και στον ακόλουθο πίνακα με τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των Big Oil.

 

Με δεδομένο ότι οι Big Oil, μπορεί να φανούν ιδιαίτερα ευάλωτες σε μια βιομηχανία αγωγών, μηνύσεων και αποζημιώσεων λόγω της συμβολής τους στην επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής και την κλιμάκωση της κλιματικής κρίσης, εγείρονται ερωτήματα από τους εργαζόμενους των εταιρειών αυτών, αλλά και από τους μετόχους τους. Διότι, εάν οι αποζημιώσεις που θα επιδικαστούν δημιουργήσουν ερωτηματικά σχετικά με τη λειτουργία, αλλά ακόμα και με τη βιωσιμότητα των πετρελαϊκών εταιρειών, τότε οι ψήφοι των εργαζομένων στις λεγόμενες «swing states» δηλαδή τις πολιτείες που κανένα κόμμα δεν έχει ισχυρό προβάδισμα, θα κινηθούν προς τον υποψήφιο που θα εγγυηθεί τις θέσεις απασχόλησης και το «αύριο» των ίδιων των εταιρειών. Μια τέτοια πολιτεία είναι για παράδειγμα η Πενσυλβανία.

Τέλος, η εκλογή της Κάμαλα Χάρις στον Λευκό Οίκο θα σημάνει αυτόματα –σύμφωνα με τις εξαγγελίες των Δημοκρατικών– και τον τερματισμό των μειωμένων φορολογικών συντελεστών που είχαν θεσπιστεί το 2017 επί προεδρίας Τραμπ. Μόνο για τις πετρελαϊκές εταιρείες αυτό θα σημάνει ότι φοροαπαλλαγές ύψους $110 δισ., θα βρεθούν στον αέρα.

Στην αντίπερα όχθη ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ, υπόσχεται νέες άδειες εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου και νέες άδεις εγκατάστασης νέων αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων. Σε σχετική προεκλογική εκδήλωσή του στο Χιούστον, συγκέντρωσε $40 εκατ. από μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις του χώρου των ορυκτών υδρογονανθράκων. 

Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα των Ρεπουμπλικάνων είναι το $1 δισ. που έχουν ζητήσει ως χορηγία από τις Big Oil. Συγκεκριμένα, σε συνάντησή του με τους εκπροσώπους της Chevron, της ExxonMobil και της Continental Resources, ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, είχε ζητήσει $1 δισ. ως χορηγία, στο πλαίσιο των εξαγγελιών του, για φοροελαφρύνσεις, για εγκρίσεις νέων αμφιλεγόμενων επενδύσεων και για χαλάρωση του αυστηρού περιβαλλοντικού πλαισίου. 

Κλασσικό παράδειγμα πολιτικής «quid pro quo».