Ομόλογα και ευρώ τα θύματα των ευρωεκλογών

Ομόλογα και ευρώ τα θύματα των ευρωεκλογών

Δύσκολη η χθεσινή μέρα για τις ευρωπαϊκές αγορές, μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών που κατέδειξαν ότι έχει ανοίξει ο ασκός της ακροδεξιάς, με δύο από τα ηγετικά κράτη της ΕΕ, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να βλέπουν εθνικιστικές δυνάμεις να κατακτούν την πρώτη και τη δεύτερη θέση αντιστοίχως.

Ειδικά για τη Γαλλία που οδηγείται πλέον σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές δύο γύρων- 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου- οι πιέσεις ήταν πολύ μεγάλες, με τον δείκτη CAC να αποχαιρετά τη ζώνη του μέσου κινητού όρου των 90 ημερών αλλά και τη στήριξη των 7900 μονάδων. Μια απώλεια που αν δεν επανακτηθεί λίαν συντόμως, θα «ανοίξει» το διάγραμμα για τους μέσους κινητούς των 200 ημερών-απλό και exponential- ήτοι για τη ζώνη των 7600-7700 μονάδων.

Οι μεγαλύτερες πιέσεις εκδηλώθηκαν όπως είναι λογικό στις γαλλικές τράπεζες, αλλά και ο κλάδος των υποδομών και των κατασκευών σημείωσε επίσης μεγάλες απώλειες πανευρωπαϊκά.

Πέραν όμως των μετοχών, μεγάλες ήταν οι χθεσινές πιέσεις και στην αγορά των ομολόγων.

Η γαλλική δεκαετία το πρωί της Δευτέρας βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων οκτώ μηνών, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν το δεύτερο χαστούκι για την γαλλική αγορά.

Την περασμένη εβδομάδα υπενθυμίζουμε ότι η S&P Global Ratings μείωσε την αξιολόγηση της χώρας κατά μία βαθμίδα, σε AA- από AA, λόγω της αύξησης των εκτιμήσεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 5,5% του ΑΕΠ, έναντι του 4,9%.

Ο λόγος της αύξησης των εκτιμήσεων για το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος ήταν τα χαμηλότερα εν τέλει φορολογικά έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες του γαλλικού κράτους, που παρέμειναν οι υψηλότερες στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Δεδομένου του πολιτικού κατακερματισμού και του αμφίβολου εκλογικού αποτελέσματος των εθνικών εκλογών, υπάρχουν φόβοι ότι μπορεί το γαλλικό αξιόχρεο να υποστεί και δεύτερη υποβάθμιση, ειδικά στην περίπτωση που η επόμενη κυβέρνηση κριθεί αδύναμη να εφαρμόσει μια σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση.

Ακόμα λοιπόν και αν ενστερνιστούμε την εκτίμηση της Citi, ότι δεν αναμένεται από την S&P να μειώσει περαιτέρω την αξιολόγηση της Γαλλίας, εντούτοις δεν αποκλείεται να μειώσει η Moody’s την αξιολόγησή της κατά μία βαθμίδα.

Υπενθυμίζουμε ότι βάση των προβλέψεων της προηγούμενης εβδομάδας της S&P, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας θα φτάσει το 3,5% του ΑΕΠ το 2027. Πρόκειται για νούμερο πολύ μεγαλύτερο από τον αναθεωρημένο στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος 2,9% που δόθηκε στην ενημέρωση του Προγράμματος Σταθερότητας για το 2024 και σημαντικά πάνω από την απαίτηση του 3% της ΕΕ.

Αν προσθέσουμε τώρα ότι ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης της Γαλλίας προς το ΑΕΠ έχει γίνει ο τρίτος υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ, μετά από αυτόν της Ελλάδας και της Ιταλίας, κατανοούμε απόλυτα την νευρικότητα στην αγορά των γαλλικών ομολόγων και όχι μόνο.

Βλέπετε, αν ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός κερδίσει την πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης, ο Μακρόν αν και έχει εξασφαλίσει την Προεδρία μέχρι το 2027, θα διατηρήσει μεν το βέτο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, όμως θα μείνει χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες για την πορεία των εσωτερικών υποθέσεων της Γαλλίας.

Επομένως, η όποια δημοσιονομική εξυγίανση για μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης θα είναι στον αέρα, κάτι που προκαλεί κλυδωνισμούς στην αγορά των ευρωπαϊκών ομολόγων στο σύνολο της.

Οποιαδήποτε όμως νέα διεύρυνση των περιθωρίων των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική για το ευρώ, το οποίο ήδη βάλλεται από το αυξανόμενο επιτοκιακό πλεονέκτημα του δολαρίου και καλείται επιπλέον να απορροφήσει τους κραδασμούς του ωστικού κύματος των ευροεκλογών.

Νέες πιέσεις στο ευρώ

Η επέλαση των ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών σε δύο εκ των βασικότερων οικονομιών του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος προσθέτει νέες πιέσεις στο ευρώ, με πολλούς αναλυτές μάλιστα να κάνουν λόγο για έναν νέο κύκλο αστάθειας.

Το ευρώ σημείωσε ήδη ισχυρή πτώση έναντι του δολαρίου την προηγούμενη εβδομάδα μετά την έκθεση για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία η Fed σε αντίθεση με την ΕΚΤ θα δυσκολευτεί να προχωρήσει σύντομα σε μείωση επιτοκίων.

Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι θα διευρυνθεί το επιτοκιακό πλεόνεκτημα του δολαρίου έναντι του ευρώ, γεγονός που οδηγεί στην ενδυνάμωση του. (σ,σ: Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). 

Οι εξελίξεις στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας δημιουργούν το υπόβαθρο για νέες πιέσεις στο κοινό νόμισμα, ειδικά από τη στιγμή που η δημοσιονομική ισορροπία της Γαλλίας έχει ήδη τεθεί εν αμφιβόλω όπως περιγράψαμε πιο πάνω.

Δεν είναι όμως μόνο οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία που βάζουν το κοινό νόμισμα σε νέες περιπέτειες.

Αν και τα ακροδεξιά κόμματα δεν είναι σε θέση να μπλοκάρουν το κοινοβουλευτικό έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι δεν φαίνεται πιθανή μια συνεργασία μεταξύ τους, εντούτοις η ενίσχυση τους στην ευρωβουλή σημαίνει ότι θα έχουν μεγαλύτερη πλέον επιρροή στην χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν φόβοι ότι θα λειτουργήσουν ως σημαντικό τροχοπέδη για τη στενότερη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική ολοκλήρωση της ΕΕ.

Η δημοσιονομική και χρηματοοικονομική όμως ολοκλήρωση είναι το βασικό ζητούμενο, προκειμένου η Ευρώπη να μπορέσει να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της και να σταθεί στο ολοένα και πιο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον.

Mέσα από αυτή την οπτική γωνία, οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για το κοινό νόμισμα.

Όσον αφορά τo ζεύγος eur/usd, αν χάσει τις επόμενες ημέρες την ισχυρή στήριξη του 1,0723, τότε το διάγραμμα θα «ανοίξει» για την στήριξη του 1,06 ή και του 1,0496. Σημαντικές αντιστάσεις για το ζεύγος είναι η ζώνη του 1,0805-1,0815 και 1,0844.

Βραχυπρόθεσμα, πολλά για το ζεύγος θα εξαρτηθούν από τα στοιχεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ την Τετάρτη, καθώς και από τη ρητορική του Πάουελ μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης της Fed την ίδια ημέρα.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.