Πολιτική αλλαγή σημαίνει οικονομική επανεκκίνηση

Πολιτική αλλαγή σημαίνει οικονομική επανεκκίνηση

Της Μαίρης Βενέτη*

Η διάρκεια και η ένταση της οικονομικής και χρηματιστηριακής άνθησης θα εξαρτηθεί κατ'' αρχήν από το αποτέλεσμα των εκλογών και κατά πόσο αυτό θα εξασφαλίσει μια σταθερή νέα κυβέρνηση.

Ας μην ξεχνάμε ότι την προηγούμενη εβδομάδα, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, είχαμε μια εξαιρετικά κρίσιμη εξέλιξη.

Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020 δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, εφόσον η επόμενη κυβέρνηση εξασφαλίσει αυτοδυναμία.

Αν οι δημοσκοπήσεις λοιπόν υποδείξουν μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, τότε το θετικό χρηματιστηριακό κλίμα θα ενδυναμωθεί εκ νέου χάρη στην πολιτική σταθερότητα της επόμενης τετραετίας.

Γιατί όμως έχει τόση σημασία για την αγορά μια φιλελεύθερη και προσανατολισμένη σε ένα ουσιαστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων κυβέρνηση;

Γιατί η οικονομία της χώρας μπορεί να αλλάξει σελίδα μόνο μέσω της αύξησης του ΑΕΠ.

Το ΑΕΠ της χώρας με τη σειρά του μπορεί να ανέβει μόνο μέσω των επενδύσεων.

Αν η χώρα προσελκύσει επενδύσεις, τότε θα συμβεί μια σειρά από κομβικές αλλαγές όχι μόνο για τη χρηματιστηριακή πραγματικότητα, αλλά και για το επίπεδο ζωής του συνόλου των πολιτών.

Θα αυξηθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων, εν συνεχεία θα αυξηθούν οι μισθοί στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, θα στηριχθεί η κατανάλωση, θα αυξηθούν οι εξαγωγές, θα είναι εφικτά τα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω πιο υγιών οδών από τη φοροαφαίμαξη της παραγωγικής βάσης της χώρας, θα συνεχίσουν να εξυπηρετούνται οι συντάξεις, θα μειωθεί ο λόγος του χρέους/ΑΕΠ με αποτέλεσμα να μειωθεί το συστημικό ρίσκο της χώρας και να αποκατασταθεί εκ νέου η εμπιστοσύνη των αγορών στην Ελλάδα.
Εξελίξεις που θα εξασφαλίσουν στη χώρα μας την πρόσβαση στις αγορές με ένα κόστος που θα ταιριάζει επιτέλους σε μια ευρωπαϊκή οικονομία.

Ποια είναι η τωρινή κατάσταση όσον αφορά τις επενδύσεις

Σε κάθε χρονική περίοδο, οι θεσμικοί φορείς του οικονομικού συστήματος -ιδιωτικές επιχειρήσεις, νοικοκυριά, γενική κυβέρνηση- δαπανούν χρηματικά κεφάλαια για την απόκτηση νέων κεφαλαιουχικών αγαθών (μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός, κτίρια, γραφεία, εργοστάσια κ.ά.).

Τα τελευταία προστίθενται στον ήδη υπάρχοντα κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.

Η παραπάνω δαπάνη καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς ως ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή ακαθάριστες επενδύσεις παγίων.

Η μακροοικονομική μεταβλητή της επένδυσης είναι αυτή που δίνει έναν δυναμικό χαρακτήρα στην οικονομία, καθώς μέσω του φυσικού κεφαλαίου που δημιουργεί και συσσωρεύει εξασφαλίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον.

Παράλληλα δε, με τη δημιουργία νέου φυσικού κεφαλαίου, ένα ποσοστό του ήδη υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού αποσβένεται (λόγω φθοράς, τεχνολογικής και οικονομικής απαξίωσης κ.ά.).

Όταν οι αποσβέσεις παγίων είναι υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίων -δηλαδή οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές- ο παραγωγικός συντελεστής του φυσικού κεφαλαίου της οικονομίας μειώνεται.

Αυτό ακριβώς ζούμε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Το συσσωρευμένο πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας το 2018 ήταν μειωμένο κατά 68 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2011.

Οι καθαρές επενδύσεις παγίων παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για έβδομο συνεχές έτος το 2017, αν και ο ρυθμός μείωσης του φυσικού κεφαλαίου τουλάχιστον επιβραδύνθηκε. Το παρακάτω διάγραμμα είναι ενδεικτικό της στέρησης της χώρας μας για άλλη μία φορά όσον αφορά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. (αρχείο gross fixed income ).

Αν το ακαθάριστο πάγιο κεφάλαιο είναι όμως μικρότερο από τις αποσβέσεις, δηλαδή οι νέ­ες ε­πεν­δύ­σεις εί­ναι μικρότερες α­πό τη φθο­ρά του κε­φαλαίου, πόσο μακριά μπορεί να πάει η οικονομία;
Προφανώς όχι πολύ μακριά.

Τι πρέπει να κάνει η επόμενη κυβέρνηση

Οι επενδύσεις ήταν σχετικά παρόμοιες στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης.

Τι έγινε μετά;

Η στυγνή αλήθεια είναι ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας, προκειμένου να μη θίξει «κακώς κεκτημένα» συμφέροντα, προσπάθησε να επιτύχει την οικονομική προσαρμογή που απαιτήθηκε, μέσω της περικοπής των επενδύσεων.

Μείωση όμως επενδύσεων στον κόσμο των αγορών σημαίνει μείωση εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της οικονομίας.

Ως εκ τούτου, οι επενδυτές απογοητευμένοι από την υποχώρηση της εμπιστοσύνης για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, την απουσία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και από την επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, αφαίρεσαν τη χώρα μας από το οπτικό τους πεδίο.

Αυτές οι συνθήκες όμως εξομαλύνονται πλέον, έστω και με πολύ αργό ρυθμό.

Μια αρχή αποκατάστασης της εμπιστοσύνης θα είναι να επαληθευτεί η επίσημη εκτίμηση στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού 2019 για ετήσια ενίσχυση των πραγματικών επενδύσεων παγίων κατά 11,9%.

Η κυβέρνηση που θα υλοποιήσει με έργα και όχι με λόγια αυτή την ενίσχυση, προωθώντας ταυτόχρονα ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο με νέους κανόνες περί αποσβέσεων, νέα φορολογική πολιτική και νέα αντιμετώπιση των αποταμιευτών, θα είναι η κυβέρνηση που θα έχει κάνει το πρώτο βήμα στο να καλυφθεί μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι για το επίμαχο θέμα της ταχύτητας αποφόρτισης του δημοσίου χρέους -τόσο από τα μεσοβραχυπρόθεσμα δάνεια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ όσο και από τα βραχυπρόθεσμα έντοκα- δύο παράγοντες θα κάνουν τη διαφορά:

Η σταθεροποίηση γύρω από χαμηλότερες αποδόσεις του δεκαετούς μας ομολόγου και η σταδιακή εξομάλυνση της πίεσης των NPLs στο τραπεζικό σύστημα.

Και οι δύο αυτοί παράγοντες εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη που θα κερδίσει η επόμενη κυβέρνηση μέσω του μεταρρυθμιστικού της έργου.

Η οικονομική ανάκαμψη συνεπάγεται χρηματιστηριακή απογείωση

Ήδη η πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΧΑ) και κυρίως του τραπεζικού κλάδου υποδεικνύει ότι οι ξένοι διαχειριστές αρχίζουν να προεξοφλούν πιο μακρινά και πιο ουσιαστικά γεγονότα, πολύ πέρα από τις εκλογές.
Το πιο ενδεικτικό σημάδι ότι «κάτι άλλαξε» είναι ότι η αγορά για πρώτη φορά ύστερα από καιρό έχει αρχίσει να μη δίνει σημασία στις αρνητικές ειδήσεις, προφανώς γιατί επικεντρώνεται σε θετικότερες μελλοντικές εξελίξεις.

Τόσο οι απογοητευτικές ανακοινώσεις για το ΑΕΠ και τις ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, όσο και η καθυστέρηση της εκταμίευσης της δόσης των 970 εκατ. ευρώ και οι εμπλοκές γύρω από τον νόμο προστασίας της πρώτης κατοικίας δεν έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερο προβληματισμό στην αγορά, η οποία σταθερά χτίζει τιμές πάνω από τον μέσο κινητό όρο των 200 ημερών, ήτοι πάνω από τις 684 μονάδες, τεχνική συνθήκη που θα αποτελεί εφεξής και το επίπεδο αναφοράς.

Ακόμα βέβαια δεν έχουμε δει αξιοσημείωτους συναλλακτικούς όγκους, μιας και τώρα έχουμε αρχίσει ως αγορά να εισερχόμαστε στο οπτικό πεδίο των διαχειριστών και δεν υπάρχει μεγάλη συμμετοχή από το ευρύ κοινό.

Το γεγονός όμως ότι οι τράπεζες -που καλώς ή κακώς καθόριζαν και καθορίζουν το ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά- έχουν παρουσιάσει μια αξιοσημείωτη άνοδο, προεξοφλεί ότι, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί λύση για τον τραπεζικό κλάδο.

Το μήνυμα του ΔΝΤ

Ήδη οι παρατηρητικοί διαχειριστές έχουν δώσει βαρύτητα στις εισηγήσεις του ΔΝΤ στις σελίδες 19 και 20 της τελευταίας έκθεσης για την Ελλάδα.

Παρότι στην έκθεση αυτή το ΔΝΤ ενστερνίζεται το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την ταχεία μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων (NPEs) χωρίς νέα κεφάλαια, εν τούτοις συστήνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: Η άμεση ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης να μη γίνει μέσω έκδοσης νέων μετοχών που θα επέφεραν μεγάλη αραίωση (dilution) της συμμετοχής των σημερινών μετόχων, αλλά με «με εργαλεία στην ιδιωτική αγορά κεφαλαίων, τα οποία δεν αραιώνουν τη συμμετοχή των παλαιών μετόχων», δηλαδή με ομόλογα.

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι θυμόμαστε την αποτυχημένη απόπειρα της Τράπεζας Πειραιώς το περασμένο φθινόπωρο για έκδοση ομολόγου ύψους 500 εκατ. ευρώ, να υποθέσουμε ότι το ΔΝΤ θεωρεί πλέον ότι έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για τραπεζικές εκδόσεις με διαχείρισιμα επιτόκια δανεισμού;

Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε αλλάζουν πολλά όσον αφορά την πορεία του Χ.Α., μιας και τα διαχειρίσιμα επιτόκια δανεισμού συνεπάγονται εμπιστοσύνη.

Βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το Χ.Α. ως αναδυόμενη περιφερειακή αγορά θα είναι ευάλωτο σε πιθανή διόρθωση των διεθνών αγορών.

Δεν μπορεί κανείς όμως να αποκλείσει την πιθανότητα να αυτονομηθεί της πτώσης, όπως αυτονομήθηκε και της ανόδου τα προηγούμενα χρόνια.
Μέσα από αυτό ακριβώς το πρίσμα, το Χ.Α. θα μπορούσε να αποτελέσει το «αποκούμπι» των διαχειριστών, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου σχεδόν όλα τα assets έχουν υπεραποδώσει.

Η γυναίκα του Καίσαρα είναι τίμια και ας μη φαίνεται

Παρά την κακή απόδοση του Χ.Α. το 2018, οι χρηματικές διανομές -μερίσματα- ύψους 1,3 δισ. ευρώ, μετρίασαν τουλάχιστον ως έναν βαθμό τις επιπτώσεις από την υποχώρηση του Γενικού Δείκτη.

Μάλιστα οι εισηγμένες που «μοίρασαν» χρήμα όχι μόνο ήταν περισσότερες από εκείνες του 2017, αλλά αρκετές διένειμαν πολύ μεγαλύτερα ποσά, χαρίζοντας μια μερισματική απόδοση στα στατιστικά του Χ.Α. της τάξεως του 2,9%.

Δεδομένου ότι τα εταιρικά κέρδη του 2018 διαμορφώθηκαν αρκετά υψηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2017, λογικά τα ποσά που θα διανεμηθούν στους μετόχους του Χ.Α. για τη φετινή χρονιά θα είναι στα ίδια ή και σε μεγαλύτερα επίπεδα.

Άλλη μια πολύ σημαντική παρατήρηση είναι ότι σε αντίθεση με την άποψη πολλών επενδυτών, η πορεία των τιμών των μετοχών στο Χ.Α. επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη εξέλιξη των θεμελιωδών μεγεθών τους, προσπερνώντας πολλές φορές ακόμα και το συστημικό ρίσκο της Ελλάδας.

Λαμπρή απόδειξη είναι ότι ο δείκτης FTSE/XA Mid&Small Cap θεμελιωδών μετοχών, σημείωσε το 2018 άνοδο για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά.

Δεύτερη απόδειξη είναι ότι σε αθροιστική βάση, πάντα για τις μη τραπεζικές εισηγμένες, η κερδοφορία βελτιώνεται συνεχώς από το 2014. Το Εbitda του 2013 διαμορφώθηκε στα 5 δισ. ευρώ, του 2014 στα 6,01, του 2015 στα 7, του 2016 στα 8,07, του 2017 στα 8,5 δισ., ενώ ανοδικά αναμένεται ότι έκλεισε και το 2018.

Η τρίτη απόδειξη εμπεριέχεται στο παρακάτω παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι το 2009, πριν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, ένας επενδυτής είχε επενδύσει σε μη τραπεζικές μετοχές με κριτήριο οι εταιρείες να έχουν έναν επαρκή κύκλο εργασιών στο εξωτερικό, ώστε να αντισταθμίζουν την καθίζηση της ελληνικής αγοράς.

Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι είχε επιλέξει να επενδύσει στη ΜΟΗ και στον Μυτιληναίο με ισοσκελισμένη στάθμιση.

Ποια θα ήταν η σημερινή του απόδοση ύστερα από όλη την περιπέτεια της τελευταίας δεκαετίας; Οπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον πίνακα 1 η απόδοση είναι 167% και μάλιστα μη συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων. (πινακας 1 αρχειου ΜΥΤΙΛ- ΜΟΗEXCEL)

Σε εξίσου εντυπωσιακά συμπεράσματα θα μπορούσε κανείς να καταλήξει αν εξέταζε ποια θα ήταν η απόδοσή του αν είχε επενδύσει στον Ομιλο Σαράντη, στην ΕΕΕ, στην εταιρεία Κυριακίδης Μάρμαρα ή στον Ικτίνο ή σε εταιρείες που ναι μεν δεν έχουν κάνει μια εντυπωσιακή διαδρομή στο ταμπλό, αλλά μέσω μιας εξαιρετικής μερισματικής απόδοσης έχουν δώσει αξία στα χαρτοφυλάκια που τις προτίμησαν, όπως είναι οι μετοχές του ΟΠΑΠ ή του ΟΤΕ.

* Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Αποποίηση ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων.
Παρότι οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.