Πόσο πιθανό είναι ένα νέο μεγάλο ράλι στις αγορές

Πόσο πιθανό είναι ένα νέο μεγάλο ράλι στις αγορές

Μπορεί οι αβεβαιότητες και οι εστίες ανησυχίας να είναι πολλές, όμως τα πράγματα για τα χρηματιστήρια είναι ενδεχομένως λιγότερο πολύπλοκα απ' ότι νομίζουμε. Και αυτό γιατί τα «κουκιά», ήτοι τα γεγονότα που πρέπει να συμβούν για να αλλάξει το κλίμα, είναι μετρημένα.

Ο πληθωρισμός αποτελεί τον νούμερο ένα πονοκέφαλο για οικονομίες και αγορές, καθώς η ακρίβεια μόνο κακό κάνει. Από τα νοικοκυριά, τα οποία νιώθουν την κρίση σε κάθε τους δαπάνη και γίνεται κάθε μήνα δυσκολότερη η κάλυψη των αναγκών τους, πόσω μάλλον η αποταμίευση, έως τον κόσμο των επιχειρήσεων και των αγορών, όπου τα αυξημένα επιτόκια δυσκολεύουν τις επενδύσεις. Επομένως, η πρώτη εξέλιξη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα χρηματιστηριακό ράλι είναι η πτώση του πληθωρισμού.

Τα μαντάτα δεν είναι τόσο καλά σε αυτό το μέτωπο. Ενώ στην αμερικανική οικονομία αρχίζει να φαίνεται μία πρώτη αποκλιμάκωση του φαινομένου από το 9,1% του Ιουνίου που ήταν το υψηλότερο επίπεδο από το 1981 και την εποχή του Πολ Βόλκερ ο οποίος είχε αυξήσει τα επιτόκια στο 20% για να σκοτώσει την ακρίβεια, υπάρχει κίνδυνος να παραμείνει ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη, καθώς όλα θα κριθούν από τις εξελίξεις των επόμενων μηνών και τις ροές ρωσικού φυσικού αερίου, οι οποίες σήμερα έχουν διακοπεί επ' αόριστον.

Ένας άλλος παράγοντας που συντηρεί την αβεβαιότητα είναι η ενεργειακή κρίση, η οποία πλέον έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Με τη Ρωσία αποκλεισμένη και τα γεωπολιτικά παιχνίδια μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας να βρίσκονται σε πλήρη έξαρση, είναι πολύ δύσκολο να γίνει ασφαλής πρόβλεψη για το πότε θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν οι συνθήκες. Άλλοι το βλέπουν να συμβαίνει μέσα στην επόμενη τριετία και άλλοι προς το τέλος της δεκαετίας. Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο πλανήτης όσο και οι αγορές θα πρέπει μάλλον να μάθουν να ζουν με την ενεργειακή κρίση, ήτοι με υψηλότερες τιμές ενέργειας. Εκτός και αν συμβεί κάτι απίθανο – με τα σημερινά δεδομένα – και υπάρξει επαναπροσέγγιση της Ρωσίας με τη Δύση.

Ο τρίτος παράγοντας είναι η οικονομική δραστηριότητα, η οποία ωστόσο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους δύο προηγούμενους. Γι' αυτό το λόγο οι αγορές έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή στις κεντρικές τράπεζες και κυρίως στη Fed. Όσο πιο γρήγορα καταφέρει η Fed – αν τα καταφέρει – να θέσει υπό έλεγχο την ακρίβεια, τόσο πιο σύντομα θα ξεκινήσει μια νέα ανοδική πορεία. Ακόμη όμως κι έτσι, είναι δύσκολο να δούμε τα απίστευτα κέρδη του παρελθόντος, διότι πλέον οι αγορές γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι «μαύροι κύκνοι» δεν είναι τελικά και τόσο σπάνιοι και ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί το σκηνικό.

Θα θυμίσουμε λίγο τι κέρδη έδωσε η προηγούμενη bull market των παγκόσμιων αγορών. Στο μεγαλύτερο σε έκταση, ένταση και διάρκεια ράλι όλων των εποχών, ο κορυφαίος δείκτης στον κόσμο S&P 500 ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 2009 την πορεία του προς τα… αστέρια. Από τις 676 μονάδες κατάφερε να φτάσει στις 3 Ιανουαρίου του 2022 στις 4.796 μονάδες που σημαίνει ότι επταπλασιάστηκε σε αξία. Σε αυτά τα δεκατρία χρόνια είχε κάποια σκαμπανεβάσματα, όμως η μοναδική διόρθωση που ανησύχησε αναλυτές και επενδυτές είναι η τρέχουσα. Και αυτό γιατί για πρώτη φορά όλοι οι σημαντικοί χρηματιστηριακοί δείκτες έφτασαν να καταγράφουν απώλειες άνω του 20% από τα πρόσφατα ιστορικά τους υψηλά, εισερχόμενοι έτσι σε bear market.

Στις 4.067 μονάδες, που έκλεισε την Παρασκευή, ο S&P 500 βρίσκεται 15% χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό που σημείωσε στην πρώτη συνεδρίαση του 2022 αλλά και 11% υψηλότερα από το χαμηλό του Ιουνίου. Η επίδοση του κορυφαίου δείκτη της Wall στο α’ εξάμηνο του 2022 ήταν η χειρότερη για πρώτο εξάμηνο από το 1970. Και πάλι όμως, οι μετοχές σήμερα είναι 82% υψηλότερα από τα χαμηλά του Μαρτίου 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, και 20% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα. 

Πριν από λίγες ημέρες, πάντως, ο Μάικ Γουίλσον της Morgan Stanley, προέβλεψε ότι ο S&P 500 μπορεί να υποχωρήσει έως τις 3.400 μονάδες στο δ’ τρίμηνο, που συνεπάγεται πτώση 16% από τα τρέχοντα επίπεδα και πολύ χαμηλότερα από τις 3.666 μονάδες που ήταν το χαμηλό του Ιουνίου.