Πού οφείλεται η νευρικότητα στην αγορά ομολόγων
Shutterstock
Shutterstock

Πού οφείλεται η νευρικότητα στην αγορά ομολόγων

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου διαμορφώθηκε την Παρασκευή στο 4,1580%, σε απόσταση αναπνοής από το υψηλό 14 ετών του 4,231% στο οποίο σκαρφάλωσε τον περασμένο Οκτώβριο.

Τι μας δείχνει απλά και απέριττα η άνοδος της απόδοσης –άρα η πτώση της τιμής- του 10ετούς ομολόγου αναφοράς του αμερικανικού Δημοσίου; Ότι σε αντίθεση με την αισιοδοξία ενός μέρους της επενδυτικής κοινότητας ότι κάπου εδώ ο κύκλος σύσφιξης ολοκληρώνεται και είναι θέμα χρόνου η μείωση των επιτοκίων, η αγορά ομολόγων εκτιμά ότι η αμερικανική οικονομία θα πορευτεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα παρέα με τα υψηλά επιτόκια.

Βλέπετε, οι διαχειριστές έχουν μάθει να «αφουγράζονται» καλύτερα τις δηλώσεις των υπεύθυνων χάραξης νομισματικής πολιτικής και ως εκ τούτου είναι προετοιμασμένοι για το γεγονός ότι η αγορά ομολόγων θα συνεχίσει να παραμένει νευρική κάτω από το βάρος της οικονομικής αβεβαιότητας που απειλεί να αλλάξει την πορεία της Fed ανά πάσα στιγμή. 

Ας μην ξεχνάμε ότι οι αξιωματούχοι της Fed είναι πραγματικά διχασμένοι, με κάποιους να εκτιμούν ότι κάπου εδώ ολοκληρώνεται ο τρέχων κύκλος σύσφιξης και κάποιους να δηλώνουν ξεκάθαρα την ανησυχία τους ότι απαιτείται περισσότερη δουλειά σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής, καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να διατηρείται πάνω από τον στόχο του 2% παρά την πιο επιθετική σύσφιξη της τελευταίας 40ετίας. 

Τουτέστιν, ακόμα και αν έχουμε φτάσει το τελικό το επιτόκιο -η στήλη δίνει λίγες πιθανότητες σε αυτό το ενδεχόμενο- εντούτοις αυτό δε σημαίνει ότι η νομισματική χαλάρωση είναι προ των πυλών.

Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg, οι αναλυτές στρατηγικής της Barclays συνέστησαν στους πελάτες της βρετανικής πολυεθνικής να πουλήσουν αμερικανικά ομόλογα 2ετούς διάρκειας, με την προσδοκία ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά το επόμενο έτος, κόντρα στις εκτιμήσεις ότι η Fed θα ξεκινήσει τις μειώσεις επιτοκίων από τον Μάρτιο του 2024. 

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια παρατήρηση: Η άνοδος των μακροπρόθεσμων αποδόσεων οφείλεται σαφώς στο επιθετικό μήνυμα της Fed για την προσήλωση της στον στόχο του πληθωρισμού σε συνδυασμό με τις πρόσφατες ανησυχίες από τη νέα άνοδο των τιμών ενέργειας και τροφίμων. Όμως στην όλη εικόνα θα πρέπει να προσθέσουμε την αλλαγή της επενδυτικής διάθεσης όσον αφορά το γεγονός ότι πρόσφατα απομακρύνθηκε το σενάριο μιας σκληρής προσγείωσης των ΗΠΑ. 

Τι εννοούμε; Όσο η αγορά «έβλεπε» το ενδεχόμενο μιας σκληρής προσγείωσης είχε νόημα η διακράτηση ομολόγων μακράς διάρκειας ως μέσο προστασίας. Από τη στιγμή που οι αναλυτές εκτιμούν πλέον μια ήπια προσγείωση, πολλοί επενδυτές μείωσαν τις θέσεις τους στις μακροπρόθεσμες λήξεις.

Αυτή η σκέψη φάνηκε ξεκάθαρα τόσο από την αναστροφή της συμπεριφοράς των επενδυτών όσον αφορά τη διακράτηση των μακροπρόθεσμων ομολόγων, όσο και από το πρόσφατο ράλι της Wall,  που στα τέλη του Ιουλίου οδήγησε τον S&P500 στις 4607 μονάδες.

Έκτοτε όμως ο S&P500 έχει διορθώσει πέριξ του μέσου κινητού των 50 ημερών, κλείνοντας την Παρασκευή στις 4464 μονάδες, αφού προηγουμένως «ακούμπησε» σχεδόν τον 50άρη που βρίσκεται στις 4442 μονάδες.  Την ίδια στιγμή η απόδοση του 10ετούς του αμερικανικού δημοσίου είναι πάνω από το 4,15%, δηλαδή πιο πάνω από τα επίπεδα πέριξ του 3,9% έως 4%  που ήταν στις 27 Ιουλίου, όταν η μητέρα των αγορών κατέγραφε το υψηλό των 4607 μονάδων.

Θα θέλαμε να αναδείξουμε άλλη μια παρατήρηση, αυτή τη φορά από το Βloomberg: Ακόμη και με την απότομη άνοδο των επιτοκίων, η συνολική αγορά του αμερικανικού δημοσίου επέστρεψε μόλις 0,1% φέτος, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη!

Η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την αγορά είναι εμφανής, αν και προς το παρόν εκδηλώνεται σχετικά συγκρατημένα.  

Το ερχόμενο διάστημα όμως στο παζλ έρχονται να προστεθούν  οι νέες πωλήσεις χρέους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, ελέω των αυξανόμενων ελλειμμάτων.  

Υπενθυμίζουμε ότι το υπουργείο οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα βγει στις αγορές ομολόγων σύντομα, με στόχο να αντλήσει 103 δις δολάρια. 

Με χρέος 32,3 τρις δολαρίων και τεράστια ελλείμματα και μετά και την πρόσφατη υποβάθμιση της Fitch, θα έχει σίγουρα ενδιαφέρον να δούμε τα επιτόκια αναχρηματοδότησης το επόμενο διάστημα. 

Βλέπετε, όταν το χρέος σκαρφαλώνει σε τέτοια επίπεδα, ακόμη και μια μικρή αύξηση των επιτοκίων αναγκάζει το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να δανείζεται απλώς και μόνο για να καλύψει το κόστος εξυπηρέτησης του. 

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς λοιπόν του Υπουργείου Οικονομικών, φέτος θα δαπανήσει σχεδόν 1 τρις δολάρια μόνο για πληρωμές τόκων, έναντι λιγότερων από 600 δις δολάρια πριν από την πανδημία και  425 δις δολάρια το 2011, χρονιά κατά την οποία ο οίκος S&P υποβάθμισε την αξιολόγησή του για το αξιόχρεο των ΗΠΑ από το "ΑΑΑ” στο "ΑΑ+”. 

Όπως παρατηρεί και ο Μπιλ Άκμαν, όταν έχουμε νέες εκδόσεις χρέους σε περιβάλλον ποσοτικής σύσφιξης, αλλά και μέσω δομικών αλλαγών που οδηγούν σε υψηλότερα επίπεδα μακροπρόθεσμου πληθωρισμού - αποπαγκοσμιοποίηση, αυξημένες αμυντικές δαπάνες, κόστος πράσινης μετάβασης κ.ο.κ-  τότε είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς η αγορά θα απορροφήσει τόσο μεγάλες αυξήσεις στην προσφορά, χωρίς να υπάρξουν υψηλότερα επιτόκια.

Όπως γίνεται κατανοητό από όλα τα παραπάνω, η δημοσιοποίηση των πρακτικών της τελευταίας συνεδρίασης της Fed τον Ιούλιο αυτή την εβδομάδα, συγκεκριμένα στις 16 Αυγούστου, θα μελετηθεί λεπτομερώς από την επενδυτική κοινότητα, προκειμένου να εντοπιστούν οι ενδείξεις σχετικά με το πού βλέπουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να κινούνται τα επιτόκια έως τα τέλη του έτους και τυχόν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ τους. 

Όσον αφορά τώρα το τεχνικό διακύβευμα της εβδομάδας για τη Wall, αυτό είναι η διακράτηση των 4442 μονάδων από τον S&P500, συνθήκη που αν χαθεί δεν αποκλείεται να μας οδηγήσει στον μέσο κινητό των 90 ημερών, πέριξ των 4300 μονάδων.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.