Τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν με λεφτά και πέφτουν με χαρτιά

Τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν με λεφτά και πέφτουν με χαρτιά

Στις αγορές συνηθίζουμε να λέμε ότι «τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν με λεφτά και πέφτουν με χαρτιά». Και αυτή είναι η απλή αλήθεια που διέπει τους κανόνες των συναλλαγών στις χρηματιστηριακές αγορές απανταχού της γης. 

Στις ανοδικές κινήσεις απαιτείται να τοποθετηθούν κεφάλαια για την αγορά μετοχικών τίτλων, από την πλευρά των επενδυτών. Οι επενδυτές διαθέτουν το χρόνο τους, στο να μελετήσουν τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία των εταιρειών, να παρακολουθήσουν τη διαγραμματική πορεία των μετοχών, και να εκτιμήσουν τόσο το δυνητικό κέρδος, όσο τον βαθμό του ρίσκου σε κάθε κίνηση τους.

Και στο τέλος αφού νιώσουν σχετικά σίγουροι και ασφαλείς με την επιλογή τους, «αγοράζουν», μεταφέροντας κεφάλαια από τον ασφαλή τραπεζικό λογαριασμό τους, στη χρηματιστηριακή εταιρεία και στο σύστημα πληρωμών και εκκαθάρισης του χρηματιστηρίου. 

Τι διαθέτουν λοιπόν οι αγοραστές των μετοχών; Χρήμα και χρόνο.

Στον αντίποδα οι πτωτικές αγορές έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι επενδυτές αντί για λεφτά έχουν στα χέρια τους χαρτιά, δηλαδή μετοχές. Και τι δεν έχουν στη διάθεση τους; Χρόνο. Επομένως, τόσο η ψυχική τους διάθεση, όσο και ο τρόπος που σκέφτονται είναι εντελώς διαφορετικός. Ο αγοραστής πάντοτε αισθάνεται ότι έχει την πολυτέλεια του χρόνου και της ορθολογικής σκέψης.

Αντίθετα, όταν οι αγορές υποχωρούν, ο πωλητής θέλει να ρευστοποιήσει τις μετοχές του «χθες» και να απαλλαγεί από αυτές, χωρίς να το πολυσκέφτεται. Άντε στην καλύτερη των περιπτώσεων, να αποφασίσει να πωλήσει ταχύτερα τις μετοχές, στις οποίες καταγράφει τις υψηλότερες αποδόσεις.

Τι διαθέτουν λοιπόν οι πωλητές; Χαρτιά και καθόλου χρόνο.

Είναι και αυτά τα διαολεμένα μαθηματικά που δυσκολεύουν αρκετά τη διαχείριση των χρηματιστηριακών πτώσεων και τις προσπάθειες επαναφοράς των μετοχών, στα προηγούμενα επίπεδα τιμών. Σύμφωνα με την απλή αριθμητική των ποσοστών, μια μετοχή που έχει υποχωρήσει κατά -50% για να επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα της, δεν θα χρειαστεί να ανέβει μόνο κατά +50%, αλλά κατά +100%.

Για παράδειγμα, αν μια μετοχή πέσει από τα 12 ευρώ στα 6 ευρώ, θα έχει χάσει το 50% της αξίας της. Εάν αυξήσει την τιμή της κατά +50%, τότε θα πάει στα 9 ευρώ και όχι στα 12 ευρώ. Για να πάει εκ νέου στα 12 ευρώ θα πρέπει να παρουσιάσει άνοδο της τάξης του +100%.

Στη χρηματιστηριακή ιστορία έχουμε δει ακόμα πιο ακραία παραδείγματα. Η μετοχή της Enron το 2000 βρισκόταν στα $90,95 και το 2021 είχε υποχωρήσει στο $0,26 με καταγράφοντας ζημίες της τάξης του -99,7%. Και όμως, αν τότε η μετοχή ακολουθούσε την αντίστοιχη άνοδο του +99,7% θα έφτανε μόλις στα $0,52. Ενώ για να επιστρέψει στα $90,95 θα έπρεπε να εμφανίσει άνοδο της τάξης του 34.900%. Μιλάμε για απίστευτα πράγματα. Βέβαια, όπως όλοι θυμόμαστε η Enron τελικά πτώχευσε και βρέθηκε εκτός Wall Street.

Αφορμή για το άρθρο στάθηκε η δυσκολία επανόδου του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στα επίπεδα της 31ης Ιουλίου, πριν δηλαδή από την κρίση του sell off, που εξαφάνισε αρκετές λογιστικές υπεραξίες των επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Έτσι ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σήμερα στις 1423,05 μονάδες και -3,6% από τις 1476,25 μονάδες του κλεισίματος πριν από το sell off. Με την εκδήλωση του sell off ο ΓΔ του ΧΑ είχε υποχωρήσει μέχρι τις 1322, δηλαδή στο – 10,4%.

Η πτώση είναι εύκολη. Αρκεί μια οριακή έστω και πρόσκαιρη αλλαγή της ψυχολογίας και οι επενδυτές με ευκολία «πετούν τα χαρτιά τους από το παράθυρο». Δηλαδή ρευστοποιούν τις θέσεις τους. Οπότε το -10,4% ήρθε εύκολα σαν αποτέλεσμα. Ωστόσο η επάνοδος του Γενικού Δείκτη στις 1476,25 απαιτεί την είσοδο νέων κεφαλαίων στο σύστημα. Και εξ αυτού του λόγου, η προσπάθεια είναι πιο επίπονη και αργή.