Τα χρηματιστήρια «ανήκουν» στους τεχνολογικούς κολοσσούς
Shutterstock
Shutterstock

Τα χρηματιστήρια «ανήκουν» στους τεχνολογικούς κολοσσούς

Ήταν δυνατόν να σημειώνουν ιστορικά ρεκόρ οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία και ο τεχνολογικός δείκτης της Wall Street να μένει πίσω; Ο Nasdaq επιφύλασσε το καλύτερο για την τελευταία συνεδρίαση του Φεβρουαρίου. Έσπασε το ιστορικό υψηλό που κρατούσε από τις 19 Νοεμβρίου 2021 και έκανε μάλιστα ποδαρικό στον Μάρτιο με νέο ρεκόρ.

Πλέον μπορούμε να πούμε ότι τα παγκόσμια χρηματιστήρια «ανήκουν» στους τεχνολογικούς κολοσσούς. Διότι με τις αξίες των μετοχών να έχουν ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη, οι επιδόσεις των τεχνολογιών κολοσσών είναι αυτές που θα καθορίσουν την κατεύθυνση των αγορών τους επόμενους μήνες.

Το ράλι που ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ορμή κατά τη διάρκεια του πρώτου διμήνου του 2024. Χαρακτηρίζεται από ένα πολύ εντυπωσιακό στοιχείο που δείχνει ότι οι αγορές «αποδεσμεύονται» από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από τις εξελίξεις στο πεδίο της τεχνολογίας. Σύμφωνα με την Capital Economics, το 2023 ήταν το πέμπτο χειρότερο έτος για το παγκόσμιο εμπόριο από το μακρινό 1950. Κι όμως, οι αγορές αψήφησαν τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας και ακόμη περισσότερο τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τα υψηλά επιτόκια και κοίταξαν με τόλμη και… απληστία προς νέες κορυφές. 

Την ίδια ώρα, η αθροιστική αξία των Microsoft, Apple, Nvidia, Amazon, Google και Meta, έχει ξεπεράσει τα 12,6 τρισ. δολάρια, αποδεικνύοντας ότι το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας αφορά στο μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης. Οτιδήποτε συνδέεται με τις νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα με την γενετική τεχνητή νοημοσύνη έχει μεγάλη ζήτηση, σε σημείο που αναλυτές προειδοποιούν ότι δημιουργείται φούσκα που είναι φυσικό κάποια στιγμή να σκάσει. Το χρηματιστηριακό ράλι ξεκίνησε από τον Dow Jones, τη σκυτάλη πήρε ο S&P 500 και προχθές ήταν η μεγάλη στιγμή του Nasdaq. 

Ο Nasdaq σημείωσε το προηγούμενο ιστορικό υψηλό λίγους μήνες πριν η Fed αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια και το ξανακάνει λίγους μήνες πριν η Fed ξεκινήσει τις μειώσεις. Όμως ο βασικός καταλύτης δεν είναι ούτε ο πληθωρισμός, ούτε τα επιτόκια, αλλά η τεχνολογία. Οι επενδυτές ποντάρουν με μανία στην τεχνολογική επανάσταση που συντελείται, πιστεύοντας ότι είναι η αρχή μιας νέας εποχής. Με μία υποσημείωση όμως. Σε μεγάλο βαθμό, το ράλι που βλέπουμε συνεχίζει να τροφοδοτείται από τον φόβο πολλών επενδυτών ότι θα χάσουν την άνοδο, το γνωστό FOMO (Fear Of Missing Out) στην αργκό των αγορών. Και όταν αυτό συμβαίνει είναι πολύ πιθανό να σημειωθεί μία μεγάλη διόρθωση, πριν συνεχιστεί η ανοδική πορεία. 

Στο μέτωπο του πληθωρισμού, ο δείκτης δαπανών προσωπικής κατανάλωσης, ένας δείκτης που παίζει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις της Fed για τα επιτόκια, εξασθένησε στο 2,4% τον Ιανουάριο και σε ετήσια βάση. Ενώ η υποχώρηση του πληθωρισμού κάνει ευκολότερο το έργο της Fed, η ανθεκτικότητα της οικονομίας της επιτρέπει να διατηρήσει τα επιτόκια υψηλά για περισσότερο, μέχρι να είναι απολύτως βέβαιο ότι νικήθηκε ο πληθωρισμός. 

Σε κάθε περίπτωση τα επιτόκια θα αρχίσουν να μειώνονται κάποια στιγμή το καλοκαίρι. Βλέποντας όλα αυτά, οι επενδυτές θεωρούν ότι έχουν μπροστά τους μία περίοδο ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία θα συνοδευτεί από ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης γιατί το χρήμα θα γίνει πιο φθηνό. Γι’ αυτό και το κλίμα παραμένει… εορταστικό στις αγορές και αυξάνονται οι αναλυτές που πιστεύουν ότι παρά τις υψηλές αποτιμήσεις, το ράλι μπορεί να έχει διάρκεια. 

Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, είναι λογικό να εκφράζονται ανησυχίες για κινήσεις κατοχύρωσης κερδών μέσα στον Μάρτιο. Για όσους δίνουν βάση στα στατιστικά, η ιστορία δείχνει ότι οι μετοχές σημειώνουν μικτές επιδόσεις τον Μάρτιο, όταν το μήνα Φεβρουάριο ο S&P 500 ενισχύεται άνω του 4%, ενώ παραδοσιακά ο Μάρτιος δεν είναι μήνας εντυπωσιακών κερδών. Στο μεταξύ και σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Bespoke Investment Group στο MarketWatch, ο S&P 500 σημειώνει πολύ αδύναμες επιδόσεις τον Μάρτιο, όταν προέρχεται από ράλι το πρώτο δίμηνο. Σε εννέα αντίστοιχα παραδείγματα από το 1928 έως σήμερα, ο δείκτης έχει καταγράψει κατά μέσο όρο πτώση 2,87%.