Θα αγνοήσουν την ύφεση οι αγορές;
Shutterstock
Shutterstock
Χρηματιστήρια

Θα αγνοήσουν την ύφεση οι αγορές;

Για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση ο Γενικός δείκτης  του Χρηματιστηρίου Αθηνών, έκλεισε πάνω από τον σημαντικό κινητό μέσο όρο των 200 ημερών με κέρδη 0,67%, αλλά με το συνήθη χαμηλό όγκο συναλλαγών. Ο δείκτης βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στην αντίσταση των 880 μονάδων, αντιμετωπίζοντας με σχετική άνεση την επιφυλακτικότητα των επενδυτών, όχι μόνο των εγχώριων αλλά και των διεθνών.

Τα βλέμματα χθες βράδυ ήταν στραμμένα στη Fed, όπου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης. Πρόκειται για την έκτη αύξηση των επιτοκίων από το Μάρτιο με συνολική αύξηση 375 μονάδων βάσης, στο εύρος στόχου 3,75%-4%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2008.

Πολλοί εκ των αναλυτών θεωρούν ότι βρισκόμαστε  στο σημείο «pivot», που θα άνοιγε το δρόμο σε μια πιο ήπια στάση στη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, κάτι το οποίο θα φανεί στην επόμενη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου.

Στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου πάντως, ο Τζερόμ Πάουελ υποστήριξε ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα γύρω από το επίπεδο στο οποίο πρέπει να φτάσουν τα επιτόκια για να πέσει ο πληθωρισμός, υπογραμμίζοντας ότι «υπάρχει ακόμα δρόμος», τo  δε «τελικό επίπεδο» των επιτοκίων της Fed θα είναι υψηλότερο από αυτό που προβλεπόταν προηγουμένως. Είναι ακόμα πολύ νωρίς να μιλάει κανείς για «παύση» στις αυξήσεις επιτοκίων, επισήμανε.

Προβληματισμός για την ύφεση, αισιοδοξία για τις αγορές

Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει ενδιαφέρον το επενδυτικό κλίμα και διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα δεδομένου ότι πολλοί αναμένουν την ύφεση προσπαθώντας ταυτόχρονα να φανταστούν την αντίδραση των αγορών το επόμενο διάστημα, δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες αγορές βρίσκονται ήδη σε bear market.

Μια  έκθεση για το επενδυτικό κλίμα της UBS αποτυπώνει τις αντιφατικές προσδοκίες επενδυτών υψηλού πλούτου, καθώς αφενός μεν ο φόβος για επερχόμενη ύφεση έχει σκαρφαλώσει στο 54% εξ αυτών, αλλά αφετέρου το 59%  είναι αισιόδοξοι για το επόμενο διάστημα, όσον αφορά στις χρηματιστηριακές αγορές. 

Βασικοί λόγοι της αισιοδοξίας είναι η  ισχυρή ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες,  τα ισχυρά εταιρικά κέρδη αλλά και η επιστροφή στην κανονικότητα μετά την πανδημία.
Μεγάλο ποσοστό ( 62%) αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί περαιτέρω, ενώ ακόμα μεγαλύτερο ( 69%) πιστεύει ότι θα συνεχιστεί και το 2023 η αύξηση των επιτοκίων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πιο αισιόδοξοι για τις προοπτικές της οικονομίας τους είναι ο Ευρωπαίοι, ενώ οι Αμερικάνοι  πιστεύουν ότι  επίκειται ύφεση ( 63%). 

Ελλάδα, προοπτικές και ανησυχίες

Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, οι προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας, θα αποτυπωθούν και στο Χρηματιστήριο, με χρονικά ορόσημα τις επερχόμενες εκλογές, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας  και το κλείσιμο της φετινής χρονιάς σε βασικούς αριθμοδείκτες.

Οπωσδήποτε πιθανή επιβράδυνση των οικονομιών της Ευρώπης, θα μειώσει τη ζήτηση από το εξωτερικό και στα προϊόντα και στις υπηρεσίες, πρωτίστως δε στον Τουρισμό, προκαλώντας εμπόδια στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, αλλά από την άλλη το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ μπορούν να προσδώσουν δυναμική στο ΑΕΠ ισορροπώντας πιθανές αρνητικές επιπτώσεις.

Ο  υψηλός πληθωρισμός επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας και η επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στο αναπτυξιακό ελληνικό αφήγημα.

Η μεταρρυθμιστική ανάγκη στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, του φορολογικού συστήματος και κυρίως η επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, που συχνά σχετίζεται άμεσα με τις αναπτυξιακές προοπτικές, είναι αδήριτη. 

Η Ελλάδα όμως έχει να παρουσιάσει σημαντικούς παράγοντες που θα επιδράσουν και στη χρηματιστηριακή αγορά , όπως ο ρυθμός Ανάπτυξης του ΑΕΠ όπου ο μέσος όρος των εκτιμήσεων μεγάλων Οίκων και Οργανισμών για το 2022 συγκλίνει προς το 5,5-6% αναθεωρώντας τις προηγούμενες εκτιμήσεις,  αλλά και στην αποκλιμάκωση του Δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ με συνέπεια από το 193,3% του 2021, να επιτευχθεί ο στόχος του 161,6% στα τέλη του 2023.

Η ορθή πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού και διατήρηση του πρωτογενούς ελλείμματος  σε χαμηλά επίπεδα, καθώς και η μείωση της ανεργίας είναι δύο ακόμα στοιχεία- αντίδοτο στις σοβαρές προκλήσεις της ανόδου των επιτοκίων, που επηρεάζουν ιδιαίτερα τις μεγάλες Οικονομίες με τις οποίες είμαστε συνδεδεμένοι. 

Εν κατακλείδι, το κατά πόσον και η δική μας αγορά θα μπορέσει να «αγνοήσει» τις υφεσιακές ανησυχίες, εξαρτάται πρωτίστως από όλους εκείνους τους παράγοντες που μας οδήγησαν ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα. Με την διαφορά ότι το τελικό βήμα είναι το πιο δύσκολο. Από την άλλη, τα χρηματιστήρια προεξοφλούν κάποιους μήνες νωρίτερα  τόσο σημαντικά ορόσημα.