Wall Street: Δύο οι προκλήσεις για τα εταιρικά κέρδη

Wall Street: Δύο οι προκλήσεις για τα εταιρικά κέρδη

Μπορεί μέσα στην εβδομάδα αρκετοί δείκτες να έδωσαν νέα ιστορικά υψηλά, τροφοδοτούμενοι από ένα θετικό ισοζύγιο εντυπωσιακών εταιρικών κερδών και μια οριακή μείωση του ρυθμού πληθωρισμού που αύξησε τις πιθανότητες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τη Fed τον Σεπτέμβριο, όμως εν τέλει είχαμε σημαντικές κατοχυρώσεις κερδών προς το τέλος της εβδομάδας σε ουκ ολίγους τίτλους.

Πιστεύουμε ότι η κατοχύρωση των κερδών εδράζεται σε δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι μια δεύτερη ανάγνωση των μακροοικονομικών ανακοινώσεων, με πρωταγωνιστή τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή σε σχέση με τις τιμές παραγωγού, τις τιμές των προϊόντων εισαγωγής και τις λιανικές πωλήσεις.

Τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ μπορεί να ανακούφισαν τους επενδυτές καθώς έβγαλαν την πιθανότητα βραχυπρόθεσμης αύξησης των επιτοκίων «εκτός τραπεζιού» και «άναψαν» τα στοιχήματα για πιθανή μείωση επιτοκίων από τη Fed τον Σεπτέμβριο, όμως την ίδια στιγμή υπέδειξαν διακριτικά ότι ο πληθωρισμός είναι απίθανο να επιστρέψει γρήγορα στον στόχο του 2%.Εξ’ου και οι δηλώσεις σε κλίμα «προσγείωσης» του ενθουσιασμού από αρκετούς αξιωματούχους της Fed.

Το πιο σημαντικό όταν εξετάζει κανείς τι συμβαίνει στα τμήματα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και του Δείκτη Τιμών Προσωπικών Καταναλωτικών Δαπανών, είναι ότι παραμένουν εξαιρετικά ανθεκτικοί και η βραδεία αποκλιμάκωση τους υποδεικνύει ότι έχουμε δρόμο μπροστά μας ακόμα και για την εμβολή του 3%, όχι του 2%.

Οι τιμές εισαγωγών, παραγωγού καθώς και μια πιο λεπτομερή ματιά στις λιανικές πωλήσεις είναι ενδεικτικές αυτής της σκληρής ανθεκτικότητας.

Γιατί ναι μεν η αγορά ανακουφίστηκε που οι λιανικές πωλήσεις παρέμειναν σταθερές, σε σύγκριση με την εκτίμηση για αύξηση 0,4%, κάτι που σημαίνει ότι οι καταναλωτικές δαπάνες στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αρχίζουν επιτέλους να χάνουν τη δυναμική τους, όμως υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση.

Στα αναλυτικά στοιχεία βλέπουμε ότι οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων αρχίζουν να καταγράφονται στην καταναλωτική συμπεριφορά, κυρίως όμως στους διακριτικούς τομείς. Αυτό σίγουρα όπως παρατηρούν και πολλοί αναλυτές θα κάνει τη δουλειά της Fed ευκολότερη, όμως τα χέρια του Πάουελ θα «λύνονταν» πραγματικά αν βλέπαμε αποκλιμάκωση και στα στοιχεία για τις υπηρεσίες ή τα ενοίκια.

Με αυτά τα δύο στοιχεία να επιμένουν, θα πρέπει να δούμε πολύ μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στους ρυθμούς αύξησης των τιμών των αγαθών αν δεν θέλουμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους να δούμε μια επανεπιτάχυνση στον πυρήνα ΔΤΚ.

Υπενθυμίζουμε ότι το κόστος στέγασης που προβληματίζει ιδιαίτερα τους αξιωματούχους της Fed αυξήθηκε κατά 0,4% σε μηναία βάση και κατά 5,5% σε ετήσια. Και τα δύο επίπεδα θεωρούνται ιδιαίτερα υψηλά.

Οι προβληματισμοί των αναλυτών και των αξιωματούχων της Fed είχαν ήδη πυροδοτηθεί από τα στοιχεία για τις τιμές παραγωγού- αυξήθηκαν κατά 0,5% τον Απρίλιο, σε σύγκριση με άνοδο 0,3% που περίμεναν οι αναλυτές και κατά 2,2% τους τελευταίους 12 μήνες ανεβάζοντας σαφώς ταχύτητα – και αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο μετά και από τα στοιχεία για τις τιμές εισαγωγών.

Οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν οι ΗΠΑ αυξήθηκαν τον Απρίλιο με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων δύο ετών.

Αν προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες των στοιχείων απογοητευόμαστε ακόμα περισσότερο, καθώς οι τιμές εισαγωγών αυξήθηκαν τον Απρίλιο για τέταρτο διαδοχικό μήνα, κατά 0,9% από το 0,6% του Μαρτίου.

Πρόκειται για έναν ρυθμό όχι απλά σημαντικά αυξημένο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, αλλά και τριπλάσιο από τις εκτιμήσεις της αγοράς. (σ.σ: Η μέση εκτίμηση των αναλυτών έκανε λόγο για αύξηση κατά 0,3%).

Εξίσου ανησυχητικό ήταν ότι οι αυξήσεις δεν περιορίστηκαν κατά βάση στην ενέργεια, αλλά αφορούσαν μια μεγάλη μερίδα εισαγόμενων αγαθών.

Επίσης προβληματική η εικόνα σε επίπεδο έτους. Μετά την πτωτική πορεία που ακολούθησαν οι τιμές εισαγωγών για 13 διαδοχικούς μήνες έως τις αρχές του 2024, οι τιμές εισαγωγών των ΗΠΑ ήταν αυξημένες κατά 1,1% τον Απρίλιο σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα. (σ.σ:To κόστος των αμερικανικών εξαγωγών εμφάνισε επίσης αύξηση αλλά με σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό, κατά 0,5% κοντά στη μέση εκτίμηση των αναλυτών που έβλεπαν αύξηση κατά 0,4%).

Tο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, η δεύτερη ανάγνωση των μακροοικονομικών στοιχείων της εβδομάδας προσθέτει περισσότερο προβληματισμό παρά ανακούφιση στην κοινότητα διαχειριστών και αναλυτών.

Αύξηση φορολογίας στο βάθος

Ο δεύτερος λόγος στον οποίο εδράζεται η κατοχύρωση κερδών από αρκετούς επενδυτές είναι η διαφαινόμενη αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ.

Η κορυφαία οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Τζο Μπάιντεν παρουσίασε πριν λίγες ημέρες τα σχέδια της αμερικανικής κυβέρνησης ενόψει της επικείμενης συζήτησης όσον αφορά τα τρισεκατομμύρια των φορολογικών ελαφρύνσεων που θέσπισε ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και πλησιάζουν την ημερομηνία λήξης τους.

Αρκετές διατάξεις από τον νόμο περί περικοπών φόρων –TCJA- του 2017 θα λήξουν μετά το 2025, εκτός και αν το Κογκρέσο αποφασίσει κάτι διαφορετικό.

Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν χαμηλότερους ομοσπονδιακούς φόρους εισοδήματος, υψηλότερες εκπτώσεις φόρων, μεγαλύτερες απαλλαγές φόρου περιουσίας και δωρεών αλλά και μείωση των εταιρικών φόρων από τον ανώτατο ομοσπονδιακό συντελεστή του 35% σε 21%.

Σύμφωνα όμως με όσα δήλωσε την Παρασκευή η Lael Brainard κατά τη διάρκεια ομιλίας στο The Hamilton Project στο Brookings Institution, η αμερικανική κυβέρνηση κατευθύνεται στον τερματισμό ενός μεγάλου μέρους των φορολογικών ελαφρύνσεων του 2017.

Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Είναι σαφές ότι πρέπει να τερματίσουμε τις φορολογικές ελαφρύνσεις του 2017 για τους εξαιρετικά πλούσιους και να περιορίσουμε τις δαπανηρές μόνιμες φορολογικές ελαφρύνσεις».

Η φορολογική μάχη πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων λοιπόν είναι προ το πυλών και θα διεξαχθεί μέσα σε ένα έντονα φορτισμένο κλίμα εν μέσω της συνεχιζόμενης συζήτησης για το εθνικό χρέος.

Αν και ο Τραμπ και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι πιέζουν για πλήρη παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων που λήγουν, η κύρια ανησυχία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα, είναι ότι μια παράταση των φορολογικών ελαφρύνσεων TCJA θα ενισχύσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά περίπου 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.

H εισαγωγή της Brainard στην ομιλία της θεωρούμε ότι σε δύο γραμμές τα είπε όλα:«Καθώς πλησιάζουμε τη φορολογική συζήτηση του επόμενου έτους, το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο για τη δικαιοσύνη του φορολογικού μας συστήματος και το δημοσιονομικό μέλλον του έθνους μας».

Η Σύμβουλος του Λευκού Οίκου συνέχισε την ομιλία της με τη δέσμευση του Μπάιντεν για «φορολογική δικαιοσύνη» κάτι που αποδεικνύεται από τον στόχο της κυβέρνησης να επεκτείνει τις διατάξεις TCJA που λήγουν για τους Αμερικανούς της μεσαίας τάξης.

Αυτές οι «επεκτάσεις» θα χρηματοδοτηθούν με την αύξηση των φόρων για τους εξαιρετικά πλούσιους και τις εταιρείες.

Η Brainard μάλιστα ήταν αυστηρή στην τοποθέτηση της εξηγώντας ότι η αρχική νομοθεσία ωφέλησε κυρίως τους πλουσιότερους Αμερικανούς και ότι ήρθε η ώρα για την επίτευξη ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος, για να τελειώσει την ομιλία της ως εξής: «Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να παρατείνουμε τις φορολογικές περικοπές Τραμπ που λήγουν για όσους έχουν εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων... Η κυβέρνηση θέλει επίσης να τετραπλασιάσει τον φόρο στις εξαγορές μετοχών και να προσθέσει έναν ελάχιστο φόρο εισοδήματος 25% για τους δισεκατομμυριούχους».

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.