Το χαρτί της Ελλάδας, η ρήξη με τη Δύση και το Ισλάμ
Shutterstock
Shutterstock

Το χαρτί της Ελλάδας, η ρήξη με τη Δύση και το Ισλάμ

Τα χαρτιά του προέδρου Ερντογάν καθ' οδόν προς τις εκλογές της 14ης Μαΐου είναι συγκεκριμένα και σε αυτή τη μάχη επιβίωσης για τον ίδιο τίποτα δεν αποκλείεται. Είναι μία κρίση με την Ελλάδα ένα χαρτί που θα προσδώσει στον Ερντογάν τα πολιτικά οφέλη που προσδοκά;

Σύμφωνα με μια ερμηνεία, ένα τέτοιο σενάριο θα επέτρεπε στον Τούρκο πρόεδρο να προχωρήσει σε μια στρατιωτική ενέργεια που θα βελτίωνε τη χαμηλή συσπείρωση της εκλογικής του βάσης, θα εγκλώβιζε την εσωτερική συζήτηση σε κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφάλειας και θα «δικαίωνε» το αφήγημα μιας Τουρκίας που αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα τους εχθρούς που θέλουν να την περικυκλώσουν και την «κακιά» Δύση.

Αλλά τα όρια και οι αντοχές της Δύσης αρχίζουν να εξαντλούνται με την Τουρκία, με κορωνίδα τη στάση της στο θέμα ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας, αλλά και την ένταση με την Ελλάδα. Η άποψη ότι η στάση της Τουρκίας προς τη Ρωσία και γενικά η στροφή της προς την Ανατολή, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά της εντός του ΝΑΤΟ καταλήγει να υπονομεύει τη συνοχή του, κερδίζει ακροατήριο.

Το δεύτερο χαρτί του Ερντογάν αφορά το Ισλάμ. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν εξέφραζε τον μη προνομιούχο, θρησκευόμενο και αγνοημένο από τη κεμαλική κοσμική ελίτ, Τούρκο πολίτη. Αυτό που κατόρθωσε ήταν να δώσει έκφραση σε αυτή την καταπιεσμένη πλειοψηφία της συντηρητικής ευσεβούς ισλαμικής Τουρκίας, να την εκπροσωπήσει και να την καταστήσει ηγεμονική.

Ο Ερντογάν ως εκφραστής των ισλαμικών κοινωνικών αξιών είναι ο πολιτικός και κοινωνικός ηγεμόνας της Τουρκίας. Το εξαργυρώνει συνεχώς τα τελευταία 20 χρόνια και τώρα κραδαίνοντας το «χαρτί» του Ισλάμ και της συντηρητικής Τουρκίας, με αφορμή το κάψιμο του Κορανίου, και την επιστροφή του Ισραήλ σε σκληρότερες πολιτικές, επιχειρεί να κινητοποιήσει μια αποσυσπειρωμένη βάση. Αποσυσπειρωμένη, εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας της Τουρκίας να συνεχίσει να παράγει πλούτο, όπως στο παρελθόν.

Το επόμενο διάστημα αυτή η στρατηγική που είναι ένα μείγμα εθνικισμού, σύγκρουσης με τη «κακιά» Δύση και άκρατου λαϊκισμού σε ένα ισλαμικό συντηρητικό πλαίσιο, θα αποτελέσει το βασικό εργαλείο του Ταγίπ Ερντογάν. Είναι αρκετό για να κερδίσει τις εκλογές; Αν και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μπορεί να χάσει στις εκλογές της 14ης Μαΐου, ίσως αυτή η στρατηγική να εξαντλεί τα όριά της.

Ο μέσος Τούρκος τον οποίο ο Ερντογάν οδήγησε όλα τα προηγούμενα χρόνια σε κάποιου είδους κοινωνική, οικονομική και πολιτική χειραφέτηση βλέπει ότι δεν υπάρχουν πλέον εκείνες οι προϋποθέσεις που συνέβαλαν στη βελτίωση της θέσης του. Επιπλέον, υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα νέων ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν έχουν μνήμες από την εποχή της κεμαλικής καταπίεσης.

Όσο για το συνασπισμό της αντιπολίτευσης είναι τόσο ετερόκλητος - σε αυτόν συνυπάρχουν τόσο το κεμαλικό και το εθνικιστικό κόμμα, όσο και το θρησκευτικό ισλαμικό στοιχείο - ώστε να απενοχοποιείται από το κεμαλικό της παρελθόν και να προσδοκά, δεδομένης της οικονομικής στασιμότητας, ότι μπορεί να εκπροσωπήσει την σύγχρονη Τουρκία μέσα από μια νέα κοινωνική εκλογική πλειοψηφία.

Τις τουρκικές εκλογές δεν θα τις κρίνει η επίκληση του Ισλάμ, παρά η οικονομία. Αν ίσχυε το πρώτο δεν θα είχε υποχωρήσει η δημοτικότητά του Ερντογάν, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατά ενωμένο αυτό το ακροατήριο. Μετέτρεψε την Αγιά Σοφιά σε τζαμί, επικαλείται συνεχώς την ευσέβεια του ιδίου και του τουρκικού λαού, έχει δηλαδή ένα απολύτως θρησκευτικό αφήγημα και παρ' όλα αυτά, εφόσον επικρατήσει, αυτό θα γίνει οριακά.

H επίκληση του Ισλάμ, της «κακιάς» Δύσης που έχει ως εργαλείο την Ελλάδα, είναι τα βασικά του χαρτιά μπροστά στην αδυναμία του στο πεδίο της οικονομίας. Αν και οι παροχές διαδέχονται η μια την άλλη και οι μισθοί έχουν αυξηθεί κατά 50%, τα επιπλέον χρήματα εξανεμίζονται μέσα σε ένα μήνα από τον τεράστιο πληθωρισμό, που επίσημα τρέχει με 65% και ανεπισήμως πάνω από 100%. Αυτό που θα βρει μπροστά της η αντιπολίτευση, εφόσον επικρατήσει στις εκλογές, θα είναι μια οικονομία που για να σταθεί στα πόδια της θα χρειάζεται δύο χρόνια λιτότητας. Η τουρκική οικονομία δεν θα πεθάνει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αυξάνονται οι ανισότητες και ότι ένα μεγάλο τμήμα της δεν θα φτάσει να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας.

* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ.