Eίναι προδιαγεγραμμένο το αδιέξοδο της πενταμερούς για το Κυπριακό;

Έχοντας λάβει το μήνυμα περί της ανάγκης «ευελιξίας» και «ετοιμότητας συμβιβασμών», που εξέπεμψε τις προάλλες ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών επισκεπτόμενος την Κυπριακή Δημοκρατία, υποθέτω ότι όλοι πλέον προετοιμάζονται για την πενταμερή συνδιάσκεψη για το Κυπριακό προεξοφλώντας ότι ο διεθνής παράγοντας θα πιέσει για επίσπευση της επανάληψης των διακοινοτικών συνομιλιών στην βάση μιας συνομοσπονδιακής μορφής λύσης του ζητήματος.

Ούτε δηλαδή λύση δυο ανεξάρτητων και ισότιμων κρατών, σαν κι αυτή που εμφανίζεται να αξιώνει η Τουρκία και η νέα τουρκοκυπριακή ηγεσία. Ούτε λύση Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) σαν κι αυτήν που προβλέπουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και μετά χιλίων παλινδρομιών έχει υιοθετήσει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και υποστηρίζουν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Τούτου δοθέντος, εάν η τουρκική και τουρκο-κυπριακή πλευρά επιμείνουν σε λύση δυο ξεχωριστών και ανεξαρτήτων κρατών, η πενταμερής θα οδηγηθεί σε ένα ακόμα αδιέξοδο με την Άγκυρα, όμως, να χάνει αυτή τη φορά το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών. Αντιστρόφως, εάν η ελληνοκυπριακή, με την συμπαράταξη της ελλαδικής, πλευρά επιμείνει σε λύση Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων, η πενταμερής και πάλι θα καταλήξει σε αδιέξοδο με την Τουρκία να αρνείται πλέον την φόρμουλα της ΔΔΟ και να προσπαθεί να πείσει τον ΓΓ του ΟΗΕ να μην της καταλογίσει στην έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας την παραμικρή ευθύνη για το ναυάγιο. Όπως ακριβώς, δηλαδή, έκανε επιτυχώς μετά το τελευταίο ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, απ' όπου ο Αντόνιο Γκουτέρες φαίνεται να έφυγε με την εντύπωση, εάν όχι την βεβαιότητα, ότι ήταν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης που τορπίλισε την τελευταία στιγμή μια καταρχήν συμφωνία με την οποία θα εξασφάλιζε επιπλέον και την επιστροφή επίμαχων εδαφών (Αμμόχωστος, Μόρφου κλπ) από τα κατεχόμενα και την σταδιακή αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.

Με την Τουρκία να έχει πλέον υπαναχωρήσει από τις τότε «παραχωρήσεις» της και να έχει ανοίξει επιπλέον το θέμα του εποικισμού των Βαρωσίων, το momentum της διευθέτησης του Κυπριακού στη βάση των συμφωνηθέντων το 2017 στο Κραν Μοντανά μοιάζει να έχει οριστικά χαθεί. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, η πενταμερής θα μπορούσε κάλιστα πράγματι να έχει μια πολύ γρήγορη θετική κατάληξη πιάνοντας το νήμα των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμεινε στο Κραν Μοντανά. Θα άνοιγε έτσι ο συντομότερος δρόμος προς το κλείσιμο μια εκκρεμότητας υψηλής σημασίας για την ειρήνη και την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου.

Πλην όμως τα διλήμματα που τίθενται τώρα είναι μεγάλα και κρίσιμα από κάθε άποψη.

Αν η ελληνοκυπριακή με την ελλαδική πλευρά επιμείνουν στην ΔΔΟ, κινδυνεύουν να χάσουν το blame game και να κατηγορηθούν ότι είναι αυτή ο αδιάλακτος και αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή.

Αν μπουν στην συζήτηση μιας συνομοσπονδιακής μορφής λύσης αφενός θα αναλάβουν το ρίσκο της έμμεσης νομιμοποίησης των τετελεσμένων που έχει δημιουργήσει η Τουρκία με την εισβολή του 1974 και με την παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ μετά το 2019, αφετέρου θα αφήσουν ανοιχτή την πόρτα στην οριστική διχοτόμηση του νησιού και στην πλήρη ταϊβανοποίησή του.

Έχουν παρέλθει οι εποχές που οι ελληνοκύπριοι πίστευαν ότι βρισκόντουσαν καβάλα στο άλογο και ότι το οικονομικό θαύμα που είχαν κάνει μετά τον Αττίλα θα τους επέτρεπε να αφομοιώσουν απροβλημάτιστα το σύνοικο στοιχείο του νησιού. Η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα μπορεί πια εύκολα να αποφύγει την αντιστροφή των όρων και να φινλανδοποιηθεί υπό το κράτος της τουρκικής επικυριαρχίας. Και η προσάρτηση στην Τουρκία της Βόρειας Κύπρου θα γίνει πιθανότατα ένα απλό ζήτημα χρόνου και πολιτικής μεθόδευσης.

Με ένα δημοψήφισμα σε ευθετότερο και καταλληλότερο χρόνο με τους γηγενείς τουρκοκύπριους διασπασμένους και τους τουρκογενείς εποίκους να αποτελούν κάποια στιγμή την πλειοψηφία του συνιστώντος τουρκοκυπριακού κράτους, δεν θα είναι καθόλου δύσκολο, όπως απέδειξαν και οι «προεδρικές εκλογές» του περασμένου Νοεμβρίου στα κατεχόμενα, για το τελευταίο να ζητήσει την αυτοδιάθεσή, να αποφανθεί υπέρ της ένωσης του με την «μητέρα πατρίδα» και να καταστήσει πραγματικότητα την «Γαλάζια Πατρίδα».

Κρίνοντας, άλλωστε, και από την πικρή πλευρά της αμερικανικής εμπειρίας, η λύση της συνομοσπονδίας εμπεριέχει πάντα το σπέρμα ενός εμφυλίου πολέμου. Είναι το κατεξοχήν σύνδρομό της. Και με τα ψυχολογικά και εθνοτικά ρήγματα που έχουν προκληθεί στην Κύπρο από το 1963 των συγκρούσεων μεταξύ ενόπλων εθνικιστικών ομάδων των δυο κοινοτήτων μέχρι το σήμερα των διαπληκτισμών με τα ανοίγματα και τα κλεισίματα των οδοφραγμάτων στην πράσινη γραμμή, το ενδεχόμενο της όξυνσης των συγκρουσιακών παθών σε περίπτωση ομοσπονδιακής λύσης του κυπριακού δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί.

Σε κάθε περίπτωση θα απαιτηθεί πολύς χρόνος και ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια για ξεπεραστούν οι φόβοι, οι φοβίες και οι αμφοτέρωθεν προκαταλήψεις για να ωριμάσουν οι προϋποθέσεις μιας βιώσιμης και λειτουργικής συνομοσπονδιακής επανίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο που αν η μεταξύ των δυο κοινοτήτων εμπιστοσύνη δεν αποκατασταθεί, δεν υπάρχει μάλλον περίπτωση το αδιέξοδο που έστω αποφεύγεται στην πενταμερή, δεν θα ξαναεμφανιστεί την επαύριο των δημοψηφισμάτων με τα οποία ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι θα κληθούν υποχρεωτικά να επικυρώσουν τα όσα συμφωνήσουν οι ηγεσίες τους.

Χωρίς την απόκτηση μιας συνομοσπονδιακής κουλτούρας είναι μάλλον απίθανο οι δυο κοινότητες να μην επιφυλάξουν στα μελλοντικά δημοψηφίσματα την τύχη που επεφύλαξαν στο αντίστοιχο του 2004 για το σχέδιο Ανάν. Όμως η απόκτηση συνομοσπονδιακής κουλτούρας δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί χωρίς προηγουμένως να έχουν αποκατασταθεί σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Ιδιαίτερα τώρα που τα ποσοστά των τουρκοκυπρίων που μάχονται υπέρ μιας αυτόνομης σε σχέση με την Τουρκία πορείας της Βόρειας Κύπρου δεν ξεπερνούν το 1/3 των πολιτών της. Που σημαίνει ότι μια Ενδιάμεση Συμφωνία για τους όρους μετάβασης από το σημερινό καθεστώς στο οριστικό συνομοσπονδιακό ή ομοσπονδιακό μελλοντικό είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία ως μέσο επίτευξης μια εξελικτικής προσέγγισης του στόχου της επανένωσης του νησιού, έστω και με την προβληματικότερη μορφή της που είναι η συνομοσπονδία.

Το ίδιο, άλλωστε, κατά μείζονα λόγο θα πρέπει να ισχύσει και στην λιγότερο πιθανή περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη συναποφασίσουν να επανέλθουν στην αναζήτησή μιας λύσης τύπου ΔΔΟ.

Αν η μεθοδολογία αυτή είχε υιοθετηθεί στο Κραν Μοντανά, ίσως θα είχε αποφευχθεί το ναυάγιο που πήγε πίσω τις διακοινοτικές συνομιλίες και άφησε ένα διαπραγματευτικό κενό επιτρέποντας στην Τουρκία να κλιμακώσει ανεμπόδιστη την επιθετικότητα της και να δημιουργήσει τετελεσμένα που πιθανότατα αποδειχθούν μη αναστρέψιμα. Και το χειρότερο από τα μη αναστρέψιμα ίσως αποδειχθεί ότι ήταν η εκλογή μιας τουρκοκυπριακής ηγεσίας-τοποτηρητή των τουρκικών συμφερόντων στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου.

Μήπως μετά της πρωτοφανούς προκλητικότητας χθεσινές δηλώσεις του Ερντογάν περί αποκλεισμού κάθε συζήτησης εκτός εκείνης που θα αφορά στην λύση των δυο Κρατών, θα πρέπει Λευκωσία και Αθήνα να επικεντρώσουν την στρατηγική τους στην προώθηση μιας ατζέντας για μια Ενδιάμεση Συμφωνία ως της μοναδικής επιλογής που μπορεί να αποτρέψει το αδιέξοδο στην πενταμερή χωρίς να αφήνει περιθώριο στην Τουρκία για οποιοδήποτε παιχνίδι επίρριψης ευθυνών σε βάρος τους;

Μια τέτοια επιλογή θα σημάνει βέβαια πολύ σκληρό παζάρι, παράταση της εκκρεμότητας του κυπριακού και χάραξη ενός οδικού χάρτη για την εφαρμογή ενδιάμεσων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Μόνον έτσι όμως δεν θα δημιουργηθεί και πάλι ένα διαπραγματευτικό κενό που και πάλι η Άγκυρα θα σπεύσει να πληρώσει με νέα τετελεσμένα.

Τι είδους μπορεί να είναι αυτά τα μέτρα ας το δούμε στην αυριανή στήλη. Προς το παρόν ας σκεφθούμε μήπως είναι προτιμότερο να αποφευχθεί με την συζήτηση επί της εφαρμογής τους το αδιέξοδο στην πενταμερή παρά να ανοίξει μιαν ώρα αρχύτερα ο δρόμος για την διχοτόμηση και την ταϊβανοποίησης της Κύπρου;