Εθνική Ελλάδος, γεια σου

Εθνική Ελλάδος, γεια σου

Tου Κυριάκου Αθανασιάδη

Λοιπόν, ας ευγνωμονούμε τον αθλητισμό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο, ένα κάποιο σύνολο ανθρώπων ή και έναν ολόκληρο λαό να ξεχνούν τα προβλήματά τους, να παραβλέπουν τη μιζέρια της καθημερινότητας, να θάβουν κάθε αρνητικό συναίσθημα κάτω από τον ενθουσιασμό, το γέλιο και τα λαμπερά μάτια τους, να γεμίζουν χαρά, να αγάλλονται, να πλημμυρίζουν ευφροσύνη.

Αλλά και να εκτονώνονται, να χαμογελούν πλατιά, καθαρά, σαν παιδιά, και, με ένα ψυχολογικό τρικ τρομερά ανθεκτικό στον χρόνο, να αισιοδοξούν, να βλέπουν με άλλο μάτι και άλλον αέρα τον εαυτό τους, τον περίγυρό τους — ακόμη-ακόμη και την ίδια τους τη χώρα: το μέλλον της, δηλαδή την πορεία της στον χρόνο, που δεν μπορεί βέβαια, μετά από μια τέτοια νίκη, παρά να είναι λαμπρή.

Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο σε οποιονδήποτε άλλο τομέα του επιστητού. Εκατό μεταφράσεις ημεδαπών μυθιστορημάτων στην ξένη δεν μπορούν να έχουν το ίδιο βάρος με ένα γκολ στις καθυστερήσεις ή με τον νικητήριο πόντο στο τελευταίο σετ.

Ξεπερνώντας εύκολα τις απλές αφηγήσεις, οι νίκες των αθλητών που υποστηρίζουμε στα γήπεδα, στους στίβους, στα κλειστά γυμναστήρια, ή οπουδήποτε αλλού προβλέπεται από την επινοητικότητα του ανθρώπου, έχουν την εγγενή ιδιότητα να προσφέρουν τόνους ευφροσύνης εκεί που πριν υπήρχε κατήφεια, να χαρίζουν ελπίδα μέσα στην πιο μαύρη ώρα, να απλώνουν μπροστά μας μία εικόνα θριάμβων και διαρκούς κατίσχυσης επί του κακού — κάθε κακού: ακόμη, ή κυρίως, και επί του κακού μας «εγώ».

Να απλώνουν μάλιστα μία τρισδιάστατη εικόνα που πάντα θα εμπεριέχει και εμάς μέσα της, σε μια γωνιά, ή επιτέλους ένα κομμάτι μας, μία εικόνα που, μεγεθυμένη και απλωμένη εντέλει και στον χρόνο, μπορεί να συμπεριλάβει ακόμη και τα παιδιά μας, ταξιδεύοντάς μας έτσι στο μέλλον.

Για ένα διάστημα μετά τον θρίαμβο, όλα είναι πιθανά. Η νίκη των αθλητών που υποστηρίζουμε φύσει (αν είναι ομοεθνείς) ή θέσει (αν είναι της ομάδας μας) δεν είναι ξεκομμένη από εμάς — αντίθετα, είναι η συνεκδοχή του εαυτού μας.

Μικρογραφία μάχης, με τις φανέλες να παίζουν τον ρόλο της στρατιωτικής στολής και την μπάλα, το κοντάρι ή τη ρακέτα να φέρουν ευδιάκριτα αποτυπώματα πολεμικής εξάρτυσης και ατομικού οπλισμού, με το εθνόσημο στην περιβολή της εθνικής ομάδας ή το σήμα του αθλητικού σωματείου στο μέρος της καρδιάς των αθλητών δίκην σημαίας του έθνους, ή δίκην λαβάρου ή θυρεού του δικού μας βασιλείου, το αθλητικό παιχνίδι, παρά τις λελογισμένες συμβάσεις και τους αυστηρούς κανόνες του, παρά την απουσία αίματος, θυμάτων και αιχμαλώτων, είναι πόλεμος, και είναι ο μόνος πόλεμος που επιθυμούμε πια, ένας πόλεμος που μπορεί να επαναλαμβάνεται διαρκώς, κυκλικά, βδομάδα την εβδομάδα, χρόνο τον χρόνο ή στην πιο περήφανη περίπτωση ανά τετραετία, κομψός και μεγαλειώδης: μία ατέρμων, σπειροειδής εκστρατεία που δύναται να προσφέρει σωρούς λαφύρων, έστω και φαντασιακών. Ποιος είπε ότι η επαυξημένη ψυχική πραγματικότητα δεν είναι εξίσου χειροπιαστή με τη χθόνια;

Γι' αυτό μη μας ακούτε εμάς που μισούμε —και, ω του προδοτικού θαύματος, δεν υποστηρίζουμε καν— τις εθνικές μας ομάδες, μη μας δίνετε σημασία που δεν ξεχωρίζουμε τους Έλληνες αθλητές (που νικούν) από τους άλλους μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να είναι Έλληνες, μη μας ξεσυνερίζεστε όταν εκφράζουμε τους φόβους μας ακριβώς για τις νίκες και τις επιτυχίες τους και τον διαστρεβλωτικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν, και συχνά έχουν, ή για την πονηρή, ύποπτη, αισχρή χρησιμοποίησή τους από τις κυβερνήσεις και τους πολιτικάντηδες, μη χολοσκάτε όταν φωνάζουμε πως έτσι ποτίζεται ο εθνικισμός, πως με την επίκληση του εθνικού DNA (σημ.: δεν υπάρχει εθνικό DNA) ρίχνουμε νερό στον βρομιάρη μύλο των φασιστών, πως εξαίροντας το μεγαλείο και τη διαφορά της ελληνικής ψυχής (σημ.: δεν υπάρχει ελληνική ψυχή, ούτε τουρκική, ούτε γερμανική, ούτε αμερικάνικη, ούτε κογκολέζικη) έναντι των υπολοίπων λέμε απλώς αδιανόητες αρλούμπες, και πως οι αρλούμπες αυτές τείνουν να ακριβύνουν το ψωμί, και πως εντέλει πράγματι το ακριβαίνουν — και πως στην τελική μόνο αυτό, το ψωμί, έχει σημασία, όπως πάντα φτάνει η ώρα για να το καταλάβουν όλοι.

Μη μας ακούτε. Να χαίρεστε. Η ζωή είναι μικρή για να έχει μόνο ψωμί (o altra cosa).

Άλλωστε κι εμείς, όταν νικά η ομάδα μας στην μπάλα, σε ένα πρωταθληματάκι της συμφοράς, τα ίδια με εσάς πιστεύουμε, η ίδια ακριβώς εικόνα ξεδιπλώνεται μπροστά μας — μια εικόνα επαυξημένης ψυχικής πραγματικότητας που μέσα της, σε μια γωνιά της, υπάρχει επιτέλους κι ένα δικό μας κομμάτι: ο εαυτός μας νέος, ο εαυτός μας παιδί, ο εαυτός μας χωρίς να έχει πια ηττηθεί κατά κράτος.