Γιατί η ελβετική ωρολογοποιία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα
Τεχνολογία

Γιατί η ελβετική ωρολογοποιία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα

Η ανακοίνωση του κολοσσού της ωρολογοποιίας Swatch Group το περασμένο καλοκαίρι ότι σχεδιάζει περικοπές 2.400 θέσεων εργασίας και βάζει μαχαίρι στο δίκτυο των καταστημάτων της, ήρθε ως επιβεβαίωση της κρίσιμης καμπής που διανύει, συνολικότερα, ο κλάδος του ρολογιού.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη θεωρείται από τους ειδικούς ως μια από τις πλέον δραστικές περικοπές στην ιστορία της ελβετικής εταιρείας, η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά αδυνατεί να εμφανίσει κέρδη εξαιτίας της πανδημίας. 

Το όνομα Swatch δεν συνδέεται μόνο με το θρυλικό και προσιτό στην τιμή ρολόι αλλά με πολλές ακόμα εταιρείες τις οποίες στο πέρασμα των χρόνων έχει εξαγοράσει: Omega, Hamilton, Longines, Tissot είναι μερικά από τα «διαμάντια» στο στέμμα της αυτοκρατορίας του Νικόλας Χάγιεκ. 

Εδώ και καιρό όμως η Swatch και ο ευρύτερος κλάδος αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα τα οποία ο κορονοϊός έφερε με τον πλέον απότομο τρόπο στην επιφάνεια. Ο πλέον «θανάσιμος» εχθρός λέγεται  Apple Watch. Το προϊόν της αμερικανικής εταιρείας κατάφερε το 2019 να ξεπεράσει τις πωλήσεις ολόκληρης της ελβετικής ωρολογοποιίας, σε μια ένδειξη στροφής των καταναλωτών προς τις "έξυπνες" συσκευές εις βάρος των παραδοσιακών ρολογιών. 

Η εταιρεία ερευνών αγοράς Strategy Analytics εκτιμά ότι η Apple πώλησε ανά τον κόσμο 30,7 εκατ. Apple Watches το 2019, έναντι συνολικών πωλήσεων περίπου 21,1 εκατ. ρολογιών για την ωρολογοποιία της Ελβετίας.

Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο γύρω από τα βουνά Γιούρα της Ελβετίας όπου βρίσκονται πολλές εταιρίες αφού, τη δεκαετία του 1970, η ωρολογοποιία της χώρας βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της. 

Ειδικότερα, ενώ πρώτοι οι Ελβετοί το 1967 παρουσίασαν ένα μοντέλο ηλεκτρονικού ρολογιού χειρός στο Concours de Chronometrie of the Neuchatel Observatory (Ελβετία), σπάζοντας όλα τα ρεκόρ ακριβείας, οι ίδιοι απέρριψαν τη νέα αυτή τεχνολογία, σαν «πρόσκαιρο ενθουσιασμό», θεωρώντας τα ηλεκτρονικά ρολόγια αναξιόπιστα, απλοϊκά και κατώτερα των  δικών τους επιπέδων ποιότητας. Για το λόγο αυτό, συνέχισαν να βασίζονται στα μηχανικά τους ρολόγια στα οποία και εστίασαν τις ερευνητικές τους προσπάθειες, αφού σε αυτό το τμήμα της αγοράς οι παραδοσιακοί τεχνίτες τους διατηρούσαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. 

Σε λιγότερο από 10 χρόνια –από το 1977 έως το 1985– η αξία των εξαγωγών, σε ελβετικά φράγκα, μειώθηκε κατά το ήμισυ. Ο αριθμός των τεμαχίων ρολογιών που παράγονταν στην Ελβετία, ως ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής, είχε πέσει από το 43% στο 15% καθώς πρώτα οι Ιάπωνες και δευτερευόντως Ταϊβάνεζοι και Κορεάτες παρήγαγαν μαζικά ηλεκτρονικά ρολόγια.