Η δυναμική του συμβιβαστικού γαλλογερμανικού σχεδίου

Την περασμένη εβδομάδα, είχαμε γράψει ένα άρθρο με τίτλο «η κυβέρνηση, ο ESM και οι αγορές», που αφορούσε στην ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών χρηματοδότησης της χώρας, των οικονομικών παραμέτρων και των δυνητικών πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης. Μετά όμως και από την γαλλογερμανική πρόταση, εμφανίζεται πιθανότατα η τελική λύση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παράλληλα με τους ελιγμούς πάνω στην σκακιέρα με τα οικονομικά και πολιτικά τετράγωνα, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει και το αντιευρωπαϊκό μέτωπο Τσίπρα, Βαρουφάκη, Βελόπουλου. Ένα  μέτωπο συγκροτούμενο από ετερογενείς δυνάμεις, που συγκλίνουν στην προσπάθεια επαναδημιουργίας ενός κλίματος απόρριψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη συνείδηση των πολιτών. Δυστυχώς όμως για τους εμπνευστές αυτού του μετώπου, η ΕΕ φαίνεται πως δεν θα διαλυθεί και ούτε θα καταρρεύσει. Αλλά αντίθετα θα ξεπεράσει και αυτήν την κρίση, μέσω της υιοθέτησης ενός μεγάλου συμβιβασμού, που θα αφήσει πίσω του, ορισμένες πάγιες αγκυλώσεις που λειτουργούσαν ως ανάχωμα στην έκφραση μιας έμπρακτης και χειροπιαστής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

Ας δούμε πρώτα τα χαρακτηριστικά της γαλλογερμανικής πρότασης. Σύμφωνα με αυτήν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δανειστεί από τις αγορές 500 δισ. ευρώ. Εκδότης του δανείου θα είναι η Κομμισιόν, δηλαδή ένας κορυφαίος ευρωπαϊκός θεσμός και όχι ο ESM, ο οποίος είναι ένας διακρατικός θεσμός. Οι εγγυήσεις για αυτόν τον δανεισμό, θα προέρχονται από όλα τα κράτη - μέλη. Η διάρκεια του δανεισμού θα κυμαίνεται γύρω από τη 25ετία. Το δάνειο αυτό, δεν θα ονομάζεται ευρωομόλογο, για να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις εντός Γερμανίας. Ταυτόχρονα η Γερμανία αποδέχθηκε τα ποσά που θα δοθούν στα κράτη – μέλη, να μην έχουν την μορφή δανείων, αλλά την μορφή επιδοτήσεων, σπάζοντας έτσι το μέτωπο του Βορά, που έχει συσπειρωθεί γύρω από τις απόψεις της Ολλανδικής κυβέρνησης.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις που θα λάβουν τα κράτη – μέλη, δεν θα συνυπολογίζονται στο κρατικό χρέος. Με αποτέλεσμα να μην επιβαρυνθούν τα χαρακτηριστικά των δημοσίων οικονομικών τους. Και να αποφευχθεί να οδηγηθούν είτε σε αύξηση του κόστους χρήματος που αντλούν μέσω της έκδοσης ομολόγων, είτε σε υποβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης.

Είναι όμως τα 500 δισ. ευρώ, ένα επαρκές ποσό; Για να απαντηθεί το ερώτημα, θα πρέπει να φέρουμε στο μυαλό μας τα αντίστοιχα ποσά των ΗΠΑ. Το Κογκρέσο, έχει ήδη εγκρίνει μέχρι στιγμής πρόγραμμα $9 τρισ.

Ποιο είναι το ύψος του δανείου, το βάρος του οποίου θα επιμεριστεί στην Ελλάδα και ποιο το ύψος των επιχορηγήσεων που θα λάβει η χώρα μας; Η συμμετοχή στις υποχρεώσεις αποπληρωμής του χρέους θα κινηθούν, στα επίπεδα της συμμετοχής Ελλάδας στον κλασσικό προϋπολογισμό της ΕΕ. Εκείνο που δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο, είναι το αν οι επιδοτήσεις θα ακολουθήσουν τις νόρμες των κλασσικών πόρων που έρχονται στη χώρα μας από τη Ε.Ε. ή θα ακολουθήσουν στην κατανομή τους, το μέγεθος της οικονομικής κρίσης που αφήνει πίσω της η πανδημία σε κάθε κράτος – μέλος ξεχωριστά. Και στις δυο περιπτώσεις, η Ελλάδα θα είναι κερδισμένη.

Φυσικά και δεν έχουμε φτάσει στην τελική ευθεία και θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, διότι στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος. Μεγάλα θέματα, όπως είναι το είδος των προγραμμάτων και των δράσεων που θα επιδοτηθούν, το είδος και ο τρόπος των ελέγχων των χρηματορροών, η παρακολούθηση της εκτέλεσης των επιδοτούμενων δράσεων, μαζί με τις εγγυήσεις που θα ζητηθούν από κάθε κράτος –μέλος, μένουν να διευκρινισθούν. Και πρέπει να θυμόμαστε, ότι η πρόταση αυτή πρέπει να περάσει από όλα τα κοινοβούλια των κρατών – μελών της ΕΕ.

Ένα είναι σίγουρο. Ότι ο γαλλογερμανικός συμβιβασμός, μόνο θετική κατάληξη θα έχει για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα κόσμο, που μετά τον covid-19, θα αλλάξει διατάξεις και θα αναδιανείμει τους ρόλους, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας.

   

*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.