Ημέρα της γυναίκας: Γιορτή ή επέτειος;

Ημέρα της γυναίκας: Γιορτή ή επέτειος;

«Και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω» (από την γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα), είχε αναφέρει η Κασσιανή, εννοώντας φυσικά την Παναγία, διαφωνώντας με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, όταν αυτός της είπε ότι «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από την γυναίκα προέρχονται όλα τα δεινά), υπονοώντας βέβαια την Εύα. 

Ως γνωστόν η διαφωνία της Κασσιανής, της στοίχισε την θέση της ως συζύγου του αυτοκράτορα. Ωστόσο, η φράση της έχει σημαδέψει την Ιστορία ως μια πολιτική τοποθέτηση που έδωσε το έναυσμα στην γυναίκα να διεκδικήσει με σοβαρότητα αυτά που της αναλογούσαν.

Άλλωστε, η πορεία προς τη γυναικεία χειραφέτηση δεν υπήρξε ευθύγραμμη, πόσο δε μάλλον ομαλή, καθώς η θέση της γυναίκας μέχρι το 19ο αιώνα ήταν αρκετά υποδεέστερη του άνδρα. Κύρια αποστολή της μέχρι τότε ήταν η τεκνοποιία και η φροντίδα της οικίας και των νεώτερων μελών της οικογένειας, χωρίς αστικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Αποτελούσε περισσότερο ένα σεξουαλικό αντικείμενο και εμπόρευμα, παρά μια αυθύπαρκτη οντότητα, άξια σεβασμού και εκτίμησης.

Φεμινιστικό κίνημα

Ο φεμινισμός ως φιλοσοφία και κίνημα με την σύγχρονη έννοια αρχίζει να αναπτύσσεται στον Διαφωτισμό με στοχαστές όπως οι Λαίδη Mary Wortley Montagu και Μαρκήσιος de Condorcet, υπέρμαχοι της γυναικείας εκπαίδευσης. Η πρώτη επιστημονική κοινότητα για γυναίκες ιδρύεται στο Μίντελμπουρχ, μια πόλη στα νότια της Ολλανδικής Δημοκρατίας, το 1785. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, τίθεται επί τάπητος μια σύγχρονη προσέγγιση στο θέμα της χειραφέτησης των γυναικών. Οι επαναστάτες συγγραφείς αναγνωρίζοντας τη γυναίκα ως αναπόσπαστο και αυτόνομο μέρος της κοινωνίας, διεκδικούν γι’ αυτήν όλα τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, με το περίφημο «Τετράδιο των παραπόνων των γυναικών» (1789).

Μετά την Γαλλική Επανάσταση, η ιδέα του φεμινισμού αρχίζει να βρίσκει έδαφος και στην Αγγλία. Η Mary Wollstonecraft  γράφει το 1792 το βιβλίο «Διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας». Οι ιδέες από τις οποίες εμπνεόταν η Wollstonecraft  διαδίδονται κατά το μισό του 19ου αιώνα και  όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν πως οι γυναίκες υφίστανται άδικη μεταχείριση. Το φεμινιστικό κίνημα ριζώνεται έτσι στο προοδευτικό και ιδιαίτερα στο μεταρρυθμιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Για την ακρίβεια η συστηματική οργάνωσή του χρονολογείται από το πρώτο συνέδριο για τα δικαιώματα των γυναικών στο Seneka Falls, στη Νέα Υόρκη, το 1848.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1869, ο John Stuart Mill  εκδίδει το βιβλίο με τίτλο «Η Υποταγή των Γυναικών» στο οποίο απαιτεί πρακτική εξίσωση: είσοδο των γυναικών σε όλα τα επαγγέλματα, νομική, πολιτική, αλλά και εισοδηματική ισότητα. Πρόκειται φυσικά για τον πρώτο Άγγλο βουλευτή, ο οποίος παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο υπόμνημα για να αναγνωριστεί το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.

Στη συνέχεια το 1903, η Emmeline Pankhurst ιδρύει την «Πολιτική και Κοινωνική Ένωση Γυναικών», της οποίας τα μέλη ονομάζονται σουφραζέτες (από τη γαλλική λέξη suffrage, που σημαίνει ψήφος) και υιοθετούν ένα νέο σύστημα στην ιστορία του διεθνούς φεμινισμού: την ριζοσπαστικοποίηση. Μετά από πολλές αναταραχές, εμπρησμούς δημοσίων κτιρίων και φυλακίσεις, οι Αγγλίδες κατορθώνουν να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, το 1918. 

Ελλάδα

Στην πατρίδα μας, το φεμινιστικό κίνημα εμφανίζεται το 1868-1870, με τους αγώνες σπουδαίων προσωπικοτήτων όπως των Καλιρρόης Παρρέν και Αιμιλίας Κτενά. Σημαντικοί σταθμοί στην προσπάθεια αυτή αποτελούν τα έτη 1893 και 1894, όπου γράφονται στο Πανεπιστήμιο και Πολυτεχνείο της Αθήνας οι πρώτες φοιτήτριες, ενώ το 1912, ψηφίζεται ο νόμος «Περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων», με το οποίο επιτρέπεται στις γυναίκες να μπορούν να εργαστούν στο Δημόσιο.

Στις 5 Φεβρουαρίου το 1930 εκδίδεται το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο οι Ελληνίδες αποκτούν δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές.

Για πρώτη φορά όμως ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες υπόψιν, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439.

Η πλήρης κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών ψηφίστηκε στις 28 Μαΐου του 1952, χωρίς όμως τελικά να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα («Ελληνικός Συναγερμός»), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δυο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.

Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας μέχρις ότου καταφέρουν οι Ελληνίδες να φτάσουν στην κάλπη, έχοντας κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 1956, με τη Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και τη Βάσω Θανασέκου της «Δημοκρατικής Ένωσης» να εισέρχονται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα-υπουργός, καθώς ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα, στην Κέρκυρα. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες.

Το  γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του όμως, όταν στο Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνεται η ισότητα ανδρών και γυναικών. To 1982, η Ελλάδα υπογράφει τη Διεθνή Σύμβαση για την Ισότητα των Φύλων και το 1983 με το ν.1329 αλλάζει το οικογενειακό δίκαιο και προσαρμόζεται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων. 

Στις 19 Μαρτίου του 2004 εκλέγεται για πρώτη φορά Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, η Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2020, είναι επίσης η πρώτη γυναίκα που καταλαμβάνει το αξίωμα του Πρόεδρου της Ακαδημίας Αθηνών. Φυσικά το 2020 έχουμε κι άλλες πρωτιές για τις Ελληνίδες, αφού στις 22 Ιανουαρίου του ιδίου έτους εκλέγεται η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αξίζει να σημειωθεί πως η ίδια αποτέλεσε και τη πρώτη γυναίκα που έγινε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Οκτώβριο του 2018. Σημειώνεται πως λίγους μήνες νωρίτερα το ίδιο έτος η χώρα μας επικύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, ή Σύμβαση Κωνσταντινούπολης.

Αντίστοιχα τον Δεκέμβριο του 2020 εκλέγεται η Μαριαλένα Τσίρλη, πρώτη γυναίκα επικεφαλής της Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία μάλιστα υποστηρίζει στο Liberal.gr πως «οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις έρχονται αντιμέτωπες με στερεότυπα: η ήπια, συναινετική προσέγγιση των θεμάτων θεωρείται έλλειψη πυγμής, ενώ η δυναμική προσέγγισή τους ένδειξη επιθετικότητας και προσπάθεια μίμησης της ανδρικής συμπεριφοράς» και ως εκ τούτου είναι απολύτως συνειδητοποιημένη ότι από τη θέση της επικεφαλής της Γραμματείας του ΕΔΔΑ δεν έχει μπροστά της έναν περίπατο, αλλά έναν δύσκολο δρόμο με πολλές προκλήσεις.

Προκλήσεις

Τελικά που ακριβώς βρισκόμαστε όσον αφορά την ισότητα των φύλων στη χώρα μας; Πώς ακριβώς οριοθετείται και υπολογίζεται αυτή; Τα στοιχεία που πρόκειται να παραθέσουμε είναι ενδεικτικά στο ότι ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, εντούτοις υπάρχουν πολλά, για την ακρίβεια πάρα πολλά, που πρέπει ακόμα να γίνουν. Οι διεθνείς δείκτες δεν αφήνουν περιθώρια για κάτι διαφορετικό.

Συγκεκριμένα ο αριθμός των γυναικών βουλευτών αυξήθηκε σημαντικά με την πάροδο των χρόνων κι έτσι στη Βουλή του 2019 ανάμεσα στους 300 βουλευτές που συγκροτούν το ελληνικό κοινοβούλιο, οι 62 είναι γυναίκες. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες αποτελούν το 20,6% της σύνθεσης της νέας Βουλής.

Αξίζει να επισημανθεί, πως τον Μάρτιο 2019, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας που δόθηκαν στη δημοσιότητα, το ποσοστό της Ελλάδας σχετικά με τις γυναίκες που βρίσκονταν στην ελληνική βουλή, ήταν 18,3%. Συγκεκριμένα, στο ελληνικό κοινοβούλιο γυναίκες είναι το 14,5% των βουλευτών που εκλέγονται με τη ΝΔ, το 27% των βουλευτών που εκλέγονται με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 18% όσων εκλέγονται με το ΚΙΝΑΛ, το 33% όσων εκλέγονται με το ΚΚΕ, το 30% όσων εκλέγονται με την Ελληνική Λύση και το 44,5% όσων εκλέγονται με το Μέρα25.

Αντιστοίχως, σύμφωνα με το 21ο Ενημερωτικό Σημείωμα του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (ΓΓΟΠΙΦ) στις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, από τον συνολικό αριθμό των 21 εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που αναλογούν στην Ελλάδα, μονάχα 5 καλύφθηκαν από γυναίκες (ποσοστό περίπου 23,8%).

Στις δε Περιφερειακές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2019, μονάχα σε 1 από τις 13 Περιφέρειες εξελέγη γυναίκα Περιφερειάρχης, ενώ στις Δημοτικές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2019, από τους 332 Δήμους της ελληνικής επικράτειας, μόνο σε 19 εξελέγησαν γυναίκες Δήμαρχοι (ποσοστό περίπου 5,7%). Σημειώνεται ότι 3 από τις γυναίκες που αναδείχθηκαν στο δημαρχιακό αξίωμα εντοπίζονται στην περιοχή των Κυκλάδων (συγκεκριμένα στους Δήμους Κέας, Σίφνου και Φολεγάνδρου).

Σίγουρα ως κοινωνία έχουμε διανύσει απόσταση σε σχέση με το παρελθόν και αποτελεί κοινή παραδοχή ότι έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές θετικές αλλαγές και η θέση των γυναικών έχει βελτιωθεί. Το τελευταίο διάστημα άλλωστε έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας πολλά θετικά όσον αφορά το ποσοστό γυναικών που βρίσκονται σε ανώτερες διοικητικές θέσεις στις επιχειρήσεις για παράδειγμα.

Ενδεικτικά, αναφέρω, την παγκόσμια έρευνα της Grant Thornton «Women in Business: A window of opportunity» για το 2021, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα, το ποσοστό των γυναικών που βρίσκονται σε ανώτερες διοικητικές θέσεις κατέγραψε «άλμα» κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2021, στο 33% έναντι 24% το 2020. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας βρίσκεται πλέον πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 31%. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν απασχολούν καμία γυναίκα σε ανώτερη διοικητική θέση υποχώρησε στο 13% έναντι 24% το προηγούμενο έτος.

Στον αντίποδα, προβληματισμό εξακολουθεί να προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που δεν προβαίνει σε ενέργειες για τη βελτίωση των ίσων ευκαιριών των δύο φύλων στις ανώτερες διοικητικές θέσεις υποχώρησε στο 53% το 2020 έναντι 62% το 2019, παραμένει, γενικότερα, πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο (18%).

Επίσης, στην Έκθεση 2020 για τον Δείκτη του παγκόσμιου έμφυλου χάσματος (Global Gender Gap Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum –WEF), η χώρα μας σε σύνολο 153 κρατών καταλαμβάνει την 84η θέση. Συγκεκριμένα βρισκόμαστε:

->στην Οικονομία στην 76η θέση

->στην Εκπαίδευση στην 69η

->στην Υγεία στην 100η

-> στην Πολιτική στην 87η

Στα θετικά  είναι ότι η χώρα μας συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των 21 χωρών με γυναικεία συμμετοχή στα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων της τάξης άνω του ενός δεκάτου (1/10) και με ποσοστό 11,3%.

Παράλληλα, η  Ελλάδα, με βαθμολογία 51,2, κατατάσσεται τελευταία  στον Δείκτη Ισότητας των Φύλων για το 2020 στην ΕΕ των 27 του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων – EIGE.  Να σημειωθεί πως μέχρι και το 2019  η χώρα δεν παρείχε στοιχεία, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, σχετικά με γυναίκες θύματα εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας από στενό εταίρο ή μέλος της οικογένειας.

Κοινώς, παρατηρείται κάποια πρόοδος όσον αφορά το επιχειρείν -αν και εξακολουθούμε να είμαστε από τους τελευταίους (20η θέση στους 27)) στην Ε.Ε. στο ποσοστό γυναικών-μελών στα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην Ένωση- όμως στα υπόλοιπα και ιδίως στο πεδίο της πολιτικής εκπροσώπησης και ενασχόλησης, υστερούμε τραγικά.

Έχουμε λοιπόν αρκετό και ανηφορικό υπόψιν δρόμο μπροστά μας να διανύσουμε.

Καλή και χρήσιμη λοιπόν η συζήτηση περί ισότητας των δυο φύλων, αρκεί να μην περιορίζεται μόνο στις επιχειρήσεις και τα εργατικά δικαιώματα. Κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε και για την πολιτική διαδικασία και πως αυτή δεν έχει ενσωματώσει δυστυχώς τις γυναίκες στη χώρα μας όπως και όσο θα έπρεπε.

Όπως ορθώς επισήμανε προσφάτως ο Γ.Γ.  του ΟΗΕ Α. Γκουτέρες «…Η ισότητα των φύλων είναι κατά κύριο λόγο ζήτημα ισχύος…. Είναι ώρα να σταματήσουμε να προσπαθούμε να αλλάξουμε τις γυναίκες και να αρχίσουμε να αλλάζουμε τα συστήματα που τις εμποδίζουν να πετύχουν αυτά που μπορούν».

Παραφράζοντας την εμβληματική Ruth Bader Ginsburg,  «οι γυναίκες πρέπει να ανήκουν σε όλα τα μέρη όπου λαμβάνονται αποφάσεις». Γιατί μόνο έτσι θα σπάσουν ταμπού, θα καταπολεμηθούν προκαταλήψεις και θα ξεφύγουμε από συντηρητικές ιδεοληψίες –ας μου επιτραπεί ο όρος- που κρατούν τις γυναίκες μακριά από τον έλεγχο της ζωής τους αλλά και της αξιοπρέπειάς τους εντέλει.

Η ίση συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην πολιτική αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για μια ουσιαστική δημοκρατία και χρηστή διακυβέρνηση. Εκτός από την ενίσχυση και βελτίωση του δημοκρατικού συστήματος, η συμμετοχή περισσότερων γυναικών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία, ο οποίος μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ζωής γυναικών και ανδρών. Στα οφέλη συγκαταλέγονται δικαιότερες κοινωνίες και πιο συμμετοχική διακυβέρνηση, υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, θετικές εξελίξεις στους τομείς της παιδείας, της υγείας και των υποδομών, καθώς και περιορισμός της πολιτικής διαφθοράς, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.

Κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο εμπόδιο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι τα περίφημα στερεότυπα των φύλων που κρατούν τις γυναίκες μακριά από τις ηγετικές θέσεις στον πολιτικό χώρο, αλλά και ευρύτερα από την πολιτική ενασχόληση. Και εξηγούμαι. Η συντήρηση των στερεοτύπων με βάση το φύλο και της εσωτερικής νοοτροπίας πολλών πολιτικών κομμάτων, η οποία χαρακτηρίζεται από το επικρατέστερο «αρσενικό» προφίλ ηγεσίας, συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο στην ίση εκπροσώπηση. Οι ηγετικές θέσεις καταλαμβάνονται παραδοσιακά κυρίως από άνδρες. Τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες που αναμένεται να διαθέτουν οι ηγέτες -όπως η επιβολή, η υπεροχή ή η ορθολογική σκέψη- θεωρούνται τυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα η ηγεσία να συσχετίζεται συχνά με τους άνδρες.

Παράλληλα, οι προκαταλήψεις σχετικά με τα φύλα αντανακλώνται και στην κατανομή των υπουργικών χαρτοφυλακίων και των ανώτερων διοικητικών θέσεων σε υπουργεία. Οι άνδρες κυριαρχούν σε χαρτοφυλάκια που σχετίζονται με τις βασικές κρατικές λειτουργίες, όπως η άμυνα, η δικαιοσύνη και η εξωτερική πολιτική, ενώ οι γυναίκες αναλαμβάνουν κυρίως υπουργεία με κοινωνικοπολιτιστικές λειτουργίες, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο το στερεότυπο ότι είναι πιο κατάλληλες για τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και ο πολιτισμός.

Στα παραπάνω τη βασική ευθύνη έχουν κυρίως τα πολιτικά κόμματα, καθώς έχουν πρωταρχικό ρόλο στον καθορισμό της ποσότητας και της ποιότητας των ευκαιριών συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική. Οι ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες να αναλάβουν ηγετικές θέσεις εξαρτώνται άλλωστε από τα πολιτικά κόμματα και από τις κομματικές ελίτ που ελέγχουν τις διαδικασίες επιλογής και έγκρισης μελών. Επιπλέον, τα πολιτικά κόμματα αποφασίζουν για την ιεράρχηση των υποψηφίων στους εκλογικούς συνδυασμούς και στους δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες) των εκλογικών περιφερειών, καθώς και στις κομματικές δομές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα πολιτικά κόμματα συχνά χαρακτηρίζονται ως «θυροφύλακες».

Προς επίρρωση όλων αυτών, παραθέτω τα αποτελέσματα από πρόσφατη (2019) πανελλαδική έρευνα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) με τίτλο “Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι” που αφορά στη διερεύνηση και καταγραφή αντιλήψεων και πεποιθήσεων για θέματα συμμετοχής και εκπροσώπησης γυναικών σε δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων (με ποσοτική και ποιοτική εστίαση), όπου βασικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες για τη μειωμένη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά δρώμενα καταγράφονται:

  • η αρνητική στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος και
  • η μη υποστηρικτική στάση των ηγετικών οργάνων και άλλων μελών του κόμματος και τη στάση  των ΜΜΕ (πάνω από 40%),
  • ενώ ως κυριότερα εμπόδια για την εκλογή των γυναικών θεωρούνται α) η δυσπιστία λόγω φύλου (58,2%), β) η αντίληψη ότι η πολιτική αποτελεί ανδροκρατούμενο περιβάλλον (41,5%), γ) η έλλειψη χρόνου για προεκλογικό αγώνα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων (25,5%) κ.ά.

Ημέρα της γυναίκας

Τούτων λεχθέντων, ποιους ακριβώς αφορά η 8η Μαρτίου; Πολλοί  σήμερα θα σαρκαστούν τον αγώνα των γυναικών για τα αυτονόητα ως τάχα ανεπίκαιρο, ακραίο, αν όχι ουτοπικό. Για ορισμένους η χειραφέτηση των γυναικών των προηγούμενων δεκαετιών κέρδισε το στοίχημα, για άλλους θεωρείται ακόμα μια μάχη άνευ ουσίας. 

Μερικοί -και δυστυχώς τολμώ να πω και μερικές, φευ- αντιλαμβάνονται ακόμα την ισότητα ως απλά δικαίωμα στην συντροφικότητα και πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση. Πιστεύουν, δηλαδή, ότι επειδή οι γυναίκες –κατά πλειοψηφία- σπουδάζουν και δεν πιέζονται για γάμο στη χώρα μας όπως τα προηγούμενα χρόνια, είναι όλα μέλι-γάλα. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη και αφορά περισσότερα –ευτυχώς- από ένα πτυχίο και έναν σύζυγο…

Η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη κατ’ αρχήν σε όλες τις γυναίκες του κόσμου και υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Η 8η Μαρτίου καθιερώθηκε ως μέρα της γυναίκας σε ανάμνηση μιας μεγάλης εκδήλωσης διαμαρτυρίας που έγινε στις 8 Μαρτίου του 1857 από τις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη, οι οποίες διαδήλωναν ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ήταν μία από τις πρώτες κινήσεις διεκδίκησης δικαιωμάτων από γυναίκες. Δεν είναι φιέστα λοιπόν, αλλά επέτειος και αφορμή να αναλογιστούμε τις θυσίες και τα επιτεύγματα που έχουν κάνει οι γυναίκες ανά την υφήλιο για πάνω από έναν αιώνα σημειωτέον.

Σε τελική ανάλυση όσοι και όσες σήμερα αντιλαμβάνεστε τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτή η επέτειος μην προσδίδετε σ’ αυτόν τον πραγματικά μακρόχρονο αγώνα μόνο τις προσπάθειες/πρωτοβουλίες προσωπικοτήτων, οργανισμών, κινήσεων και φορέων.

Κάθε ευφυής πολίτης γνωρίζει ότι η ενασχόληση με το θέμα της ισότητας των φύλων είναι δύσκολη, άχαρη πολλές φορές, εξουθενωτική ενίοτε, ψυχοφθόρα και πολλές φορές μοναχική ως επί το πλείστον διαδικασία. Τα αποτελέσματα αυτής, όμως, είναι μια νίκη κάθε ατόμου που υπερασπίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στοιχειωδώς τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Κοινώς, η 8η Μαρτίου είναι η ημέρα ευαισθητοποίησης σχετικά με τα εμπόδια και τις προκλήσεις στην επίτευξη της ισότητας των φύλων για όλους, όχι μόνο για τις γυναίκες.

Όπως επισημαίνει μια μεγάλη προσωπικότητα του αμερικάνικου φεμινιστικού κινήματος η κα. Gloria Steinem: «the story of women’s struggle for equality belongs to no single feminist nor to any one organization, but to the collective efforts of all who care about human rights».