Μια τέχνη υπό εξαφάνιση

Μια τέχνη υπό εξαφάνιση

Της Νικολέττας Μουτούση

Ακούς Μπιγκ Μπεν και το πρώτο που σου έρχεται ως εικόνα είναι το γνωστό ρολόι του Λονδίνου. Μόνον που πίσω από αυτό κρύβονται και οι καμπάνες που χτυπάνε εδώ και χρόνια. Μεταφέρουν μηνύματα... Αυτή υπήρξε η πρώτη χρήση τους.

Ένας χτύπος μπορεί να είναι η ένδειξη κάποιας εκκλησιαστικής λειτουργίας, δύο ή τρεις κάποιας χαράς ή κάποιου δυσάρεστου γεγονότος. Για παράδειγμα, όταν «φεύγει» κάποιος από τους παλαιούς κατοίκους, υπάρχει ο άνθρωπος που θα σηκωθεί το πρωί και θα χτυπήσει πένθιμα την καμπάνα. Της παλιάς, βέβαια, εκκλησίας που δεν χρησιμοποιείται πια. Έτσι είθισται να γίνεται σε ορισμένες περιοχές - ακόμη και αστικές. Ο λόγος λοιπόν για τις «δικές» μας καμπάνες, που τα τελευταία χρόνια, η κατασκευή τους έχει εκλείψει στη χώρα.

Στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας θα βρει κανείς ένα από τα εναπομείναντα χυτήρια που φτιάχνουν καμπάνες στην Ελλάδα. Εδώ και πλέον από δύο αιώνες, το χυτήριο Γαλανόπουλου περνάει από χέρι σε χέρι στην ίδια οικογένεια. Δηλαδή, από τον προ-προπάππο, σε προπάππο, σε παππού, σε πατέρα και τώρα στους δύο γιους. Τον Χρήστο και τον Θωμά. «Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, εγώ ήμουνα 8,5 χρόνων και ο Θωμάς 12,5» αναφέρει στον «Φ» ο Χρήστος Γαλανόπουλος. Και ουσιαστικά πήραν στα χέρια τους τη μικρή τότε επιχείρηση -όπως λέει- και σιγά σιγά την εξέλιξαν. Κάποτε οι δουλειές ήταν πολλές. Οι παραγγελίες έφταναν τους 120 τόνους τον χρόνο, ενώ τώρα μόλις που αγγίζουν τους 50. «Προσπαθούμε σήμερα με νύχια και με δόντια να την κρατήσουμε» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Χρήστος Γαλανόπουλος. Υπάρχει παγκόσμια πτώση στον κλάδο, λέει, και ειδικά με την οικονομική κρίση τα πράγματα στη χώρα δυσκόλεψαν. Οι πιστοί σταμάτησαν να κάνουν δωρεές, οι εκκλησίες σταμάτησαν να δαπανούν χρήματα για την αποκατάσταση καμπανών και κάπως έτσι μειώθηκε και η δουλειά των αδελφών Γαλανόπουλου.

«Κάθε μέρα στο χυτήριο»

Δεν το έβαλαν, ωστόσο, κάτω. Συνέχισαν να παλεύουν στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο Χρήστος Γαλανόπουλος χαρακτηρίζει δύσκολη τη δουλειά. «Γι'' αυτό και την έχουν εγκαταλείψει. Πρέπει να είσαι στο χυτήριο κάθε μέρα. Ψάχνουν όλοι πλέον την εύκολη δουλειά» σχολιάζει. Είναι και τα καλούπια που έχουν κληρονομήσει. «Για να κάνεις σωστή καμπάνα, πρέπει να έχεις τη σωστή μήτρα. Την ώρα που θα λιώσει το μέταλλο, γίνεται ζωντανός οργανισμός. Πρέπει να έχεις γνώσεις» αναφέρει. Ενώ ο αδελφός του, ο Θωμάς, θα μιλήσει για την ικανοποίηση που νιώθει όταν τοποθετεί κάποια καμπάνα και ο κόσμος γύρω είναι χαρούμενος.

Ιδιαίτερη χαρά ένιωσε ο Θωμάς, αλλά και ο αδελφός του, όταν ανακάλυψε μία καμπάνα του 1803, την οποία είχε κατασκευάσει κάποιος από τους προγόνους τους. Τώρα και ο γιος του Χρήστου Γαλανόπουλου, ο Φώτης, που είναι 22 ετών, έχει αποφασίσει να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. «Του αρέσει πάρα πολύ» λέει ο Χρήστος Γαλανόπουλος. «Δεν θα ήθελα να χαθεί ο κόπος που έχουν κάνει» ανέφερε ο Φώτης. Ενώ, όπως όλα δείχνουν, και ο γιος του Θωμά έχει επιλέξει να ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειάς τους.

Εξαγωγές

Η επιχείρηση στηρίζεται τώρα πια σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές προς χώρες όπως οι Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ρωσία, Κύπρος αλλά και Αμερική, Ισραήλ, ακόμη και Αιθιοπία. Η μεγαλύτερη καμπάνα που έχει φτιάξει ο Χρήστος Γαλανόπουλος είναι 3,5 τόνων και βρίσκεται στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. «Μπορούμε να φτιάξουμε ό,τι θελήσουν, ό,τι βάρος θέλουν, αρκεί να ζητηθεί» λέει. Οι καμπάνες εξάλλου που εμπορεύονται ξεκινάνε από τα 5 κιλά.

Την πρώτη του καμπάνα, η οποία βρίσκεται σε εκκλησία της περιοχής, την έφτιαξε πριν από 40 χρόνια, ενώ καμπάνες από την οικογενειακή επιχείρηση, που έχουν το «διά χειρός» χαραγμένο επάνω, υπάρχουν από τον 19ο αιώνα. Εκτός από τις καμπάνες, οι αδελφοί Γαλανόπουλοι, για να συντηρήσουν την επιχείρησή τους, κατασκευάζουν και κουδούνια για πρόβατα.

Το κουδούνισμά τους θα ακούσει κανείς εάν βρεθεί στην Παραμυθιά...

Η ιστορία της καμπάνας

Από την προχριστιανική εποχή υπάρχει η χρήση της καμπάνας, με μαρτυρίες να λένε πως μία καμπάνα είχε τοποθετηθεί μπροστά στον ναό του Διός στη Ρώμη, επί εποχής αυτοκράτορα Αυγούστου, για να σημαίνει την έναρξη και τη λήξη διαφόρων ιεροτελεστιών. Στη διάρκεια των διωγμών του χριστιανισμού, έκαναν την εμφάνισή τους οι «θεοδρόμοι» ή «λαοσυνάκται», που πήγαιναν χτυπώντας καμπάνες από γειτονιά σε γειτονιά για να ενημερώσουν τον τόπο και την ώρα που θα έκαναν τη λατρεία τους.

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, μετά το τέλος των διωγμών, αρχίζουν να κατασκευάζονται στη Δύση μεγάλες καμπάνες. Πήραν την ονομασία τους από την περιοχή της Καμπανίας στην Ιταλία, η οποία φημιζόταν για τον περίφημο χαλκό της. Στη Δύση άρχισαν να ακούγονται γύρω στον 6ο αιώνα, ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία έφτασαν τον 9ο αιώνα.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ (στα μέσα του 9ου αιώνα) τίμησε τον Ενετό δούκα Ούρσο, με το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου του βυζαντινού θρόνου. Ανταποδίδοντας ο Ούρσος αυτή την τιμή, πρόσφερε στον αυτοκράτορα 12 υπερμεγέθεις καμπάνες, που τις κρέμασαν σε ιδιαίτερο πύργο, στην αυλή του ναού της Αγια-Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στην Ελλάδα, όπως αναφέρουν κληρικοί, απαγορεύθηκε η χρήση της καμπάνας για να μην ταράζεται ο ύπνος των μουσουλμάνων. Η χρήση καμπανών επιτρεπόταν μόνον στο Αγιον Ορος, στα Ιωάννινα και σε κάποια νησιά.

Ο γίγαντας της Μόσχας

Οι καλύτεροι τεχνίτες στην κατασκευή καμπανών υπήρξαν αρχικά στο Βέλγιο και την Ολλανδία, ενώ η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου βρίσκεται στη Μόσχα και ζυγίζει 180 τόνους! Κατασκευάστηκε λίγο μετά το 1730, ωστόσο μία πυρκαγιά που ξέσπασε το 1737 την έσπασε και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά ο ήχος της.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 12 Δεκεμβρίου 2019.