Ο Ερντογάν, ο Τραμπ και η Ελλάδα

Ο Ερντογάν, ο Τραμπ και η Ελλάδα

Του Γιάννη Κουτσομύτη

Η Τουρκία έχει ήδη παραλάβει την πρώτη συστοιχία των S-400, η οποία θα είναι επιχειρησιακά έτοιμη τον Απρίλιο του 2020, και αντί για κυρώσεις ο Ντόναλντ Τραμπ ζητά να δοθεί χρόνος στην Τουρκία και να δελεαστεί ο Ερντογάν με την υπόσχεση σύναψης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου για να μην ενεργοποιήσει τους S-400. Η στρατηγική στροφή της Τουρκίας πρέπει να ληφθεί υπόψη από τις ΗΠΑ αλλά και από την Ελλάδα.

Λίγοι είχαν προβλέψει τον Νοέμβριο του 2016 όταν ακούστηκε η είδηση ότι η τουρκική κυβέρνηση προτίθεται να αποκτήσει το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400 ότι αυτή η απόφαση του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία μέχρι και εκτός της δυτικής συμμαχίας και μέσα στην αγκαλιά της Ρωσίας. Οι περισσότεροι παρατηρητές θεώρησαν ότι πρόκειται για ακόμη ένα ανατολίτικο παζάρι μιας τουρκικής ηγεσίας, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση της τουρκικής διπλωματίας να συζητά διάφορα με πολλούς και στο τέλος να ακολουθεί την πεπατημένη. Αυτήν τη φορά όμως φάνηκε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και μάλιστα πολύ διαφορετικά.

Όταν τον Μάρτιο του 2003 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, οι δυτικές κυβερνήσεις διερωτήθηκαν εάν αυτό το ανατέλλον αστέρι της τουρκικής πολιτικής θα διατηρήσει την πολύ σημαντική χώρα στο δυτικό στρατόπεδο ή θα μετατρέψει την Τουρκία σε μια ισλαμιστική χώρα που θα αναζητήσει την γεωπολιτική τοποθέτησή της στον μουσουλμανικό και τριτοκοσμικό κόσμο. Τα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του Ερντογάν άφησαν κάποιες ελπίδες ότι ο νεοϊσλαμιστής ηγέτης θα παίξει ένα διπλό παιγνίδι, όπου δεν θα διαταράσσονταν οι σχέσεις με τη Δύση αλλά παράλληλα θα ενισχυόταν η παρουσία και η ισχύς της Τουρκίας στο μουσουλμανικό κόσμο.

Η ηγεσίας των δυτικών χωρών φάνηκαν να μην έχουν σοβαρές αντιρρήσεις με αυτές τις βλέψεις του πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης και δεν έφεραν σοβαρές αντιρρήσεις. Εξάλλου η αμυντική συνεργασία συνεχιζόταν απρόσκοπτα, με τα συμμαχικά αεροσκάφη να επιχειρούν από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ κατά στόχων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Μέχρι που ήρθε εκείνη η δυσάρεστη υπόθεση της “Flotilla” προς τη Γάζα τον Μάιο του 2010 που οδήγησε στην αιματηρή επέμβαση των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων σε τουρκικό πλοίο μια ΜΚΟ που υποστηριζόταν από το Kόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν. Αυτό μάλλον ήταν και το ορόσημο της ανατροπής της στάσης του Τούρκου ηγέτη προς τη Δύση.

Λίγο αργότερα ήρθε η Αραβική Άνοιξη, και πολύ σύντομα ο Ερντογάν ήρθε σε ρήξη με τη Σαουδική Αραβία, η οποία είναι παραδοσιακός σύμμαχος της Δύσης. Το δόγμα τότε της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, το οποίο είχε εκπονήσει ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Άχμετ Νταβούτογλου είχε ως στόχος την κυριαρχία της Τουρκίας στον ισλαμικό κόσμο, σαν μια άτυπη αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Δύση δεν είδε με καλό μάτι αυτές τις μεγαλομανιακές βλέψεις της Τουρκίας, και οι ΗΠΑ κυρίως, υπό την Προεδρία Μπαράκ Ομπάμα, αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη επιφύλαξη τις απαιτήσεις της Τουρκίας.

Ώσπου τον Νοέμβριο του 2015, σε μια κίνηση που δεν έχει ακόμη αναλυθεί επαρκώς, κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος Σουχόι 24 στα συροτουρκικά σύνορα. Αυτή το δραματικό περιστατικό, αντί να οδηγήσει σε ευθεία σύγκρουση τη Ρωσία με την Τουρκία, οι εξελίξεις έδειξαν ότι τις έφεραν πιο κοντά. Τρανή απόδειξη ότι μόλις ένα χρόνο μετά την κατάρριψη του ρωσικού Σουχόι, η Τουρκία όχι μόνο αποφάσισε να αγοράσει τους S-400 αλλά ξεκίνησε και εντατικές επαφές με τη Ρωσία για τη διευθέτηση της τύχης της Βόρειας Συρίας, με ή χωρίς τον Άσαντ στην πολυπαραγοντική αυτή εξίσωση.

Ο Πρόεδρος Τραμπ ανέλαβε τον Ιανουάριο του 2017 μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση όσον αφορά την προμήθεια των S-400, αλλά δεν έδειξε και καμία διάθεση να θέσει κόκκινες γραμμές στην τουρκική ηγεσία. Όταν το Κογκρέσο νομοθέτησε τον νόμο CAATSA, με τον οποίο θεσπίζονται κυρώσεις σε χώρες που προμηθεύονται στρατιωτικό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας από τη Ρωσία, ο Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε τις έντονες αντιρρήσεις του αλλά ο νόμος πέρασε με συντριπτική διακομματική πλειοψηφία από το Κογκρέσο.

Τώρα πλέον βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση και η Τουρκία έχει ήδη παραλάβει την πρώτη συστοιχία των S-400, η οποία θα είναι επιχειρησιακά έτοιμη τον Απρίλιο του 2020, και αντί για κυρώσεις ακούμε για πρόταση του Αμερικανού Προέδρου να δοθεί χρόνος στην Τουρκία και να δελεαστεί ο Ερντογάν με την υπόσχεση σύναψης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου για να μην ενεργοποιήσει τους S-400.

H πρόταση αυτή του Τραμπ δεν στέκει σε σοβαρή κριτική διότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να δελεαστεί ο Ερντογάν με την προεδρική υπόσχεση μιας εμπορικής συμφωνίας, η οποία μπορεί και να κολλήσει στο Κογκρέσο με οποιαδήποτε αφορμή ή αιτία. Το θετικό σενάριο λέει ότι ο Τραμπ απλά θέλει να κερδίσει χρόνο μέχρι τον Απρίλιο που αναμένεται να ενεργοποιηθούν οι S-400. Το αρνητικό όμως σενάριο είναι πως ο Αμερικανός Πρόεδρος απλά δεν έχει καταλάβει ότι η προμήθεια του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος δεν ήταν μια απλή κίνηση αλλά σηματοδοτεί μια στρατηγική στροφή για Τουρκία προς το στρατόπεδο της Ρωσίας.

Και προκύπτει το λογικό ερώτημα “τι κάνει η Ελλάδα;”. Οι ΗΠΑ μπορούν να έχουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα ως προς τις σχέσεις με την Τουρκία και γι αυτό να δείχνουν μια υπερβολική ανοχή στην αντισυμμαχική αυτή πρακτική της Άγκυρας, παρότι ως μεγαλύτερη χώρα του ΝΑΤΟ έχουν μια ειδική ευθύνη να δίνουν τον τόνο για τις πρακτικές της Συμμαχίας. Η Ελλάδα όμως έχει τα δικά της συμφέροντα, τα οποία πλήττονται από την απόκτηση των S-400 από την Άγκυρα αλλά και από τις κινήσεις της Τουρκίας που δείχνει να μην υπολογίζει την Ε.Ε. και τις όποιες κυρώσεις αλλά και να διατηρεί επαφές με ΗΠΑ.

Την ίδια στιγμή θα βρεθεί «αντιμέτωπη» με ένα υπερσύγχρονο αντιαεροπορικό σύστημα που μπορεί να εξουδετερώσει σύμφωνα με τις σχετικές αναλύσεις τα δυτικά αεροσκάφη, όπως είναι τα F-16 και Mirage 2000 που διαθέτει η Ελλάδα αλλά ενδέχεται να μπορεί να ανιχνεύσει και τα “αόρατα” F-35, τα οποία πάντως δεν προβλέπεται να προμηθευτεί η Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση και η Ελληνική πλευρά πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση αφού στη γείτονα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα παιχνίδι σχέσεων με πολλαπλές προεκτάσεις στην σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου.