Παρτιζάνοι στην Καρλσρούη

Έχει λίγο γούστο το γεγονός ότι η απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τη νομιμότητα του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανακοινώθηκε την επέτειο γέννησης ενός από τους πιο διάσημους Γερμανούς της ιστορίας, αυτού που πρώτος συνέταξε τον πρώτο συγκροτημένο αντίλογο στον «Πλούτο των Εθνών» του  πατέρα της Πολιτικής Οικονομίας, Άνταμ Σμιθ.

Αλλά και η επέτειος της γέννησης του Μαρξ να μην ήταν, ο πειρασμός να σκεφτούμε ότι το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο δικάζει τα της νομισματικής πολιτικής με οδηγό «Το Κεφάλαιο» θα ήταν μεγάλος. 

Αστειευόμαστε βέβαια αλλά  βρίσκουμε πολύ χρήσιμο να υιοθετήσουμε τους ελαφρώς ειρωνικούς τόνους των αναλυτών σε παραδοσιακά αγγλοσαξωνικά ΜΜΕ κι αυτό, γιατί μας βοηθάει να «ξορκίσουμε» μαύρες σκέψεις για τον γερμανικό ηγεμονισμό και να αποφύγουμε ρητορικές αναφορές στην επίδειξη του μιλιταριστικού δικανισμού που επιδόθηκε το γερμανικό δικαστήριο. 

Αν και η αγορά των ομολόγων είναι ένα τεχνικό ζήτημα υψηλής εξειδίκευσης, το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και μάλιστα η εμπλοκή της γερμανικής δικαιοσύνης το κάνει πολιτικό με εξωφρενικό τρόπο.

Δεν έχει περάσει δα και τόσος καιρός από τις εποχές που οι λαοί του Νότου υπέγραφαν μνημόνια. Κάθε ένα από αυτά τα μνημόνια, κάθε μία από αυτές τις δανειακές συμβάσεις, είχε ως προοίμιο την παραδοχή ότι οι δανειζόμενοι δεν δεσμεύονταν απλώς ότι θα επιστρέψουν τα δανεικά τοκισμένα αλλά ότι θα αγαπήσουν, θα υιοθετήσουν, θα καταπιούν και θα αφομοιώσουν, θα κάνουν «ες αεί κτήμα» τους, τους όρους των δανειακών συμβάσεων. Δηλαδή, δεν ήταν αρκετό να επιστρέψουν τα χρήματα αλλά έπρεπε να αλλάξουν, να αναμορφωθούν!

«Η Ευρώπη ως αναμορφωτήριο απείθαρχων παιδιών»: αυτός θα είναι ο τίτλος που θα δώσει στα γεγονότα της δεκαετίας που προηγήθηκε ο καλός φίλος του κάθε αρθρογράφου, ο ιστορικός του μέλλοντος. 

Σύμφωνα με όσα έσπευσαν να εξηγήσουν σ’ένα video cast που οργάνωσαν προχθές οι αναλυτές του think tank Bruegel, η στάση του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας δεν είναι καινούργια. Επανέρχεται, κατά διαστήματα, από τη δεκαετία του ‘90.

Το ερώτημα λοιπόν, πηγάζει αβίαστα: αφού το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας βλέπει το Σύνταγμα της χώρας τους να «αισθάνεται άβολα» ως προς το κοινοτικό γιατί οι γερμανικές κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση; 

Γιατί, επί τόσα χρόνια, δεν έχουν αλλάξει το σύνταγμά τους όπως έχουν κάνει όλοι οι υπόλοιποι; Ποια είναι τελικά η «δέσμευσή τους στο κοινό νόμισμα;

Βρίσκουμε αντιπαραγωγικό και ανώφελο να «καταγγέλλουμε» τον γερμανισμό, αυτή η στάση είναι και αφόρητα «ντεμοντέ» σε μια συγκυρία που επιβάλλει νέες ιδέες και νέες προσεγγίσεις στα προβλήματα. Επίσης είναι άδικο για τον γερμανικό λαό που δεν ενστερνίζεται στο σύνολό του τις εμμονές των αντιδραστικών κύκλων της χώρας του.

Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Αυτό είναι το ερώτημα.

Από αυτή τη στήλη αλλά και από τα άρθρα μας στον  «Φιλελεύθερο» ακόμα, επιχειρηματολογούμε πάνω στην ιδέα ότι η Ελλάδα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να ηγηθεί μιας «φεντεραλιστικής» συνιστώσας καταρχάς μέσα στις τάξεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και κατ’επέκταση και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Ναι,  «Η Συμμαχία του Νότου» ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ και που θα έχει σε ολόκληρη την καριέρα του ο κ. Τσίπρας. Ήταν μια εξαιρετική ιδέα που στη συγκυρία που διατυπώθηκε ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί από τους μέτριους πολιτικούς που ηγούνταν των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων που ήταν τότε «στον αφρό των ημερών». Ήταν όμως μια καλή ιδέα. 

Η Ελλάδα και η παρούσα κυβέρνησή της, δηλαδή ο γνωστός ένας, πρέπει να εκφράσει αυτό που πιστεύουν οι λαοί στην Ευρώπη: ότι η ισχύς και η ευημερία είναι προϊόν συνεργασίας και ενότητας. Κάποιοι, και εύλογα, θα μας αντιγυρίσουν ότι τη στιγμή που η ίδια η Κομισιόν βλέπει ύφεση στην Ελλάδα έως και 9,7% το μόνο που λείπει στον Μητσοτάκη είναι να ασχολείται με τη δημιουργία «Συμμαχιών του Νότου». Κάνουν λάθος. Οι κρίσεις είναι που απαιτούν πολιτικές αποφάσεις και πρωτοβουλίες. Όταν όλα «βαίνουν καλώς» ποιος είναι ο λόγος να μπαίνει κανείς σε αυτές τις διαδικασίες;

«Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;», λοιπόν. 

Έτσι, δεν θα μπορούν να διαμαρτυρηθούν και «οι φίλοι» των δικαστών της Καρλσρούης. Γιατί κι αυτοί, με τον πιο γελοίο τρόπο, ως παρτιζάνοι, τελικώς, δίκασαν. Στο όνομα μάλιστα του γερμανικού κατεστημένου.