Τι θα κάναμε στην πανδημία χωρίς το ΕΣΥ;

Προς τέρψιν των κρατιστών, η πανδημία λειτούργησε στο μυαλό των περισσοτέρων ως ένα καλό επιχείρημα υπέρ «της σπουδαιότητας του Ε.Σ.Υ.» και της ανωτερότητας του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα. Και είναι προφανές ότι σε μια χώρα όπου το δημόσιο κατέχει κυρίαρχη θέση και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό της οικονομίας, οι λύσεις σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης να προέρχονται κυρίως μέσα από αυτό! Με άλλα λόγια, είναι απολύτως αναμενόμενο, όταν σε μια χώρα η πλειοψηφία των νοσοκομείων, των τεχνικών υποδομών και των έμπειρων νοσοκομειακών γιατρών είναι δημόσια, οι πολίτες να αδυνατούν να φανταστούν πως θα ήταν η ζωή τους χωρίς αυτά. Να πιστεύουν εύλογα ότι
χωρίς το ΕΣΥ οι ασθενείς θα πέθαιναν στο δρόμο και μάλιστα κατά μεγάλους αριθμούς. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; 

Για να μπορούμε να συγκρίνουμε και να καταλήξουμε σε ορθό συμπέρασμα, θα έπρεπε να μπορούμε να φανταστούμε μια χώρα όπου την πλειοψηφία νοσοκομείων και υποδομών διαχειρίζονται ιδιώτες κι όπου η πλειοψηφία των νοσοκομειακών ιατρών εργάζεται με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Θα αφήσω έξω από την παραπάνω σύγκριση τον ρόλο του ασφαλιστικού συστήματος – εκείνου δηλαδή που πληρώνει. Ας θεωρήσουμε λοιπόν πως και στις δύο περιπτώσεις αυτός που θα πληρώσει είναι ο ίδιος: ο ασφαλιστικός φορέας μας και το κράτος, μέσω τακτικών και έκτακτων επιχορηγήσεων. Ή πιο σωστά, οι ασφαλιστικές μας εισφορές και οι φόροι μας! 

Προς διευκόλυνση της παραπάνω σύγκρισης θα παραθέσω δύο παραδείγματα: Το πρώτο, από τις εμπειρίες των διοικητών ενός δημόσιου νοσοκομείου στην Κεντρική Ελλάδα. Το δεύτερο, από μια κορυφαία φαρμακοβιομηχανία που συμμετέχει στον αγώνα δρόμου για την παραγωγή αντι-COVID εμβολίου. 

Παράδειγμα πρώτο: Όπως σε κάθε δημόσιο οργανισμό έτσι και στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, οι διαδικασίες είναι πιο αργές από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα. Το ίδιο ισχύει και στο εν λόγω περιφερειακό νοσοκομείο, παρά το γεγονός ότι αμφότεροι οι Διοικητές (Διοικητής και Αν. Διοικητής) προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και κινούνται ταχύτατα. Παρά τη «διοικητική τους τόλμη», τις προσωπικές τους πρωτοβουλίες και τον συχνά δημιουργικό τρόπο με τον οποίο ασκούν διοίκηση, οι διαδικασίες παραμένουν γραφειοκρατικότερες, πιο σύνθετες και πιο αργές από αυτές που θα ακολουθούνταν σε έναν ιδιωτικό οργανισμό: 

Για να προσληφθεί ένας επιπλέον γιατρός χρειάζεται χρόνος. Το ίδιο και για να γυρίσει πίσω τυχόν υπάλληλος που επέλεξε να αποφύγει την τρέχουσα υγειονομική μάχη, παρατείνοντας με νομικά τερτίπια τις άδειές του (ας μην ξεχνάμε πως σε κάθε πόλεμο υπάρχουν ήρωες αλλά υπάρχουν και λιποτάκτες). Για να αλλάξει το οργανόγραμμα του νοσοκομείου, για να πραγματοποιηθούν δαπάνες πέραν κάποιου ορίου απαιτούνται αποφάσεις ΔΣ, το οποίο όμως διορίζεται (όχι πάντα έγκαιρα) από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Για την προμήθεια οποιουδήποτε υλικού απαιτείται μια σειρά διαδικασιών: Πρωτογενές αίτημα, δέσμευση δαπάνης, κατάθεση προδιαγραφών, ανάρτηση στη Διαύγεια, διενέργεια διαγωνισμού, κατάθεση προσφορών, κατακύρωση διαγωνισμού, διαδικασία ενστάσεων, δικαστικές διαμάχες, ανάδειξη τελικού αναδόχου, εσωτερικός οικονομικός έλεγχος, εξωτερικός οικονομικός έλεγχος, παραλαβή υλικού, πραγματοποίηση δαπάνης κ.ο.κ., είναι δείγματα μόνο των διαδικασιών που απαιτούνται για την καθημερινή λειτουργία κάθε δημόσιου οργανισμού, γεγονός που ασφαλώς μειώνει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητά του.

Παράδειγμα δεύτερο: Σε άρθρο του ο Ryan Bourne (έδρα R. Evan Scharf για τη Δημόσια Κατανόηση των Οικονομικών στο Cato Institute) το οποίο αναδημοσιεύεται στο Liberal.gr με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ, αναφέρει τα εξής:

«…Έχει ενδιαφέρον ότι η Pfizer, σε αντίθεση με ότι έπραξαν άλλες έξι εταιρίες, δεν συμμετείχε στο πρόγραμμα Operation Warp Speed της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της ανάπτυξης (επρόκειτο για μια συμφωνία βάσει της οποίας το κράτος θα κατέβαλε στην εταιρία 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια για 100 εκατομμύρια δόσεις αντι-COVID εμβολίου - με την επιλογή αγοράς ακόμη 500 εκατομμυρίων - υπό την προϋπόθεση ότι το εμβόλιο θα αποδεικνύονταν κατά τουλάχιστον 50% αποτελεσματικό). Όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer (διάσημος πλέον και στα ελληνικά ΜΜΕ ως Έλλην που διαπρέπει στην αλλοδαπή) δρ. Αλβέρτος Μπουρλά ρωτήθηκε γιατί η εταιρία επέλεξε να μην εισπράξει τα χρήματα και να επωμιστεί από μόνη της το ρίσκο της έρευνας και ανάπτυξης, και ποια πλεονεκτήματα μπορεί να της αποφέρει
αυτή η απόφαση, εξήγησε τα παρακάτω: 

“Έχετε δίκιο. Αν αποτύχει, θα πληρώσουμε εμείς το τίμημα. Και στο τέλος της ημέρας, είναι μόνο χρήματα. Δεν θα καταστραφεί απ’ αυτό η εταιρία, μολονότι θα είναι οδυνηρό γιατί αυτή την στιγμή επενδύουμε ενάμιση δισεκατομμύριο στον COVID. Ο λόγος όμως που το επέλεξα αυτό είναι γιατί ήθελα να απελευθερώσω τους επιστήμονές μας από την οποιαδήποτε γραφειοκρατία. Όταν παίρνεις χρήματα από κάποιον, πάντα υπάρχουν
εξαρτήσεις. Θέλουν να δουν πώς θα προχωρήσουμε, τι είδους κινήσεις θα κάνουμε.

Θέλουν αναφορές. Εγώ δεν ήθελα να έχω τέτοια πράγματα. Ουσιαστικά, έδωσα στους επιστήμονες μια λευκή επιταγή ώστε να μπορούν να ανησυχούν μόνο για τις επιστημονικές προκλήσεις και για τίποτε άλλο. Και ήθελα επίσης να κρατήσω την Pfizer μακριά από την πολιτική”.

Υπάρχει εδώ ένα φιλελεύθερο δίδαγμα για τις ρυθμίσεις: Όπως είδαμε με την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και τα διαγνωστικά τεστ για τον COVID-19, η γραφειοκρατία μπορεί να καθυστερήσει σημαντικές καινοτομίες, επιφέροντας τεράστια κόστη σε μια πανδημία που σήμερα περιορίζει έντονα την εμπορική δραστηριότητα και τις ελευθερίες μας. Και μαζί με τα κρατικά κονδύλια έρχεται και η απειλή τόσο της πολιτικής πίεσης, όσο και του ελέγχου που θα ρίξει ακόμη περισσότερη άμμο στα γρανάζια…».

Ωστόσο, οι έλεγχοι και οι διαδικασίες που αναφέρονται στα δύο παραπάνω παραδείγματα, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απαραίτητοι. Κι αυτό επειδή στη διαχείριση των κοινών εκλείπει μια βασική συνθήκη που απαιτείται για να πηγαίνουν τα πράγματα γρήγορα: η Εμπιστοσύνη! Οι έλεγχοι είναι απαραίτητοι προκειμένου να αποφευχθεί η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και η προώθηση ατομικών συμφερόντων μέσω της διοίκησης
δημόσιων οργανισμών. Με άλλα λόγια, το μειονέκτημα του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα είναι εγγενές. Δεν οφείλεται σε κάποιου είδους ιδεολογικό αξίωμα ή κάποιο περίπλοκο μαθηματικό μοντέλο. Βασίζεται κυρίως στην ανθρώπινη φύση, που θέλει τον καθένα από εμάς περισσότερο ύποπτο κλοπής του κοινού ταμείου παρά κλοπής του εαυτού του! Η πρακτική απουσία της δεύτερης πιθανότητας είναι αυτή που επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να κινείται ταχύτερα και συνεπώς αποτελεσματικότερα. Αυτό που αλλάζει είναι τα κίνητρα, όχι οι άνθρωποι. Μοναδικός ρόλος που οφείλει να διατηρεί το κράτος είναι ο έλεγχος της εφαρμογής της νομοθεσίας ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών και η πληρωμή του λογαριασμού (μέσω υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας) όσων συμπολιτών μας αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα (π.χ. ανασφάλιστοι). Για όλους τους υπόλοιπους η ελεύθερη αγορά θα έδινε την καλύτερη λύση.