Τράμπ εναντίον όλων, και όλοι εναντίον Τράμπ

Τράμπ εναντίον όλων, και όλοι εναντίον Τράμπ

Του Λευτέρη Δρακόπουλου*

Η εξωτερική πολιτική Τράμπ έχει στερηθεί ορθολογικής ανάλυσης σε πολλά, ίσως στα περισσότερα, μέρη του κόσμου, ακόμα και στην ίδια την πατρίδα του Αμερικανού προέδρου. Ένα από τα πολλά αποτελέσματα αυτής της αν-ορθολογικής εξέτασης είναι η κατάληξη στο εσφαλμένο συμπέρασμα της παντοδυναμίας του Αμερικανού προέδρου.

Με δεδομένες τις δικλίδες ασφαλείας που προσφέρει το Αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης, ο πρόεδρος δεν είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Οι επιλογές του υπάγονται σε έλεγχο και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εφαρμόζονται μόνο όταν συμφωνούν τα δύο νομοθετικά σώματα και ειδικά η Γερουσία η οποία σύμφωνα με το Αμερικανικό σύνταγμα κυβερνά τη χώρα. Αν δεν υπάρξει συναίνεση, δεν υπάρχει μακρόπνοη πολιτική. Υπάρχουν, σε αυτή την περίπτωση, μεμονωμένες ενέργειες όπως αυτές προκύπτουν από τον βαθμό ελευθερίας που συνταγματικά χαίρει ο πρόεδρος με μειωμένη όμως διάρκεια εφαρμογής και μερικής αξίας. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν γίνεται αν δεν το θελήσουν όλοι οι θεσμοί ή τουλάχιστον μια ισχυρή πλειοψηφία στο εσωτερικό αυτών.

Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ έχει ανέλθει σε αίγλη όχι όμως σε βαθμό εξουσιών. Οι δυνατότητες που έχει ο εκάστοτε πρόεδρος για να δημιουργήσει συναίνεση στο Κογκρέσο (Οίκος των Αντιπροσώπων και Γερουσία) είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Μόνο μέσω ενός εκτενούς 'δούνε και λαβείν' μπορεί να επιτύχει ορισμένα περιθώρια ανοχής ή υποστήριξης ένας πρόεδρος ευρισκόμενος, πάρα πολύ συχνά, αντιμέτωπος ακόμα και με το κόμμα το οποίο τον πρότεινε για υποψήφιο. Υπενθυμίζεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι και πρόεδρος του κόμματός του.

Σε σύγκριση με προηγούμενους προέδρους, ο σημερινός διαθέτει ακόμα λιγότερες δυνατότητες δημιουργικής συναίνεσης. Οι λόγοι είναι πολλοί και ορισμένοι παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Η υποψηφιότητα Τραμπ βασίστηκε στην κριτική του λεγόμενου Washington Establishment, μία τάξη πραγμάτων, η οποία απαρτίζεται σαν σύνολο από όλους τους παράγοντες χάραξης εθνικής πολιτικής και η οποία στοχεύει στο μέγιστο βαθμό συναίνεσης. Το establishment συγκροτούν μεταξύ πολλών άλλων, οι λομπίστες, οι εκπρόσωποι της πολεμικής βιομηχανίας, οι πετρελαϊκές εταιρείες, οι φαρμακευτικές εταιρείες, το κονσόρτιουμ των δεξαμενών σκέψης παρά τω Χάτσον ποταμό, οι εκπρόσωποι της εξωστρεφούς οικονομίας του Μανχάταν, οι εκπρόσωποι της εσωστρεφούς οικονομίας των Μεσο-Δυτικών πολιτειών, οι ακαδημαϊκοί κύκλοι της Δυτικής Ακτής, οι διανοούμενοι της Ανατολικής Ακτής, τα ΜΜΕ, οι θρησκευτικοί κύκλοι κάθε μορφής, φυσικά τα δύο μεγαλύτερα κόμματα οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί και το βαθύ κράτος των μυστικών υπηρεσιών και των υπεργολάβων προμηθευτών τους. Όμως το Nexus Plexus δεν τελειώνει εδώ. Παρόντα, μέσω επίσημων εκπροσώπων, είναι και πολλά κράτη - συνεργάτες των ΗΠΑ, φορείς της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Αυτή η τάξη πραγμάτων δέχεται συχνά την κριτική των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των Γάλλων θεωρητικών. Όμως αυτές είναι οι απαιτήσεις του Αμερικανικού συστήματος, οι ιδρυτές του οποίου ηθελημένα επέτρεψαν τον ανταγωνισμό των ειδικών συμφερόντων, επιδιώκοντας έτσι τη μέγιστη κοινωνική συνοχή. Ας σημειωθεί, ότι αυτό το μοντέλο κοινωνικής συνεργασίας επέλεξε και η Ευρωπαϊκή Ένωση και πάνω σε αυτό έχει στηθεί το 'Θηρίο των Βρυξελλών', όπως χαρακτηριστικά αποκαλούν οι Βρετανοί την Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.

Με εξαίρεση τους εκπροσώπους της εσωστρεφούς οικονομίας των Μεσο-Δυτικών πολιτειών και αυτούς των Ευαγγελιστών Χριστιανών, ο πρόεδρος Τραμπ βρίσκεται, ήδη από τις πρώτες ημέρες της υποψηφιότητάς του, απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους. Αυτό ήταν επιλογή του και με βάση αυτήν εκλέχθηκε πρόεδρος.

Από όλα τα μέτωπα, που θεμιτά συγκροτούν οι ενδιαφερόμενοι συνασπισμοί για την προώθηση των συμφερόντων τους, αυτό της εξωτερικής πολιτικής είναι το πλέον πολύπλοκο στην διαχείρισή του. Εδώ εντοπίζεται και το παράδοξο της Αμερικανικής περίπτωσης. Η εξωτερική πολιτική θεωρείται ζήτημα ελάσσονος σημασίας από τους Αμερικανούς της ενδοχώρας, οι οποίοι εξέλεξαν τον Τραμπ. Αντίθετα, η γνωστή ως Συναίνεση της Ουάσινγκτον, με τη διεθνική ελίτ που τη στηρίζει μέσω των ΜΜΕ και την επαγγελματική γραφειοκρατία που τη συγκροτεί, αποδίδουν στα εξωτερικά θέματα τη μέγιστη προσοχή. Ενδιάμεσα των δύο στρατοπέδων ο πρόεδρος Τραμπ σχοινοβατεί, προσπαθώντας αφενός να τιμήσει τις δεσμεύσεις του απέναντι τους ψηφοφόρους που τον ανέδειξαν και αφετέρου να διαχειριστεί τις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Οι δεσμεύσεις του απέναντι στους πολίτες των πληγέντων από την παγκοσμιοποίηση Μεσο-Δυτικών πολιτειών ήταν να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από το διεθνές περιβάλλον και να στραφεί το ενδιαφέρον και η προσοχή των κυβερνώντων προς άλλες πολιτικές, που θα στοχεύουν στην καλυτέρευση της ζωής του μέσου Αμερικανού. Οι ΗΠΑ όμως είναι η ίδια η παγκοσμιοποίηση και αποχώρηση δε νοείται ως επιλογή. Αυτό ήταν το πολιτικό ψέμα του τότε υποψηφίου Τραμπ, η πολιτική εξαπάτηση της εκλογικής του βάσης.

Από την άλλη πλευρά, το διεθνές περιβάλλον εκφράζει για άλλη μια φορά τη χαοτική του φύση, απωθώντας τη μεγαλομανία των υποστηρικτών της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, αλλά και τις διεκδικήσεις υποψηφίων πολυ-πολικών δυνάμεων όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο πρόεδρος Τραμπ βρίσκεται σήμερα ενώπιον των ευθυνών του. Η πολιτική εξαπάτηση των οπαδών του εξελίχθηκε και σε δική του αυταπάτη.

Ένας άλλος συνασπισμός συμφερόντων, το “Αντι-Ρωσικό κόμμα” συσπειρώνει όλο το κατεστημένο της Αμερικανικής πρωτεύουσας ενάντια στη μοναδική πρωτότυπη πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ: να φέρει τις ΗΠΑ και τη Ρωσία σε ένα στάδιο άτυπης συνεννόησης τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις κοινές προκλήσεις σε θέματα παγκόσμιας ασφάλειας. Η πρωτοβουλία αυτή όμως στερεί από το κατεστημένο της Ουάσινγκτον κυριολεκτικά “τα προς το ζειν” του. Όλα τα προνόμια του establishment απειλούνται.

Οι αντίπαλοι του προέδρου Τραμπ υποστηρίζουν πως αν διαταραχθεί το status quo, η επόμενη μέρα θα φέρει άγνωστης έντασης κραδασμούς στην κατανομή πολιτικής ισχύος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με τη διεθνή παρουσία των ΗΠΑ να συρρικνώνεται όπως την εποχή του Μεσοπολέμου. Κάτι τέτοιο, υποστηρίζουν, θα επέτρεπε την ανάδειξη πολλαπλών απειλών για όλο τον κόσμο και θα έφερνε τους ορκισμένους εχθρούς των ΗΠΑ προ των πυλών.

Οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν εκφραστεί δημόσια για τις επικείμενες απειλές και τα στελέχη τους θεωρούν την απόφαση του προέδρου Τραμπ να πλησιάσει τη Ρωσία ως αυτοκτονική για τα διεθνή συμφέροντα των ΗΠΑ.

Η βιομηχανία πολεμικής τεχνολογίας και οι ανά τον κόσμο κοινοπραξίες της πιέζουν για την διατήρηση των συμφωνιών εξοπλισμού φιλικών κρατών και για την παραμονή μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων σε βάσεις προκεχωρημένης επιχειρησιακής δυνατότητας, γιατί όπως υποστηρίζουν, αυτό αυξάνει τις παραγγελίες, κινεί τμήματα της οικονομίας, δημιουργεί θέσεις εργασίας και προβάλλει την έρευνα και την καινοτομία.

Τα ινστιτούτα μελετών, τα γνωστά think tank, της Ουάσινκτον διαβιούν μια σχεδόν παρασιτική ύπαρξη, προσκολλημένα στο State Department, το Homeland Security, τη CIA, την NSA, αλλά και τον ίδιο τον Λευκό Οίκο, ανάλογα με τις συμπάθειες και τις υποχρεώσεις του εκάστοτε ενοίκου του. Η ευημερία των fellows, των αναλυτών και των υποτρόφων βασίζεται σε προγράμματα μελετών που μοιράζει η Αμερικανική κυβέρνηση στις δεξαμενές σκέψεις, συντηρώντας έναν ολόκληρο στρατό μεταφερόμενων από ινστιτούτο σε ινστιτούτο μελετητών. Το πλέγμα της συνεργασίας μεταξύ της ίδιας της Αμερικανικής κυβέρνησης και των δεξαμενών σκέψης είναι τόσο δυσδιάκριτο, ώστε να γίνεται αδύνατος ο διαχωρισμός μεταξύ των αιρετών κέντρων λήψης αποφάσεων και των ινστιτούτων.

Εταιρείες διεθνών επενδυτικών σχημάτων, βιομηχανίες με μονάδες παραγωγής εκτός ΗΠΑ, τράπεζες και εταιρείες consulting, συγκροτούν άλλη μία μονάδα του κατεστημένου με σαφώς προσδιορισμένα συμφέροντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διεθνική τους δραστηριότητα οδηγεί την παγκοσμιοποίηση και δεν νοεί, ούτε σαν αστείο,,την πιθανότητα υποχώρησης των ΗΠΑ από τον διεθνή της ρόλο.

Διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, με την πολιτική τους αφύπνιση να προσδιορίζεται χρονικά στην μετα-Βιετνάμ περίοδο, βλέπουν στο πρόσωπο του προέδρου Τραμπ τον μισητό εχθρό των οραμάτων της νιότης τους. Τα ΜΜΕ φιλοξενούν τα καυστικά τους άρθρα, με μόνιμες στήλες Trump-bashing (χτυπώντας τον Τραμπ) όπου ανακαλύπτουν κρυφές προθέσεις πίσω από κάθε κίνηση του Αμερικανού προέδρου. Ό,τι και να κάνει, ό,τι και να προτείνει η αντίδραση είναι ίδια, ενιαία και απροκάλυπτα εχθρική.

Ποιοι μένουν; Όχι πολλοί. Οι Χριστιανοί Ευαγγελιστές και οι Σιωνιστές στηρίζουν ακόμα τον Αμερικανό πρόεδρο καθώς ο ίδιος δείχνει να παραμένει πιστός στη συμμαχία με το Ισραήλ, ανεξάρτητα με το αν η πράξη ακολουθεί τα λόγια. Όσοι συμμετέχουν στην οικονομία των Μεσο-Δυτικών πολιτειών επίσης στηρίζουν τον Αμερικανό πρόεδρο, δηλώνοντας ξεκάθαρα την αντίθεσή τους με νέους πολέμους, εκστρατείες και στρατιωτικές περιπέτειες. Όμως και εδώ υπάρχει το παράδοξο. Αδυνατώντας να καταλάβει, ο μέσος Αμερικάνος και οπαδός του προέδρου Τραμπ, τις διεθνείς αλληλεξαρτήσεις προτιμά να σκέφτεται απλοϊκά. Το 37% των οπαδών Τραμπ, για παράδειγμα, θαυμάζει τον πρόεδρο Πούτιν ενώ συγχρόνως αντιπαθεί την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμπάθειες και αντιπάθειες στήνονται με βάση το φαντασιακό και τις υποσυνείδητες φοβίες.

Εδώ παρατηρείται και η συνεχόμενη πολιτική εκτροπή του προέδρου Τραμπ: αντί να διαπαιδαγωγήσει, να καθοδηγήσει και να ενημερώσει τους οπαδούς του, αφήνεται να συμμετέχει στο φαντασιακό τους προσθέτοντας τους δικούς του ευσεβείς πόθους στην ρητορική του Let's make America Great Again.

* Ο κ. Λευτέρης Δρακόπουλος είναι ιστορικός. Διδάσκει στο Πανεπιστημιακό Σύστημα της Πολιτείας του Μέρυλαντ (ΗΠΑ).