Η ανίατη αρρώστια της ακροαριστερής βίας

Η βία «δεν είναι η μαμή της ιστορίας», όπως πίστευε ο γέρο Μαρξ τον 19ο αιώνα, αλλά μία μεταστατική αρρώστια που τρώει τα σπλάχνα της κοινωνίας. Έχει κυλήσει πολύ νερό στις όχθες του Ρουβίκωνα (του ποταμού και όχι της ελληνικής οργάνωσης που έγινε γνωστή για τις παρεμβάσεις της σε κοτοπουλάδικα), από τότε που ο πατριάρχης της κομμουνιστικής ιδεολογίας, διατύπωσε αυτή την άποψη. 

Στην Ελλάδα, για πολλούς και διάφορους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, ένα μέρος του πολιτικού συστήματος, δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη βία, είτε αυτή ασκείται συλλογικά από διάφορες αγέλες κουκουλοφόρων, είτε ασκείται ατομικά, από διάφορους που πιστεύουν πως έτσι πλησιάζει ο καιρός του γενικού ξεσηκωμού ή της επανάστασης. Δεν έχει πρόβλημα, αυτό το τμήμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας, ούτε με τη δημιουργία άβατων - αν και το σωστό θα ήταν πως θα έπρεπε να λέγονται γκέτο - στα οποία εγκαταβιώνουν και εξαπολύουν τις επιθέσεις τους κατά της κοινωνίας, άτομα του πολιτικού περιθωρίου και του κοινού ποινικού εγκλήματος. 

Η επίθεση κατά του υπουργού Υγείας και της οικογένειάς του, την Κυριακή το μεσημέρι την ώρα που έτρωγε, είναι ένα ακόμη επεισόδιο στη σειρά παράνομων πράξεων που στοχεύουν στην τρομοκράτηση του πολιτικού αντιπάλου. Ήταν μία τακτική που εφαρμόστηκε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες μετά τη χρεοκοπία της χώρας, όταν μέσω των Σελίδων Κοινωνικής Δικτύωσης, συγκεκριμένα πολιτικά στελέχη που βρίσκονται σήμερα στο κοινοβούλιο, ενημέρωναν τις εξαγριωμένες συμμορίες για το πού βρισκόταν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι με στόχο τον προπηλακισμό τους. Τα παραδείγματα άπειρα και οι μνήμες νωπές. 

Το γεγονός ότι υπάρχουν κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν καταδικάζουν παρόμοιες τρομοκρατικές ενέργειες, δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν, απολύτως. Θεωρεί τους δράστες «παιδιά», «ημιπιτσιρικάδες», «χώρο» κ.λπ. άλλα ευφάνταστα και πολιτικώς ευτράπελα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως μεταξύ των στελεχών του, υπάρχουν αρκετοί που κρατούν ανοιχτούς τους δίαυλους επικοινωνίας με όλους αυτούς. 

Πέραν αυτού, για την ελληνική αριστερά, υπάρχει «καλή» και «κακή» βία, αναλόγως της μεριάς που στέκεται κανείς, όταν πέφτουν οι βόμβες μολότοφ, κατά δήλωση του κ. Τσίπρας αυτοπροσώπως. 

Για την ελληνική αριστερά και την χαμηλής έντασης τρομοκρατία που ασκείται από διάφορες αγέλες αυτοπαρουσιαζόμενων ως «λαϊκών αγωνιστών», ισχύει το ρηθέν από τον Μάο Τσε Τουνγκ «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Ποντάρουν στην αναταραχή, ελπίζουν στο χάος, για να αυτοπροταθούν ως σωτήρες. 

Δεν βρίσκουν ποτέ λίγα λόγια συμπαράστασης για τα θύματα των «καταδρομικών επιδρομών», χαμογελώντας ειρωνικά σε διάφορες τηλεοπτικές συζητήσεις. Την ίδια στιγμή, επικαλούνται υπαρκτά και, πολλές φορές ανύπαρκτα ιστορικά γεγονότα, για να δικαιολογήσουν τη βία. Όταν, όμως, υφίστανται οι ίδιοι κάποια μορφής βία, οχλαγωγούν υποστηρίζοντας πως υπάρχει θέμα δημοκρατίας στη χώρα. Πρώτα την υπονομεύουν και, στη συνέχεια, την επικαλούνται. Τη Δημοκρατία. 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος από την καλλιέργεια δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και ιδιαίτερα, απέναντι στη Δικαιοσύνη. Σε αυτό είναι άφταστοι μάστορες. Κλασσικό παράδειγμα, ο δικηγόρος, υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ματζουράνης, γνωστός ως γραμματοκομιστής του Κοσκωτά και καταδικασθείς για το εν λόγω σκάνδαλο, ο οποίος μιλώντας αυτές τις ημέρες στο εκλογικό του ακροατήριο, προκειμένου να δικαιολογήσει την καταδίκη του συνυποψήφιου του κ. Παππά από το Ειδικό Δικαστήριο με ψήφους 13-0, επικαλέστηκε «ποσοστά Τσαουσέσκου» και με ένα λογικό άλμα κατέληξε πως «αξιοποιήθηκαν μέθοδοι Τσαουσέσκου» για την λήψη της απόφασης. Πάλι καλά που δεν πρότεινε και το «τέλος Τσαουσέσκου», όπως έκανε γνωστός δημόσιος διανοούμενος του ΣΥΡΙΖΑ προ ολίγων εβδομάδων. 

Αν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η σημερινή κυβέρνηση απέδωσε κάτω του μετρίου, είναι εκείνος του περιορισμού, με βάση τον ισχύον Σύνταγμα και την νομοθεσία, της ακροαριστερής βίας. Κατανοώ την πολιτική των ήπιων τόνων και την αποφυγή των εντάσεων που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια, απέναντι σε ανέντιμες προσπάθειες, τόσο τον καιρό της πανδημίας (βλέπε πλατεία Νέας Σμύρνης), ωστόσο, έχει καταντήσει πια πολύ κουραστική αυτή η επανάληψη των χαμηλής έντασης τρομοκρατικών ενεργειών που μένουν αναπάντητες από τη συντεταγμένη πολιτεία.

Κανείς δεν λέει πως πρέπει να περισταλούν τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, κανενός. Εκείνο, όμως, που προέχει πάντα στη Δημοκρατία, είναι η προστασία όλων από αυθαιρεσίες και βίαιες επιθέσεις, με βάση τη διαβόητο «πολιτικό πρόσημο» εκείνων που τις διαπράττουν.