Η Τ. Μέι αντιμέτωπη με την «άβυσσο» του Brexit

Η Τ. Μέι αντιμέτωπη με την «άβυσσο» του Brexit

Του Γιάννη Μαντζίκου

Η διαπραγμάτευση που γινόταν μέχρι ξημερώματα Δευτέρας για την συμφωνία ανάμεσα σε Ε.Ε και Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλυσε τον γόρδιο δεσμό που λέγεται Brexit, παρά το γεγονός ότι αξιωματούχοι των δυο πλευρών σημείωναν ότι «βρίσκονται κοντά».

Την ίδια ώρα, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι μοιάζει να βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο καθώς, αφού εκτός των δεδομένων πιέσεων από από τους ευρωσκεπτικιστές βουλευτές και υπουργούς της, ο σύμμαχος της στην κυβέρνηση, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα προειδοποιεί ότι θα αποσύρει τη στήριξή του αν η συμφωνία θίξει τα συμφέροντα της περιφέρειας του.

Σημειώνεται ότι οι διαφορές για τις οποίες ερίζουν Βρετανία και Ε.Ε αφορούν κυρίως το λεγόμενο «backstop», δηλαδή τη συμφωνία προσωρινής παραμονής ολόκληρου του Ηνωμένου Βασιλείου σε μία τελωνειακή ένωση με την ΕΕ ώστε να αποφευχθούν τα σκληρά σύνορα στην Ιρλανδία.

Οι ευρωσκεπτικιστές Συντηρητικοί φοβούνται ότι οι προτάσεις της Τερέζα Μέι θα κρατήσουν επ'' αόριστον τη Βρετανία στην τελωνειακή ένωση της Ε.Ε, ενώ οι Ενωτικοί δεν θέλουν να δεχθούν διαφορετικούς κανόνες από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.

Χθες πάντως, ήταν η σειρά της Υπουργού Διεθνούς Βοήθειας Πένι Μορντό να προστεθεί στην εσωκομματική πολιορκία την οποία υφίσταται η πρωθυπουργός, δηλώνοντας ότι «κανείς δεν έχει το ελεύθερο να αποφασίζει χωρίς εμάς (εννοώντας τους Υπουργούς). Είχε προηγηθεί, η από περασμένης Παρασκευής, παραίτηση του Τζο Τζόνσον Υπουργού των Μεταφορών ο οποίος έκανε λόγο για «ένα ασυνάρτητο Brexit». Με αφορμή αυτά, ο αρθρογράφος της Βρετανικής εφημερίδας Guardian, Σάιμον Τζένκινς έγραφε «οι συνάδελφοι της Μέι την υποδαυλίζουν, χωρίς οι ίδιοι να έχουν κάποια εναλλακτική και χωρίς να γνωρίζουν τι συνέπειες θα έχει για την χώρα ένα άτακτο Brexit».

Με βάση την κατάσταση αυτή, η πρωθυπουργός ανέκρουσε πρύμνη, αποφασίζοντας στο σημερινό Υπουργικό Συμβούλιο να συζητηθούν απλά οι εξελίξεις και όχι να τεθεί προς έγκριση το σχέδιο της, κάτι που σημαίνει ότι αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, η έκτακτη σύνοδος κορυφής της Ε.Ε για το Brexit είναι αδύνατο να συγκληθεί ως το τέλος Νοεμβρίου. Εκτός των άλλων, υπάρχουν και οι κυβερνήσεις αρκετών κρατών-μελών της ΕΕ οι οποίες έχουν ζητήσει από τον διαπραγματευτή της Κομισιόν Μισελ Μπαρνιέ να μελετήσουν την τελική συμφωνία εφόσον αυτή επιτευχθεί.

Αυτός πάντως που δεν καταλαβαίνει από πολιτικά «τερτίπια» είναι ο επιχειρηματικός κόσμος, ο οποίος όσο πλησιάζει ο Μάρτιος του 2019, ημερομηνία εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε, όχι μόνο κρούει τον κώδωνα αλλά ηχεί συναγερμό. Χαρακτηριστική η προειδοποίηση του Ίαν Ράιτ, επικεφαλής της πανίσχυρης ένωσης ομοσπονδίας ποτών και τροφίμων που τόνισε ότι σε περίπτωση μη συμφωνίας και «άτακτου Brexit», οι επιχειρήσεις του κλάδου θα χρειαστούν μια επιχείρηση διάσωσης αντίστοιχη με εκείνη που είχε υπάρξει στην περίπτωση των τραπεζών, μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει πρόσφατο γράμμα του Υπουργείου Υγείας προς το NHS, το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας στο οποίο ζητά να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες για τα αποθέματα τροφίμων τα οποία ως επί το πλείστον εισάγονται από την Ευρώπη.

Οι τραπεζες JP Morgan και η Citi εκτιμούν πάντως ότι στο τέλος θα αποφευχθεί ένα άτακτο brexit, αφού ομως πρώτα περάσει από «σαράντα κύματα».