Μάχη χαρακωμάτων στις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό της ΕΕ

Μάχη χαρακωμάτων στις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό της ΕΕ

«50-50» είναι οι πιθανότητες να επιτευχθεί σήμερα ένας αμοιβαία αποδεκτός συμβιβασμός αναφορικά με τον νέο επταετή προϋπολογισμότης ΕΕ, για την περίοδο 2021-'27. Αυτό αναφέρουν οι τελευταίες πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, όπου διεξάγεται από χθες η μαραθώνια έκτακτη σύνοδος κορυφής. Εάν αυτό δεν συμβεί, οι «27» είναι πιθανό να παραπέμψουν το θέμα σε επόμενη σύνοδο, μάλλον τον επόμενο μήνα. 
Οι ίδιες πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα νέο σχέδιο που πρόκειται να παρουσιαστεί, με στόχο να αποτελέσει βάση συζήτησης, δίνοντας τη δυνατότητα σύγκλισης, ώστε να μην επαναληφθεί το χθεσινοβραδινό αδιέξοδο. Επισήμως, πάντως, στο τραπέζι παραμένει μόνο η πρόταση του προέδρου του Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ (σε μεγάλο βαθμό παραπλήσια με εκείνη της φινλανδικής προεδρίας), η οποία όμως δεν έχει γίνει δεκτή ούτε από την ομάδα των χωρών του Βορρά, που απαιτούν «ψαλίδι», ούτε όμως και από τους εταίρους της νότιας και ανατολικής Ευρώπης και την Ευρωβουλή, που ζητούν περισσότερα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το πρωί, πολλοί ηγέτες έδειχναν ήδη να έχουν πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να βγει «λευκός καπνός» σε αυτή την σύνοδο. «Προσωπικά, είμαι έτοιμη να μείνω εδώ ολόκληρο το Σαββατοκύριακο, όμως δεν πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σε συμφωνία», δήλωσε χαρακτηριστικά η νεαρή πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρέντερικσεν. 

«Μικρά θαύματα είναι πιθανά», είπε από την πλευρά του ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, αφήνοντας ανοιχτή μια μικρή χαραμάδα αισιοδοξίας. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως ο ίδιος, μαζί με την Φρέντερικσεν και τους συναδέλφους τους από την Αυστρία και τη Σουηδία, αυτοί που τα έχουν... στυλώσει και επιμένουν ότι όχι απλώς δεν πρέπει να αυξηθούν τα κονδύλια αλλά, αντιθέτως, είναι αναγκαίο να μειωθούν. 

Λιγότερες χώρες, μικρότερος προϋπολογισμός

Επισήμως, το επιχείρημά τους είναι ότι με μία χώρα λιγότερη μετά το Brexit, ο προϋπολογισμός θα πρέπει να περικοπεί σε αντίστοιχο ποσοστό με το οικονομικό ειδικό βάρος που αυτή αντιπροσώπευε. Ανεπισήμως και επί της ουσίας, αυτό που θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν είναι τις επιθέσεις των ευρωσκεπτικιστών και εθνικιστών στο εσωτερικό των χωρών τους, ότι δίνουν λεφτά για τους φτωχούς της ΕΕ και όχι για τους δικούς τους πολίτες. 

Φαίνεται, μάλιστα, πως αυτό είναι κάτι που λειτουργεί καταλυτικά και στην περίπτωση της Γερμανίας και της καγκελαρίου της, η οποία ουσιαστικά βρίσκεται στο πλευρό των «4» προαναφερθέντων ηγετών. Έτσι, οι ελπίδες του στρατοπέδου των πιο αδύναμων χωρών – στο οποίο ηγετικό ρόλο διαδραματίζει ο Πορτογάλος πρωθυπουργός, Αντόνιο Κόστα – περιορίζονται περαιτέρω. Μαζί, βεβαίως, με την αισιοδοξία ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο στην ΕΕ και να υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια για «περισσότερη Ευρώπη». 

«Δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με λιγότερα», είναι η φράση που κυριαρχεί στις τάξεις του παραπάνω στρατοπέδου – την οποία διατύπωσε και ο Έλληνας πρωθυπουργός. «Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις του 21ου αιώνα με ένα προϋπολογισμό ο οποίος έχει τη ρίζα του στη δεκαετία του '80», σημείωσε από την πλευρά του υψηλόβαθμος Ευρωπαίος διπλωμάτης, αποτυπώνοντας εύστοχα το βάθος της κρίσης και του αδιεξόδου. 

Για ποια Ευρώπη; 

Για την ώρα, λοιπόν, καθώς απουσιάζει η πολιτική βούληση για «περισσότερη Ευρώπη», η απόσταση που χωρίζει τα διάφορα στρατόπεδα παραμένει αγεφύρωτη. Για του λόγου το αληθές, ανάμεσα στο 1% του συνολικού ΑΕΠ των «27» που υποστηρίζει το κλαμπ των πλουσίων του Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία) και το 1,3% που ζητά – μάλλον μαξιμαλιστικά... – το Ευρωκοινοβούλιο μεσολαβούν περίπου 300 δισ. ευρώ στην επταετία, τα οποία μειώνονται κάπου στο μισό με βάση τις πιο μετριοπαθείς προτάσεις της Κομισιόν και της προεδρίας. 

Και δεν είναι μόνο αυτό φυσικά. Διότι εκτός από το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού, εξίσου «καυτό» είναι το ζήτημα της κατανομής των κονδυλίων του, μιας και υπάρχουν επίσης μεγάλες αποκλίσεις στις προτεραιότητες που έχουν οι ομάδες των εταίρων. Έτσι, η υπόθεση μοιάζει με γόρδιο δεσμό και η λύση που τελικά θα δοθεί είναι βέβαιο ότι θα αφήσει κάποιους αδικημένους – και όλους να αναρωτιούνται: Για ποια Ευρώπη, ρε γαμώτο;