Πέντε διπλωματικοί δρόμοι για να αποτραπεί η σύγκρουση
Ουκρανικό

Πέντε διπλωματικοί δρόμοι για να αποτραπεί η σύγκρουση

Ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας εξακολουθεί να ελοχεύει, καθώς η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών παραμένει, παρά το έντονο διπλωματικό παρασκήνιο των τελευταίων ημερών. Σε περίπτωση ρωσικής εισβολής, όπως φοβάται η Δύση -παρότι η Μόσχα αρνείται κάτι τέτοιο κατηγορηματικά- χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους και ακόμα περισσότεροι θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Το οικονομικό κόστος θα είναι ανυπέρβλητο, ενώ θα προκύψει μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, συγκρίσιμη μόνο με αυτή μετά τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του '90, αλλά και του 2015 με τον πόλεμο στη Συρία.

Η κατάσταση παραμένει αμετάβλητη τις τελευταίες εβδομάδες. Η Ρωσία εξακολουθεί να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορά της με την Ουκρανία, ενώ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση απειλούν με άνευ προηγουμένου κυρώσεις, εάν η Μόσχα «διαβεί τον Ρουβίκωνα». Υπάρχει όμως διπλωματική διέξοδος σε αυτό το αδιέξοδο της έντασης που θα οδηγήσει στην οριστική αποκλιμάκωση;

Διπλωμάτες και γεωπολιτικοί αναλυτές τονίζουν ότι πρόκειται για δύσβατο δρόμο, όπου προκειμένου να αποφευχθεί ο πόλεμος, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να κάνουν πολύ προσεκτικές κινήσεις και υποχωρήσεις. Στην ιστοσελίδα του το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο BBC παρουσιάζει τους πέντε διπλωματικούς δρόμους για να αποτραπεί η σύγκρουση. 

Πρώτος δρόμος: Η Δύση πείθει τον Πούτιν να υποχωρήσει

Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι δυνάμεις της Δύσης θα μπορούσαν να αποτρέψουν αποτελεσματικά κάθε περίπτωση εισβολής πείθοντας τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ότι το κόστος μιας τέτοιας ενέργειας θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα όποια κέρδη. Οι Δυτικοί ηγέτες θα έπειθαν τον Πούτιν, ότι οι ανθρώπινες απώλειες, οι οικονομικές κυρώσεις και το διπλωματικό πλήγμα θα ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα όποια κέρδη θα απεκόμιζε στο πεδίο της μάχης.

Επίσης, θα έκαναν τον Ρώσο πρόεδρο να φοβάται ότι η Δύση θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Ουκρανία με αποτέλεσμα η Ρωσία να «βαλτώσει» για χρόνια σε έναν δαπανηρό πόλεμο χωρίς ουσιαστικά κέρδη. Ο Πούτιν θα έπρεπε να πειστεί ότι μια τέτοια οδυνηρή για τη χώρα του κατάσταση, θα έβλαπτε και τον ίδιο προσωπικά, καθώς θα τροφοδοτούσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του και θα κινδύνευε η προεδρία του.

Σύμφωνα πάντα με αυτό το σενάριο, η Δύση θα μπορούσε να επιτρέψει στον Πούτιν να ισχυριστεί ότι πέτυχε μια διπλωματική νίκη και να παρουσιαστεί ως υπέρμαχος της ειρήνης, που επιλέγει να μην απαντά στρατιωτικά στις προκλήσεις του ΝΑΤΟ. Ο Ρώσος πρόεδρος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι επιτέλους οι Δυτικοί έλαβαν υπόψιν τους τις «δικαιολογημένες ανησυχίες του για την ασφάλεια της Ρωσίας» και θα υπενθύμιζε με μια τέτοια κίνηση, τον ρόλο της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης, ενισχύοντας παράλληλα την ρωσική παρουσία στη Λευκορωσία.

Η δυσκολία σε αυτό το σενάριο έγκειται στο τι θα συμβεί σε περίπτωση αποτυχίας του Πούτιν. Οι ενέργειές του θα είχαν ως αποτέλεσμα να συνασπιστούν εναντίον του οι Δυτικοί και οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ να πλησιάσουν ακόμα περισσότερο τα ρωσικά σύνορα και άλλες γειτονικές της Ρωσίας χώρες, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία να ενθαρρυνθούν να ενταχθούν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το πρόβλημα είναι ότι εάν ο Πούτιν θέλει να ελέγχει την Ουκρανία και να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, δεν υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για να υποχωρήσει.

Δεύτερος δρόμος: Μια νέα συμφωνία ασφάλειας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας

Οι ηγέτες της Δύσης έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν δέχονται κανέναν συμβιβασμό στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και το δικαίωμα του Κιέβου να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.

Οι ΗΠΑ και η Συμμαχία δέχονται πάντως ότι κοινός τόπος με τη Ρωσία θα μπορούσε να βρεθεί και σε μια σειρά ζητημάτων ασφαλείας. Όπως για παράδειγμα, συμφωνία για μείωση του αριθμού των πυραύλων που έχουν στο οπλοστάσιό τους και οι δύο πλευρές, ενίσχυση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ Μόσχας και ΝΑΤΟ, μεγαλύτερη «διαφάνεια» στις στρατιωτικές ασκήσεις.

Η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει ότι τέτοια ζητήματα δεν θα ήταν αρκετά να την καθησυχάσουν στο ενδεχόμενο ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και να υποβαθμίσουν τον κίνδυνο για την ασφάλειά της. Αλλά εάν, για παράδειγμα, απομακρυνθούν οι πύραυλοι του ΝΑΤΟ από περιοχές κοντά στα σύνορα με την Ρωσία, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να κατευνάσει, έστω και εν μέρει, τις ανησυχίες της Μόσχας. Κατά κάποιον τρόπο, ο Πούτιν έχει ήδη καταγράψει κέρδη σε αυτό πεδίο, καθώς ενέπλεξε την Ευρώπη σε έναν διάλογο για την ασφάλεια με τους ρωσικούς όρους.

Τρίτος δρόμος: Νέα «Συμφωνία του Μινσκ» μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας

Με τη Συμφωνία του Μινσκ το 2015 τερματίστηκε ο πόλεμος μεταξύ των ουκρανικών δυνάμεων και των Ρωσόφιλων στην ανατολική Ουκρανία. Παρότι, εκ των πραγμάτων η συμφωνία απέτυχε καθώς οι εχθροπραξίες ουδέποτε τερματίστηκαν, έθεσε τις βάσεις για έναν πολιτικό συμβιβασμό.

Σύμφωνα με τους Δυτικούς ηγέτες, μια ανανεωμένη «Συμφωνία του Μινσκ» θα μπορούσε να αποτελεί λύση στο πρόβλημα. Με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να δηλώνει ότι η Συμφωνία του Μινσκ «είναι ο μόνος δρόμος για να οικοδομηθεί η ειρήνη». Επίσης, ο Βρετανός υπουργός Άμυνας Μπεν Γουάλας δήλωσε στο BBC ότι η αναβίωση της Συμφωνίας του Μινσκ αποτελεί «έναν ισχυρό τρόπο για αποκλιμάκωση».

Το γεγονός πάντως ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι περίπλοκες και αμφισβητούνται από Μόσχα και Κίεβο, αποτελεί πρόβλημα. Το Κρεμλίνο απαιτεί από την Ουκρανία να διεξαχθούν εκλογές, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος των ρωσόφιλων πολιτικών. Στον αντίποδα, το Κίεβο θέλει η Μόσχα να αφοπλίσει και να απομακρύνει τους Ρωσόφιλους μαχητές.

Η μεγαλύτερη διαμάχη ανάμεσα στις δύο πλευρές έχει να κάνει με το ποσοστό αυτονομίας στους αποσχισχθέντες θύλακες του Ντονμπάς. Το Κίεβο επιθυμεί «ήπια» αυτονομία, ενώ η Μόσχα υποστηρίζει ότι οι περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ θα πρέπει να έχουν λόγο στην εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας και επομένως να μπορούν να θέσουν βέτο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ. 

Ο μεγαλύτερος φόβος για το Κίεβο είναι ότι με μια νέα Συμφωνία του Μινσκ, η Ουκρανία δεν θα μπορέσει ποτέ να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, χωρίς οι χώρες της Συμμαχίας να μπορούν να κάνουν κάτι γι'αυτό.

Τέταρτος δρόμος: H Ουκρανία να καταστεί ουδέτερη, όπως η Φινλανδία

Μπορεί η Ουκρανία να πειστεί να υιοθετήσει ένα είδος ουδετερότητας; Υπήρξαν πληροφορίες, που επισήμως διαψεύστηκαν, σύμφωνα με τις οποίες, Γάλλοι αξιωματούχοι πρότειναν η Ουκρανία να ακολουθήσει το φινλανδικό μοντέλο. Υπενθυμίζεται ότι η Φινλανδία υπήρξε ουδέτερη καθ'όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που παρέμεινε και παραμένει εκτός ΝΑΤΟ.

Θα μπορούσε και το Κίεβο να ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική, ώστε να αποφευχθεί μια στρατιωτική σύγκρουση και να ικανοποιηθεί και η επιθυμία του Πούτιν να μην ενταχθεί ποτέ η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Και η Συμμαχία θα συνέχιζε την «πολιτική της ανοιχτής πόρτας» για όλους και η Ουκρανία θα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την ένταξή της. Σύμφωνα όμως με τους αναλυτές, κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό. Η ουδετερότητα θα αποτελούσε μια μεγάλη παραχώρηση για το Κίεβο, που θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις ΝΑΤΟϊκές του φιλοδοξίες. Επίσης, μια ουκρανική ουδετερότητα θα μπορούσε να διακινδυνεύσει και την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πέμπτος δρόμος: Η παρούσα στασιμότητα να γίνει νέα κανονικότητα

Θα μπορούσε η παρούσα ένταση να αποκλιμακωθεί με το πέρασμα του χρόνου; Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η Ρωσία θα μπορούσε να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα ουκρανικά σύνορα και να τερματίσει τις στρατιωτικές ασκήσεις. Αλλά την ίδια ώρα θα συνέχιζε να υποστηρίζει τους ρωσόφιλους εξεγερμένους του Ντονμπάς και η ουκρανική οικονομία και το ουκρανικό πολιτικό σκηνικό θα συνεχίζουν να αποσταθεροποιούνται υπό την ρωσική απειλή.

Επίσης, η Δύση θα συνέχιζε να διατηρεί ισχυρές δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ Δυτικοί και Ρώσοι διπλωμάτες θα πραγματοποιούσαν άκαρπες συναντήσεις για την εξεύρεση λύσης.    

Η κατάσταση θα παρέμενε ουσιαστικά η ίδια και σταδιακά οι ρωσοουκρανικές διαφορές δεν θα ήταν πρώτο θέμα στην επικαιρότητα. Το Κίεβο φοβάται ότι είναι αυτό που θα πρέπει να κάνει τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις και έχει να χάσει τα περισσότερα σε μια τέτοια κατάσταση.

Το σημαντικό πάντως είναι ότι παρότι το αδιέξοδο, όλοι οι εμπλεκόμενοι δείχνουν διάθεση για διάλογο. Όσο συνεχίζεται αυτός ο διάλογος, τόσο θα υπάρχει ελπίδα για εξεύρεση ειρηνικής λύσης στο πρόβλημα.