Πικρή η γεύση της νίκης Μόντι 
AP Photo/Manish Swarup
AP Photo/Manish Swarup

Πικρή η γεύση της νίκης Μόντι 

Ο Ναρέντρα Μόντι δηλώνει «πολύ, πολύ ευτυχής» για την εκλογική έκβαση. Αλλά δεν είναι. Εξασφαλίζει μεν ιστορική, τρίτη θητεία στην πρωθυπουργία της Ινδίας, όμως ο θρίαμβος που περίμενε δεν ήλθε. Το κυβερνών Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) υποχρεώνεται για πρώτη φορά στα δέκα χρόνια κυριαρχίας Μόντι να «ακουμπήσει» σε συμμάχους για να κυβερνήσει, ενώ κόντρα στο προγνωστικά η αντιπολίτευση ανακάμπτει θεαματικά.

Περισσότεροι από 640 εκατομμύρια Ινδοί ψήφισαν στη μεγαλύτερη δημοκρατική εκλογική διαδικασία στον κόσμο που διεξήχθη σε επτά φάσεις σε περίοδο έξι εβδομάδων. Η επίσημη καταμέτρηση των ψήφων ήλθε να ανατρέψει τόσο τη γενική εκτίμηση που επικρατούσε προ των εκλογών περί συντριπτικής επικράτησης του Ναρέντρα Μόντι, όσο και των exit poll που είχαν δημοσιοποιηθεί μετά το πέρας της αναμέτρησης.

Το Μπαρατίγια Τζανάτα (Ινδικό Κόμμα του Λαού, BJP) παραμένει σαφώς το μεγαλύτερο κόμμα της Ινδίας, όμως υπέστη σοβαρές απώλειες σε πολλά κρατίδια -και δη σε προπύργιά του, όπως η Ούταρ Πραντές- και για πρώτη φορά θα πρέπει να καταφύγει στους μικρότερους εταίρους του στην Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία της οποίας ηγείται ο Μόντι ώστε να εξασφαλίσει (και πάλι σχετικά οριακά) την πλειοψηφία στη Βουλή των 543 εδρών.

Το BJP ηγούνταν αυτοδύναμης κυβέρνησης έχοντας αποσπάσει 303 έδρες στις εκλογές του 2019. Μαζί με τους εταίρους του στην Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία απολάμβανε ευρεία πλειοψηφία 352 εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο στόχος που είχε θέσει ο Μόντι σε αυτές τις εκλογές ήταν οι 400 έδρες για τη Συμμαχία. Ωστόσο, το ίδιο το BJP κατέληξε με 240 έδρες βάσει της σχεδόν τελικής καταμέτρησης, πολύ κάτω από τις 272 που χρειαζόταν για να κυβερνήσει μόνο του, και σύσσωμη η Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία φάνηκε να πασχίζει μέχρι να ξεπεράσει το απαιτούμενο όριο των 272 εδρών για την πλειοψηφία στη Βουλή (φθάνοντας τις 292 έδρες).

Απέναντι στον Μόντι στάθηκε η νεότευκτη συμμαχία 28 κομμάτων της αντιπολίτευσης με το ακρωνύμιο INDIA (Ινδική Εθνική Αναπτυξιακή Συμπεριληπτική Συμμαχία). Στην κεφαλή της βρίσκεται το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο του Ραχούλ Γκάντι, το οποίο κυβέρνησε την Ινδία τα 54 από τα 76 χρόνια της ανεξαρτησίας της από τη Βρετανία. Στις τελευταίες εκλογές του 2019 και μετά την πρώτη θητεία Μόντι, η άλλοτε κυρίαρχη δύναμη είχε αποσπάσει μόλις 52 από τις 543 έδρες του Κοινοβουλίου. Από το χείλος της πολιτικής εξαφάνισης που έδειχνε να οδεύει, το Εθνικό Κογκρέσο έκανε τώρα στην κάλπη μία εντυπωσιακή επάνοδο, σχεδόν διπλασιάζοντας τον αριθμό των εδρών του σε 97, ενώ η INDIA συγκεντρώνει συνολικά 230 έδρες.

Αν και χάνει την αυτοδυναμία, ο Ναρέντρα Μόντι μπορεί να συγκροτήσει κυβέρνηση με τους νυν εταίρους του στην Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία δίχως να αναγκαστεί να αναζητήσει υποστήριξη από κόμματα και εκτός αυτής, γεγονός που θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο το πολιτικό τοπίο. Και πάλι όμως μένει να διαφανεί πως θα λειτουργήσει στην πράξη ένας κυβερνητικός συνασπισμός.

Δεδομένου ότι χάρη στην Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία διατηρεί την πλειοψηφία, ο Μόντι μπορεί να προχωρήσει -πέραν της ινδουιστικής εθνικιστικής ατζέντας- με τις οικονομικές πολιτικές του, και αυτό διακήρυξε ότι θα πράξει στη νικητήρια ομιλία του -όταν πλέον είχαν ανακάμψει ελαφρώς και οι χρηματιστηριακοί δείκτες αφού πρώτα κατέγραψαν χαμηλό τετραετίας υπό το φόβο των επενδυτών ότι μπορεί να πληγούν οι προοπτικές ανάπτυξης της Ινδίας.

Υπό την ηγεσία του Ναρέντρα Μόντι, η Ινδία έχει εισέλθει σε τροχιά να καταστεί οικονομική δύναμη του 21ου αιώνα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ινδίας αυξήθηκε κατά 55% μεταξύ 2014 και 2023. Η χώρα από την ένατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο εξελίχθηκε στην πέμπτη μεγαλύτερη σε αυτό το χρονικό διάστημα, ενώ προβλέπεται ότι θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και την Κίνα, μέχρι το 2027.

Η οικονομία της προβλέπεται ότι μπορεί άνετα να αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό άνω του 6% τα επόμενα χρόνια και όλα δείχνουν ότι η Ινδία έχει μπροστά της, όχι χρόνια αλλά δεκαετίες ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και μια αναλογία ενεργού πληθυσμού, έναντι εξαρτημένου (ανήλικοι και υπερήλικες) που ευνοεί τις επενδύσεις. Εξάλλου, με την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος η κατανάλωση θα εξελίσσεται σε μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.

Μία Ινδία ελκυστική για επενδύσεις, γεωπολιτικό αντίβαρο στην Κίνα και μία πραγματική εναλλακτική λύση για τη Δύση, έχει «προσφέρει» ο Μόντι. Είναι όμως ταυτόχρονα μία Ινδία λιγότερο δημοκρατική, με τεράστιες οικονομικές ανισότητες, υψηλό πληθωρισμό και ανεργία, και με αλλοιωμένο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Μία Ινδία που αφήνει όλο και λιγότερο χώρο στη διαφωνία και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα, σε ένα μόνιμο κρεσέντο ινδουιστικού εθνικισμού, περιθωριοποίησης της μεγάλης μουσουλμανικής μειονότητας και υποδαύλισης θρησκευτικών διαιρέσεων.

Το συνολικό αυτό μείγμα -οι οικονομικές επιδόσεις που δεν «φθάνουν» όμως στους πολίτες και δη στους νέους που πλήττονται μαζικά από την ανεργία, αλλά και η ροπή Μόντι προς την ενός ανδρός αρχή- θεωρείται ότι συνέβαλε στην τελική έκβαση. Το γεγονός ότι η συμμαχία Μόντι δεν πέτυχε το στόχο που είχε θέσει για κοινοβουλευτική πλειοψηφία δύο τρίτων σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει να τροποποιήσει το Σύνταγμα όπως πολλοί φοβούνταν.

Ο επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Εθνικού Κογκρέσου, Ραχούλ Γκάντι, απέδωσε την εκλογική έκβαση σε απόρριψη της διχαστικής πολιτικής και της αυταρχικής μορφής διακυβέρνησης Μόντι μιλώντας για ψήφο των Ινδών υπέρ της θωράκισης του Συντάγματος και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. 

Η πολιτική πορεία και δημοφιλία του Ναρέντρα Μόντι έχουν βασιστεί στην υποστήριξη από το ένα δισεκατομμύριο και πλέον ινδουιστές της χώρας (το 80% του πληθυσμού), τους οποίους έχει «αποζημιώσει» εγκαινιάζοντας ναούς σε σημεία όπου στέκονταν τεμένη, και προκρίνοντας πλέον τη χρήση του ονόματος Μπάρατ για την Ινδία. Εκ των πλέον αμφιλεγόμενων κινήσεών του ήταν η η ανέγερση του ναού του Ραμ, θεότητας του ινδουισμού, που εγκαινίασε προεκλογικά στην Αντιοντίγια, ακριβώς στο σημείο που βρισκόταν το τέμενος που κατέστρεψαν φανατικοί ινδουιστές το 1992. Και μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις των εκλογών είναι ότι το Μπαρατίγια Τζανάτα χάνει την έδρα του στην Αντιοντίγια -ένδειξη κατά τους αναλυτές ότι η εθνικιστική ινδουιστική ατζέντα έχει δώσει στην αντιπολίτευση ένα μεγάλο βήμα συσπείρωσης, και ίσως έχει κάνει τον κύκλο του το κρεσέντο ινδουιστικού εθνικισμού.

Ακόμη μεγαλύτερο, στρατηγικής σημασίας πλήγμα για το κυβερνών κόμμα και προσωπικά για τον Ναρέντρα Μόντι είναι η απώλεια της Ουτάρ Πραντές, του πολυπληθέστερου κρατιδίου της Ινδίας. Η αντιπολιτευόμενη συμμαχία INDIA κέρδισε 43 από τις 80 έδρες στο κρατίδιο των 200 εκατ. κατοίκων -πρώην πλέον προπύργιο του Ινδικού Κόμματος του Λαού (BJP) ή ορθότερα Κόμματος του Λαού της Μπάρατ.