Πώς επηρεάζει ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ Ελλάδα και Τουρκία

Πώς επηρεάζει ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ Ελλάδα και Τουρκία

Η καθιερωμένη υπογραφή του προϋπολογισμού για την Εθνική Άμυνα από τον Αμερικανό πρόεδρο σηματοδοτεί τη νέα στρατηγική κατεύθυνση των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά τη μερική απόσυρση από ορισμένα μέρη του πλανήτη, η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει ως περιοχή ενδιαφέροντος για την Ουάσιγκτον, το οποίο σημαίνει πως αγγίζει άμεσα και έμμεσα τόσο την Τουρκία όσο και την Ελλάδα.

Η σταδιακή απόσυρση και αναδιάταξη των αμερικανικών δυνάμεων διεθνώς δε μεταφράζεται σε μία μείωση των αμυντικών δαπανών τους. Τουναντίον, ο νέος προϋπολογισμός παρουσιάζεται αυξημένος και εγκρίθηκε με διακομματική συναίνεση, πάνω σε μία συμφωνία για αυτή τη μεγέθυνση.

Ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ παραμένει μακράν ο υψηλότερος σε όλο τον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ένα από τους βασικούς λόγους που επικαλέστηκε ο Τζο Μπάιντεν για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, πατώντας πάνω στις αποφάσεις του προηγούμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ήταν η αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας. Ο Μπάιντεν είχε αναφέρει συγκεκριμένα πως θα αξιοποιήσει ιδιαίτερα το κόστος που θα αποφευχθεί από την αμερικανική παρουσία στην Κεντρική Ασία.

Η συμφωνία με την Αυστραλία για την παροχή πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στην Αυστραλία, το οποίο άλλωστε πυροδότησε μία διαμάχη με τη Γαλλία, έδειξε τη στροφή της προσοχής των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το ενισχυμένο κονδύλι για την αντιμετώπιση της Κίνας επισφραγίζει την τάση αναχαίτισης των φιλοδοξιών του Πεκίνου. Ήδη ο Λευκός Οίκος είχε προσπαθήσει να φέρει και τους Ευρωπαίους συμμάχους στο άρμα εξισορρόπησης της Κίνας. Ακόμα και οι ΗΠΑ δεν το έχουν καταφέρει -μέσω του ΝΑΤΟ για παράδειγμα, φαίνεται πως από τη δική τους πλευρά θα συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια.

Η Ανατολική Μεσόγειος ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί ένα κομμάτι της αμερικανικής στρατηγικής, που εντάσσεται στον αμυντικό σχεδιασμό. Η υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας της Ελλάδας με τις ΗΠΑ έδειξε την πρόθεση για αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα και την ένταξη της στο στρατηγικό πλάνο της Ουάσιγκτον. Η εταιρική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας έχει ωθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετίζεται άλλωστε με την έγκριση του νομοσχεδίου της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ από την αμερικανική Γερουσία. Η Ουάσιγκτον θα είναι σε θέση να παράσχει μαχητικά αεροσκάφη F-35, σε περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει να τα αγοράσει.

Την ίδια στιγμή βέβαια η Τουρκία έχει αποκλειστεί από το πρόγραμμα εξοπλισμού των αεροσκαφών F-35 λόγω των κυρώσεων έπειτα από την προμήθεια των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία. Η Τουρκία βέβαια εξακολουθεί να αποτελεί έναν πιθανό αμερικανικό εταίρο, καθώς παρά τους βερμπαλισμούς, η Άγκυρα πιέζει να ενταχθεί σε κάποιο άλλο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η ένταση με τη Ρωσία φυσικά αποτελεί τον βασικό παράγοντα σε αυτή τη συγκυρία.

Η αναβάθμιση της Ελλάδας στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό ενδεχομένως να εμπλέξει την Αθήνα στην αμερικανορωσική διένεξη. Oι ΗΠΑ ήδη έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν εγκαταστάσεις στην ελληνική επικράτεια, όπως το Λιτόχωρο και το Στεφανοβίκειο για τις επιχειρησιακές τους ανάγκες. Ήδη τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμιστεί η λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα για τις επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή με συνέπεια την αύξηση της σημασίας τους.

Κομβικό ρόλο βέβαια κατέχει ήδη η βάση της Αλεξανδρούπολης για τους στρατιωτικούς σκοπούς της συμμαχίας. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που το Κρεμλίνο ενέταξε δημόσια την Ελλάδα ως μία από τις χώρες μέσω της οποίας πραγματοποιείται μεταφορά εξοπλισμού προς την Ουκρανία για παράδειγμα, στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, έπειτα από τη συσσώρευση της έντασης με τις ΗΠΑ.

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας στις αρχές Δεκεμβρίου έδειξε άλλωστε τη λεπτή ισορροπία στην οποία κινείται η Ελλάδα στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Η τεταμένη κατάσταση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δείχνουν τη σημασία της σημαντικής αύξησης του ύψους του αμερικανικού αμυντικού προϋπολογισμού και της ανάληψης πολιτικών και ευρύτερων δεσμεύσεων από την Ουάσιγκτον.