Πού το πάει ο Ερντογάν
Shutterstock
Shutterstock

Πού το πάει ο Ερντογάν

Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή, όχι ως υπόθεση εργασίας, αλλά -περίπου- ως αξίωμα.

Οι Διεθνείς Σχέσεις, δεν είναι θετική επιστήμη και κατά συνέπεια η επιστημονική μέθοδος που ακολουθείται στις προηγούμενες δεν δύναται να εφαρμοστεί σε αυτές.

Αλλά. 

Οι Διεθνείς Σχέσεις υιοθετώντας την επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης ανάλογων φαινομένων σε πρότερο χρόνο, εξάγουν συμπεράσματα. 

Ένα εξ αυτών, είναι πως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήδη από το 1955, η τουρκική πλευρά ακολουθεί μια κλιμακούμενη και δυστυχώς ατέρμονη διαδρομή,  στον αναθεωρητισμό της. 

Οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν είναι παράγωγο της πολιτικής Ερντογάν.

Ο ίδιος ο Ερντογάν, δεν, έχασε την ικανότητα λογικής επεξεργασίας της πραγματικότητας και φυσικά την ψυχραιμία του «τον τελευταίο καιρό», αλλά η σκέψη του, υπαγορευόμενη και από την ιδιοσυγκρασία του, παραμένει η ίδια ήδη από τότε που ήταν δήμαρχος της «ευρύτερης περιφέρειας Κωνσταντινούπολης». Ούτε ο «πόλεμος» που ξεκίνησε ο εταίρος του επί μακρόν Gülen, εναντίον του, ούτε το οπερατικό «πραξικόπημα» του 2016, ήταν αυτά που τον έκαμαν να «χάσει την αίσθηση του μέτρου».

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν θα αλλάξουν πλαίσιο και χαρακτήρα μετά τις Προεδρικές του 2023. Ο τόνος της ρητορικής, ίσως (και με πάρα πολλές επιφυλάξεις). 

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν δύναται να «επιστρέψουν» στην «χρυσή εποχή» Βενιζέλου - Ατατούρκ, αρχικά γιατί ουδείς μπορεί να γνωρίζει πως θα διαμορφώνονταν η τουρκική πολιτική «Εάν» ο τελευταίος δεν έκοβε το νήμα της ζωής του στην ηλικία των 57 ετών.

Πολύ απλά, εφόσον πρώτη προτεραιότητα του Μουσταφά Κεμάλ ήταν η εγκαθίδρυση και παγίωση ενός καθεστώτος νεωτεριστικού και καινοφανούς, δεν είχε την «πολυτέλεια» τουλάχιστον προσωρινά να προχωρήσει σε πρόωρους αναθεωρητισμούς. Η Ιστορία φυσικά δεν γράφεται με «Εάν», και τα τελευταία, ισχύουν πλέον ως απλή πλην ενδιαφέρουσα νοητική άσκηση.

Εξίσου απλά όμως, ο ελλαδικός χώρος -της Κύπρου συμπεριλαμβανομένης- δεδηλωμένα πλέον εκτιμάται από την τουρκική πλευρά, (τη συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον, αλλά μην το ξεχνάμε, αυτή που καθορίζει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές) ως το Κύριο Εμπόδιο για την ανάδειξη της Τουρκίας στη θέση που της αξίζει «ιστορικά». Το κύριο εμπόδιο, με όρους γεωγραφικούς, πολιτισμικούς, ενεργειακούς/οικονομικούς και φυσικά «συμβολισμού». 

Η «επωδός» : «…τα νησιά του Αν. Αιγαίου, βρίσκονται τόσο κοντά στα τουρκικά παράλια που αρκεί να απλώσεις το χέρι για να τα’ αγγίξεις…», δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Δεν είναι «γραφική υπερβολή» όπως υποστηρίζεται επανειλημμένως στην ημεδαπή.  

Η εξωτερική πολιτική, ιδίως σήμερα, δεν έχει τα «πρωτεία» (primat) της εποχής του Bismarck, έναντι των πάντων κάτι που σημαίνει πως, Ναι, η εξωτερική πολιτική υπαγορεύεται σε προσδιορίσιμο -κατά περίπτωση βαθμό- και από τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες. 

Κατά τον Karl Deutsch, στόχος και σκοπός ενός «συστήματος» είναι α) η επιβίωση του και β) η διαιώνιση του. Τούτο μεταφραζόμενο στην γλώσσα των διεθνών σχέσεων, σημαίνει πως ο Erdoğan, ως προτεραιότητα έχει τη παραμονή του στην εξουσία. Και ναι, δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 78 του τουρκικού Συντάγματος, για να επιτύχει το τελευταίο. 

Πλην όμως, στην εξωτερική πολιτική, συν-υπάρχουν και άλλοι υπολογισμοί. Ένας -και μόνο- εξ αυτών, είναι η σύγκριση ή καλύτερα το ισοζύγιο Κόστους/Οφέλους.

Πιο απλά, αν δεχθούμε πως επί παραδείγματι, η επιλογή του «θαλάσσιου/εναέριου Αποκλεισμού» που τις τελευταίες ημέρες δεσπόζει στην εντός Ελλάδος συζήτηση», είναι μια επιλογή -όπως και είναι, φυσικά-, ας αναρωτηθεί κανείς αν αυτή, είναι η επιλογή με το μικρότερο δυνατό κόστος για την Τουρκία.  

Πάλι επί παραδείγματι, οι «πιο συμβατικές» επιλογές της εξόδου σκαφών όπως το Yunus στο Αιγαίο, ή τα Oruçreıs-Barbaros στην Αν. Μεσόγειο (ή, φευ, ακόμη και νοτιο-δυτικά της Κρήτης στις περιοχές του τουρκο-λιβυκού μνημονίου), σχεδόν αποδεδειγμένα δεν έχουν τόσο μεγάλο διεθνές κόστος για την Τουρκία, όσο η κατ’ ουσία πολεμική ενέργεια του «Αποκλεισμού».

Το Abdulhamit Han ας μη το λησμονούμε βρίσκεται ακόμη στα ανοικτά της Αττάλειας. Οι «Σύριοι» μετανάστες-πρόσφυγες, τους οποίους η τουρκική πλευρά θέλει να ξεφορτωθεί, παραμένουν σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορα στη Θράκη. Οι διεθνείς αντιδράσεις σε αυτές τις περιπτώσεις παρέμειναν υποτονικές, αναιμικές και εν τέλει μη-αποτρεπτικές.

Εμμέσως λοιπόν τίθεται το ζήτημα του διεθνούς κόστους (εντός κι εκτός εισαγωγικών) που είναι -είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι-, μια πολύ σημαντική παράμετρος στις Διεθνείς Σχέσεις. 

Ο Ερντογάν -ο κάθε Ερντογάν, για να μην περιοριζόμαστε σε αυτόν-  ως «πολιτικό ζώον», έχει αποδείξει στην πράξη πως δεν διστάζει να κινείται, ευθέως αντίστροφα προς τις πρότερες δηλώσεις του. Δείγματα απτά, για όλους, στη Συρία, το Ιράκ, το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και -το ξεχνούμε πια- και την ίδια τη Ρωσία. 

Όπως ακριβώς, απολύτως καμία «δήλωση στήριξης των ελληνικών απόψεων», δεν είναι ο αποκλειστικός αποτρεπτικός παράγων της επιθετικής επιθετικότητας, εξίσου, το να θεωρεί κάποιος πως ένας ηγέτης (του «διαμετρήματος» Erdoğan) κινείται μοιρολατρικά ενάντια στο ρεύμα, μόνος έναντι πάντων, απέχει απ’ την πραγματικότητα.

Η φράση «Μίλα ήρεμα και κράτα Μεγάλο Ραβδί», υπήρξε μια από τις αγαπημένες φράσεις του μεγάλου Θεόδωρου Ρούσβελτ, (πρώην αμερικανού Προέδρου) όπερ μεθερμηνευόμενον στα ελληνοτουρκικά, σημαίνει, την ενίσχυση -πρώτα και πάνω απ’ όλα- της ίδιας αποτρεπτικής ικανότητας, κάτι που εις πείσμα της «λογικής» κάποιων στη χώρα μας γίνεται Μόνο με προμήθειες -πραγματικές, σημερινές κι όχι στο προσεχές μέλλον- αμυντικού υλικού.  

Σε εμάς, εναπόκειται το να μη συγχέουμε το «είναι» με το «φαίνεσθαι», να μην υποκύπτουμε στον καταιγισμό πληροφόρησης και παραπληροφόρησης και εν τέλει, να θέτουμε τα σωστά ερωτήματα στην εξωτερική πολιτική μας, για να λαμβάνουμε τις πιο κοντά στην πραγματικότητα απαντήσεις.

*Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος