Ρεπουμπλικανοί και Τραμπ: Τι απέγινε το Μεγάλο Παλαιό Κόμμα;
Shutterstock
Shutterstock

Ρεπουμπλικανοί και Τραμπ: Τι απέγινε το Μεγάλο Παλαιό Κόμμα;

Μία ολόκληρη χώρα και μία ολόκληρη προεκλογική εκστρατεία για την κάλπη του 2024 περιστρέφεται γύρω από την τοξική προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ, τους σκοτεινούς δρόμους στους οποίους οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όσα ακόμη μπορεί να τους επιφυλάσσει. Ένας υπόδικος, αλλά ακόμα πολιτικά άτρωτος, πρώην πρόεδρος «διάβρωσε» το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και την κομματική βάση του, και έπειτα την ίδια τη Δημοκρατία.

Το ιδρυθέν το 1854 Μεγάλο Παλαιό Κόμμα (GOP) σχεδόν «παραδόθηκε» στον Τραμπ και τον τραμπισμό, χωρίς έως και σήμερα να έχει κάνει τον απολογισμό του -και θα είναι οδυνηρός- για το πώς προοδευτικά «αλώθηκε»· πώς η ταυτότητά του αλλοιώθηκε, γιατί σίγησε, αποδέχθηκε έως και ενθάρρυνε τα περί «κλεμμένης νίκης» στις προεδρικές εκλογές του 2020, και πώς επέτρεψε στον Ντόναλντ Τραμπ να φθάσει να διεκδικεί ξανά το ρεπουμπλικανικό χρίσμα ακόμη και μετά την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο.

Υψηλόβαθμα στελέχη των Ρεπουμπλικανών σαφώς έχουν μιλήσει. Ο ίδιος ο τέως αντιπρόεδρος Μάικ Πενς έχει δηλώσει ανοιχτά, και καταθέσει ενόρκως, πως ο Τραμπ τού ζήτησε να επιλέξει μεταξύ εκείνου και του Συντάγματος, ήτοι να μπλοκάρει την ιερή παράδοση της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μιτ Ρόμνι έχει καλέσει όλους τους υποψηφίους για το χρίσμα να συνασπιστούν κατά του Τραμπ, η Λιζ Τσέινι είχε αναλάβει αντιπρόεδρος της επιτροπής έρευνας του Κογκρέσου για την εισβολή, ο Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας επί προεδρίας Τραμπ, στηρίζει τις ποινικές διώξεις.

Όμως ο Τραμπ «φωνάζει» πιο δυνατά, μαζί με όσους εξακολουθούν να τον στηρίζουν στους κόλπους της συντηρητικής παράταξης. Και είναι πολλοί. Συντεταγμένα ως κόμμα, οι Ρεπουμπλικανοί δεν σήκωσαν τη στιγμή που έπρεπε το βάρος της ιστορικής ευθύνης που τους αναλογούσε και δεν ήταν άλλο από το να πουν δυνατά, καθαρά και δημόσια ότι κανένας δεν «έκλεψε» από τον Τραμπ τις εκλογές όταν είχε πλέον καταστεί σαφές πως εκείνος δεν προτίθετο να παραδώσει την εξουσία. Ούτε και μετά το Καπιτώλιο το έπραξαν. Από ορισμένες πλευρές έγινε ακόμη και απόπειρα διαστρέβλωσης των όσων εκτυλίχθηκαν. 

Σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ «μετρά» τρεις ποινικές διώξεις και έπεται εντός των ημερών και τέταρτη από την πολιτειακή Δικαιοσύνη της Τζόρτζια. Το τελευταίο ομοσπονδιακό κατηγορητήριο είναι μέχρι στιγμής και το βαρύτερο καθώς αγγίζει την «καρδιά» της αμερικανικής Δημοκρατίας που τα συνειδητά ψεύδη και η δίψα του για εξουσία απείλησαν. Ανάλογης βαρύτητας θα είναι και το κατηγορητήριο της Τζόρτζια για απόπειρα ανατροπής της εκλογικής έκβασης στην πολιτεία. 

Όμως και πάλι, τουλάχιστον επί του παρόντος, όχι μόνο παραμένει το φαβορί για το χρίσμα του ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά διατηρεί τεράστιο προβάδισμα έναντι του κύριου αντιπάλου του, κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. Η εξήγηση έχει πολλές παραμέτρους -πολιτικές, πολιτιστικές, μία κρίση ηθικών αξιών, αλλά και έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και το πολιτικό και δικαστικό σύστημα. Αλλά και μία πολύ συγκεκριμένη: Ο Τραμπ πείθει. Και έπεισε τα δύο τρίτα των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων πως η νίκη Μπάιντεν δεν ήταν «νόμιμη». Άλλωστε το ίδιο του του κόμμα επίσημα δεν τον αντέκρουσε.

«Δεν υφίσταται Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σήμερα»… Η σκληρή δήλωση βγαίνει από τα χείλη του Τζ. Μάικλ Λούτιγκ, εκ των πλέον γνωστών και έγκριτων συντηρητικών ομοσπονδιακών δικαστών που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ο συνταξιοδοτηθείς δικαστής που συμβουλεύτηκε ο Μάικ Πενς όταν δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τον Τραμπ να εμποδίσει την επικύρωση της εκλογής Μπάιντεν την 6η Ιανουαρίου 2021 από το Κογκρέσο, χωρίς ούτε καν να έχει την αρμοδιότητα να το πράξει ακόμη και αν τα περί νοθείας δεν ήταν όλα ψέματα.

«Η αμερικανική Δημοκρατία απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως δύο εξίσου υγιή και εξίσου ισχυρά πολιτικά κόμματα. Συνεπώς, σήμερα κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει Ρεπουμπλικανικό Κόμμα για να αντιμετωπίσει το Δημοκρατικό Κόμμα στη χώρα. Και για το λόγο αυτή η αμερικανική Δημοκρατία διατρέχει μεγάλο κίνδυνο» δήλωσε ο Τζ. Μάικλ Λούτιγκ από τη συχνότητα του CNN, τονίζοντας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και μάλιστα σήμερα θεωρεί ότι είναι πιο επικίνδυνος από πριν.

«Ένα πολιτικό κόμμα είναι μία συλλογή και συνάθροιση ατόμων που μοιράζονται ένα σύνολο πεποιθήσεων, αρχών και πολιτικών απόψεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Σήμερα, δεν υπάρχει ένα τέτοιο κοινό σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και αρχών ή ακόμη και πολιτικών απόψεων εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος» είπε ο πρώην ομοσπονδιακός δικαστής στο 4ο Περιφερειακό Εφετείο των ΗΠΑ. Εξαιτίας της συνεχιζόμενης υποστήριξης στο πρόσωπο του Τραμπ, τον Ιούνιο είχε επικρίνει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ως φοβικό και άτολμο να αναλάβει δράση ενώ θα έπρεπε.

 Ο Τζ. Μάικλ Λούτιγκ ήταν βασικός μάρτυρας στις ακροάσεις της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου πέρυσι για το ρόλο του Ντόναλντ Τραμπ στην υποδαύλιση της εισβολής στο Καπιτώλιο. Σήμερα, τονίζει πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μπορέσει να γλιτώσει την καταδίκη όταν έλθει ενώπιον της Δικαιοσύνης για συνωμοσία εξαπάτησης της χώρας του ενώ ήταν εν ενεργεία πρόεδρος, παρεμπόδιση της νόμιμης επικύρωσης της εκλογής του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν από το Κογκρέσο και υπονόμευση της βούλησης των πολιτών. «Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι συντριπτικά ότι ο πρώην πρόεδρος γνώριζε πολύ καλά ότι είχε χάσει τις εκλογές» επισήμανε.

Η επιρροή Τραμπ, και ουσιαστικά αυτή της ακλόνητης βάσης του κινήματος Maga που όλοι θέλουν να προσελκύσουν, έχει κάνει ακόμη και τους συνυποψηφίους του για το χρίσμα, περιλαμβανομένων των Ρον Ντε Σάντις, Νίκι Χέιλι και Τιμ Σκοτ, να δηλώσουν πως εάν λάβουν εκείνοι το χρίσμα και εκλεγούν, θα του απονείμουν χάρη. Ο κυβερνήτης της Φλόριντα, πάντως, αναγνώρισε προ ημερών για πρώτη φορά δημόσια πως στην κάλπη του 2020 δεν υπήρξε νοθεία. «Φυσικά και έχασε» απάντησε ο Ρον Ντε Σάντις ερωτηθείς σχετικά σε συνέντευξη που παραχώρησε στο δίκτυο NBC.

Έχοντας περάσει τρία χρόνια να «ζυγίζει» τους κινδύνους για τις προεδρικές φιλοδοξίες του από μία ανάλογη δήλωση (αν και φρόντισε να προσθέσει πως υπήρξαν προβλήματα και δεν ήταν όλα «τέλεια), ο Ντε Σάντις δείχνει να περνά σε μία νέα στρατηγική τώρα που οι δικαστικές υποθέσεις κατά Τραμπ διογκώνονται.

Η κίνηση έρχεται τη στιγμή που η προεκλογική εκστρατεία του ίδιου παραπαίει, έχει ξεμείνει από κονδύλια, οι δωρητές τον πιέζουν να μετριάσει τις θέσεις του για προσελκύσει ένα ευρύτερο κοινό, ενώ έχει αντικαταστήσει σχεδόν όλη την ηγετική ομάδα του επιτελείου του. Το αν μέσω αυτών των κινήσεων θα μπορέσει να καλύψει μία αβυσσαλέα απόσταση 37 ποσοστιαίων μονάδων που τον χωρίζει σήμερα από τον Τραμπ είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί όμως να τον «βοηθήσουν» οι επικείμενες δίκες -και ακόμη περισσότερο οι καταδίκες.