Η έξαρση της κοινωνικής βίας
Shutterstock
Shutterstock

Η έξαρση της κοινωνικής βίας

Είθισται να αποδίδονται διάφορες ονομασίες για τη βία όπως οπαδική βία, ενδοσχολική βία, ενδοοικογενειακή βία, νεανική βία και ούτω καθεξής, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι πρόκειται περί διαφορετικών μορφών βίας.

Ωστόσο, αυτή η εντύπωση είναι παντελώς λανθασμένη διότι η βία, ανεξαρτήτως ονομασίας, είναι μία και είναι κοινωνική βία, ενώ πάντα προέρχεται από τον δυνατό και στρέφεται κατά του αδυνάτου. Οι ποικίλες ονομασίες που αποδίδονται στη βία, επιβεβαιώνουν ότι το φαινόμενο της βίας διαχέεται σε όλες τις δομές της ελληνικής κοινωνίας.

Στο απώτερο παρελθόν, η βία στην ελληνική κοινωνία, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήταν περιορισμένης έκτασης και τούτο οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία διατήρησε καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο την παραδοσιακή της μορφή, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ‘90.

Από τις αρχές του 2000 και εντεύθεν, η ελληνική κοινωνία μεταλλάσσεται με κυρίαρχο στοιχείο τη σταδιακή απώλεια της παραδοσιακής της μορφής και κατ´ επέκταση του ηθικού της και αξιακού της συστήματος. Αυτή η χρονική περίοδος συμπίπτει με την αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση και τη ραγδαία ανάπτυξη των σύγχρονων τεχνολογιών.

Το διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία και οι αναρίθμητες εφαρμογές επικοινωνίας επηρεάζουν καταλυτικά τις παραδοσιακές δομές της ελληνικής κοινωνίας, εισάγοντας νέα ήθη και αντιλήψεις που διαμορφώνουν νέους τρόπους ζωής και συμπεριφορές στις ανθρώπινες σχέσεις.

Κυρίαρχο στοιχείο που προβάλλεται στην ολοένα και μεγαλύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών, μεταξύ άλλων είναι και η ανάδειξη της βίας, αρχής γενομένης από τη λεκτική βία μέχρι και ακραίες μορφές σωματικής βίας.

Το ιδιαιτέρως ανησυχητικό για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, είναι η διάχυση της βίας στα νεανικά στρώματα όπου εύκολα υιοθετούνται πρακτικές βίας που διαδίδονται μέσω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Τούτων δοθέντων, η ελληνική πολιτεία οφείλει να επικεντρώσει την προσοχή της στις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου - και όχι στα συμπτώματα - με απώτερο σκοπό την κατάρτιση μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για τη συνολική αντιμετώπιση του φαινομένου που θα βασίζεται σε δύο άξονες:

1. Μηδενική ανοχή σε κάθε μορφή κοινωνικής βίας.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων είτε απουσιάζει παντελώς η εφαρμογή του νόμου είτε η επιβαλλόμενη ποινή είναι ήσσονος σημασίας για τον δράστη, γεγονός που οδηγεί στην εμπέδωση ενός κλίματος ατιμωρησίας. Η ατιμωρησία όμως συμβάλλει καθοριστικά στη διαιώνιση της βίας με κίνδυνο τον εθισμό της κοινωνίας στη βία, ενώ η εφαρμογή του νόμου συμβάλει αποδεδειγμένα στη γενική και ειδική πρόληψη του εγκληματικού φαινομένου.

2. Θεσμικές δομές πρόληψης της κοινωνικής βίας.

Η βία είναι ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό κοινωνικό πρόβλημα και η πολιτεία οφείλει να προβεί στις αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό του φαινομένου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, λειτουργούν ειδικές υπηρεσίες στους δήμους για την αντιμετώπιση της κοινωνικής βίας. Οι υπηρεσίες στελεχώνονται με κοινωνικούς επιστήμονες, εκπροσώπους της αστυνομίας, των σχολικών κοινοτήτων και των αρμοδίων κρατικών φορέων, με αποστολή την ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, καθώς και την υλοποίηση στοχευμένων δράσεων για την υποστήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Εν κατακλείδι, το φαινόμενο της κοινωνικής βίας και ειδικά τα αυξημένα κρούσματα που παρατηρούνται τελευταία στα νεανικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, χρήζει άμεσης αντιμετώπισης από την ελληνική πολιτεία με θεσμικές παρεμβάσεις και στοχευμένες κοινωνικές δράσεις που θα αποτελούν μέρος μιας ενιαίας εθνικής στρατηγικής, με τη συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των αρμοδίων κρατικών φορέων, των σχολικών κοινοτήτων και των δημοτικών αρχών.

* Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας. Διετέλεσε προϊστάμενος των εθνικών υπηρεσιών Interpol και Europol και έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπστήμιο Κύπρου.