Ποιος φταίει για τη χαμηλή ποιότητα των Πανεπιστημίων;

Ποιος φταίει για τη χαμηλή ποιότητα των Πανεπιστημίων;

Στα μέσα Οκτωβρίου, το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (University of Southern California, USC), ανακοίνωσε τη δημιουργία της Σχολής Εξελιγμένης Υπολογιστικής του USC (USC School of Advanced Computing), σε νέο campus που θα δημιουργηθεί στο προάστειο Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες, περίπου 10 χλμ. δυτικά από το κύριο campus του πανεπιστημίου.

Ο προϋπολογισμός της ανέγερσης, εξοπλισμού και στελέχωσης της νέας σχολής είναι ένα δισεκατομμύριο δολλ\άρια ($1 δισ.), σε ορίζοντα 5 ετών.

Το USC έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων 50 ετών. Εκεί επινοήθηκε η ονοματολογία .com, .edu, .org, κλπ., του συστήματος ονοματολογίας DNS του διαδικτύου. Στο USC αναπτύχθηκε η τεχνολογία VoIP στην οποία στηρίζονται όλες οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μέσω διαδικτύου (Zoom, Teams, Viber, WhatsApp, Messenger, Skype, κλπ.). Ο πρώτος κβαντικός υπολογιστής που τέθηκε σε λειτουργία σε πανεπιστήμιο οπουδήποτε στον κόσμο ήταν στο USC. Και στο USC αναπτύχθηκε η τεχνολογία που κινεί την υπηρεσία Google Translate. Το USC βρίσκεται σήμερα στην πρώτη πεντάδα Αμερικανικών πανεπιστημίων με βάση τη χρηματοδότηση από την Αμερικανική κυβέρνηση για έρευνα στην επιστήμη των υπολογιστών.  

Η νέα σχολή του πανεπιστημίου θα ειδικευθεί σε έρευνα στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στη μηχανική μάθηση (machine learning) και στην επιστήμη των δεδομένων (data science), με έμφαση στις ηθικές και κοινωνικές συνέπειες των νέων τεχνολογιών. Με άλλα λόγια, θα δημιουργηθεί ένα νέο ερευνητικό κέντρο, στην Καλιφόρνια, με «προίκα» το ασύλληπτο ποσό του $1 δισ., για να παράξει επιστήμη, τεχνολογία, αποφοίτους και απασχολούμενους/εργαζόμενους στις πιο εξελιγμένες τεχνολογίες αιχμής του σήμερα και του αύριο.

ΟΚ, θα πει κάποιος. Αμερική είναι, λεφτά έχει, τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου έχει, το USC «ιδιωτικό», μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο είναι, με γειά τους με χαρά τους, εμάς τι μας ενδιαφέρει;

Μας ενδιαφέρει.  Γιατί ο κοσμήτορας της Σχολής Μηχανικών (School of Engineering) του USC είναι ο Γιάννης Γιώρτσος, γεννηθείς στη Ρόδο το 1950, αριστούχος απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το 1973, που πήρε master’s το 1974 και διδακτορικό το 1978 από το CalTech (California Institute of Technology), το ΜΙΤ της Δυτικής Ακτής, και είναι από το 1979 καθηγητής στο τμήμα χημικών μηχανικών και μηχανικής υδρογονανθράκων (petroleum engineering) στο USC.

Ο άνθρωπος που σχεδίασε τη δημιουργία της νέας σχολής εξελιγμένης υπολογιστικής του USC και θα επιβλέψει τη λειτουργία της είναι ένας Δωδεκανήσιος, που μορφώθηκε με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων στα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών του 1950 και 1960, και τα τελευταία 50 χρόνια συμβάλλει με την ευφυία και την, υψηλότατης προστιθέμενης αξίας, εργασία του στη γιγάντωση του ΑΕΠ των ΗΠΑ, αντί να συμβάλει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της χώρας που χρηματοδότησε 18 από τα 23 χρόνια της παιδείας του σε μια περίοδο που η χώρα προσπαθούσε να αναρρώσει από την καταστροφική δεκαετία του 1940.  

Η Ελλάδα τότε έκανε εξαγωγή διανοιών προς τις ΗΠΑ, που γίνονταν δεκτοί με πλήρη υποτροφία από το CalTech, το πανεπιστήμιο στο οποίο δίδασκε ο Richard Feynman και το οποίο σχεδίασε τους πυραύλους και τα συστήματα που χρησιμοποίησε η NASA για να στείλει ανθρώπους στο φεγγάρι.  To ίδιο πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησε λίγα χρόνια μετά ο Κώστας Συνολάκης, απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών, επίσης καθηγητής του USC από το 1986, με ειδίκευση στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.

Γιατί να συμβαίνει αυτό; Γιατί ενώ η Ελληνική μέση και ανώτατη παιδεία παράγει τόσους άριστους στο ανώτατο παγκόσμιο επίπεδο, η ίδια εξακολουθεί να αιωρείται στο βυθό της μετριότητας και να αποτελεί πηγή ντροπής και ζητούμενο στην αέναη επιδίωξη των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα μας;

Πώς μπορεί να παράγει τον Γιάννη Γιώρτσο, τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη, τον Χρίστο Παπαδημητρίου, την Ελίζα Κονοφάγου, και τόσους άλλους κορυφαίους επιστήμονες που κυριαρχούν στους κλάδους τους παγκοσμίως, και, τη ίδια στιγμή, τα Ελληνικά να βρίσκονται κάτω από τη θέση 200 στις κατατάξεις ΑΕΙ;

Γιατί συνεχίζουμε να ανεχόμαστε το ότι πάνω από το 50% του ΔΕΠ των Ελληνικών ΑΕΙ έχουν συγγενείς στο ΔΕΠ των Ελληνικών ΑΕΙ, και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διδασκόντων στις σχολές όλων των πανεπιστημίων μας έχουν διδακτορικούς τίτλους σπουδών από Ελληνικά ΑΕΙ, δηλαδή από μέτριες έως κακές πανεπιστημιακές σχολές;

Πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί για την κατάσταση αυτή. Σχεδόν όλα είναι αποκομμένα από την οικονομική πραγματικότητα της χώρας και αγνοούν ή υποτιμούν το πόσο σημαντικός παράγοντας είναι η ιδιοτέλεια στις αποφάσεις των πολιτικών. Δύο είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους τα Ελληνικά ΑΕΙ πλέουν στη μετριότητα:

Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι ότι η πολιτική τάξη της χώρας, δεν επηρεάζεται άμεσα αρνητικά από τη μετριότητα τους. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Τα Ελληνικά ΑΕΙ γι’ αυτούς δεν είναι παρά χαρτί διαπραγμάτευσης στο αέναο πολιτικό παζάρι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: με τα άλλα κόμματα, με τις συντεχνίες των διδασκόντων, με τις νεολαίες.  

Η ποιότητα των Ελληνικών ΑΕΙ δεν επηρεάζει άμεσα την ευημερία των Ελλήνων πολιτικών και των οικογενειών τους, άρα δεν αποτελεί προτεραιότητα. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο είναι στην κατάσταση που είναι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς: πότε είδατε για τελευταία φορά εκλεγμένο πολιτικό, πόσο μάλλον υπουργό, σε λεωφορείο ή στο μετρό;

Κάθε χρόνο, τον Ιούνιο, οι εφημερίδες και οι ιστοσελίδες γεμίζουν φωτογραφικά ρεπορτάζ από την αποφοίτηση των τέκνων πρωθυπουργών, υπουργών, αρχηγών κομμάτων, βουλευτών από το Κολλέγιο Αθηνών, τη Σχολή Μωραΐτη, τη Γερμανική Σχολή, το Κολλέγιο Ανατόλια και άλλα ιδιωτικά σχολεία.  

Τι να θυμηθεί κανείς; Την αρχηγό του ΚΚΕ που έστελνε το παιδί της στο Κολλέγιο Αθηνών γιατί «δεν υπάρχουν ολοήμερα σχολεία που να εξυπηρετούν το ωράριό» της;  Ή τον πρώην καταληψία πρωθυπουργό που έστειλε το παιδί του στην Αμερικανικής παιδείας Σχολή Χιλ και μετά στο Κολλέγιο Αθηνών; Ακούσατε ποτέ για αποφοίτηση παιδιού πολιτικού από το 6ο Λύκειο Γλυφάδας ή από το 1ο Λύκειο Καλαμάτας;

Τι είναι πιο εύκολο; Να συγκρουσθούν με την ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να αποκτήσει η χώρα ποιοτική μέση εκπαίδευση ή να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία και να τα έχουν καλά με τις δεξαμενές ψήφων τους; Εσείς τι θα κάνατε στη θέση τους;

Το ίδιο ισχύει και με τα Πανεπιστήμια. Ο γιός του τάδε πολιτικού έγινε δεκτός στο Princeton και η κόρη του δείνα στο Imperial του Λονδίνου και ο γιός του τρίτου στο Columbia ή στο NYU. Η κατάσταση, δε, με τα ΑΕΙ είναι βολική για τους πολιτικούς όχι μόνο από πολιτικής και ψηφοθηρικής πλευράς αλλά και για λόγους ουσίας: αδρανώντας για τη χαμηλή ποιότητα της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα εξασφαλίζεται ότι τα τέκνα τους, είτε επαναπατρισθούν μετά το πέρας των σπουδών τους στο εξωτερικό ή όχι, θα έχουν διαρκές και συντριπτικό πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας έναντι των αποφοίτων Ελληνικών ΑΕΙ: ποιος εργοδότης θα προτιμήσει τον γιό ταξιτζή απόφοιτο της ΑΣΟΕΕ έναντι του απόφοιτου του Harvard Business School γιό του βουλευτή τάδε ή υπουργού δείνα;

Η μετριότητα των Ελληνικών ΑΕΙ εξυπηρετεί απόλυτα την ευημερία και την διαιώνιση της κυριαρχίας της πολιτικής τάξης. Απλά πράγματα.

Ο δεύτερος λόγος για τη μετριότητα των Ελληνικών ΑΕΙ είναι η διάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, είναι τέτοια που δεν απαιτείται η παραγωγή μεγάλου αριθμού επιστημόνων υψηλής κατάρτισης. Άρα, το Ελληνικό επιχειρηματικό κατεστημένο δεν απαιτεί τη βελτίωση της ποιότητας της ανώτατης παιδείας της χώρας μας γιατί οι, μικρές, ανάγκες των επιχειρήσεων τους σε προσωπικό υψηλής τεχνολογικής και επιστημονικής κατάρτισης ικανοποιούνται από τους λίγους αριστούχους Ελληνικών ΑΕΙ που μένουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα και τους, ακόμη λιγότερους, που ολοκληρώνουν τις μεταπτυχιακές σπουδές τους στο εξωτερικό και επαναπατρίζονται.

Η Ελληνική οικονομία παράγει ελάχιστη βασική έρευνα. Στην Ελλάδα γίνεται ελάχιστη παραγωγή πρωτότυπων τεχνολογιών. Αποτέλεσμα είναι ότι η ζήτηση των επιχειρήσεων περιορίζεται σε καταρτισμένους χειριστές τεχνολογιών που παράγονται στο εξωτερικό και όχι για επιστήμονες αιχμής που θα επινοήσουν τεχνολογίες και προϊόντα/υπηρεσίες που θα ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές τις πιο τεχνολογικά εξελιγμένες εταιρίες.  Έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες, που θα μπορούσαν να απαιτήσουν από την πολιτική τάξη τη βελτίωση της ποιότητας των ΑΕΙ για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε υψηλής ποιότητας επιστήμονες, δεν έχουν τέτοια ανάγκη και δεν εκφράζουν τέτοιες απαιτήσεις. 

Όμως, η μετριότητα των Ελληνικών ΑΕΙ αποτελεί τεράστια τροχοπέδη για τη μετεξέλιξη της Ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας και την απαγκίστρωση της Ελληνικής επιχειρηματικότητας από τη διαπλοκή με το Δημόσιο.  Η εμπειρία της ανάδυσης, ανάπτυξης και κυριαρχίας της ηλεκτρονικής υπολογιστικής και βιοτεχνολογίας τα τελευταία 70 χρόνια ένα πράγμα μας έχει μάθει: οι εταιρίες που αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες και οδηγούν στην εκρηκτική μεγέθυνση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας είναι νεοφυείς εταιρίες, που ιδρύθηκαν από αποφοίτους ή φοιτητές ελίτ ΑΕΙ.  

Τον προσωπικό υπολογιστή και το iPhone δεν τα δημιούργησε η ΙΒΜ. Το εμβόλιο RNA για τον κορωνοϊό δεν το ανέπτυξε η Pfizer. Το πρώτο ηλεκτρονικό αυτοκίνητο δεν το παρήγαγε η BMW. Και ότου καθεξής. Τα ελίτ πανεπιστήμια αποτελούν οικοσυστήματα γνώσης, νέων ιδεών και επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα επιτυχημένης εταιρίας τεχνολογίας τα τελευταία 70 χρόνια που να μην δημιουργήθηκε μέσα ή γύρω από ένα ελίτ Αμερικανικό πανεπιστήμιο.

Αυτό είναι το μάθημα για την Ελλάδα και αυτό είναι το καμπανάκι που χτύπησε την περασμένη εβδομάδα από το Λος Άντζελες όταν ανακοινώθηκε η δημιουργία μιας νέας σχολής τεχνολογιών αιχμής με προϋπολογισμό $1 δισ. και επικεφαλής έναν Έλληνα επιστήμονα, από την Ελληνική επαρχία, που αρίστευσε στο ΕΜΠ πριν αριστεύσει στις ΗΠΑ.  

Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: πώςς θα γίνει να εξαναγκασθεί το πολιτικό σύστημα της χώρας να εκσυγχρονίσει την Ελληνική ανώτατη παιδεία προς όφελος του Ελληνικού λαού;  Αυτό είναι, ίσως, το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως κοινωνία.

*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει διατελέσει στέλεχος σε τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες στις ΗΠΑ και την Ελλάδα και είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.