«Κοινός τόπος» με επιμερισμό 50% - 50% στο γεωπολιτικό ρίσκο
Διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου

«Κοινός τόπος» με επιμερισμό 50% - 50% στο γεωπολιτικό ρίσκο

Σε συνέχεια των αμοιβαίων υποχωρήσεων και της γεφύρωσης των αβεβαιοτήτων μεταξύ ελληνικής και κυπριακής πλευράς, η Αθήνα προχώρησε τώρα σε αλλαγή των αρχικών όρων ώστε να ικανοποιηθεί η Λευκωσία. Το κείμενο προβλέπει τον ισόποσο επιμερισμό 50%-50% στο γεωπολιτικό ρίσκο, αντί για 63% στην Κύπρο και 37% στην Ελλάδα που ήταν αρχικά, προκειμένου να κλείσει η συμφωνία και να μπει σε τροχιά υλοποίησης η πολυθρύλητη ηλεκτρική διασύνδεση.

Η τελευταία αυτή εξέλιξη, φαίνεται πως προέκυψε κατά τη σύσκεψη της Τρίτης, σύμφωνα με πληροφορίες και τώρα το αναθεωρημένο κείμενο βρίσκεται «στα χέρια» της Κύπρου, η οποία και το εξετάζει για να πάρει τις τελικές της αποφάσεις. Η Αθήνα βάζοντας «νερό στο κρασί της» και προκειμένου να αμβλυνθούν οι φόβοι της κυπριακής πλευράς ότι σε περίπτωση μη συνέχισης του έργου, οι Κύπριοι καταναλωτές θα επωμιστούν εκείνοι το μεγαλύτερο μέρος της ανάκτησης από τον ΑΔΜΗΕ των μέχρι τότε δαπανών, προχώρησε στον επιμερισμό της αναλογίας.  

Ένα βήμα πίσω έκανε, όμως, και η κυπριακή πλευρά, η οποία φέρεται να δέχεται να συμμετάσχει με 100 εκατ. στο μετοχικό κεφάλαιο του Great Sea Interconnector, σε ποσοστό που μένει να διευθετηθεί. Οι δύο πλευρές, ύστερα από ένα έντονο «μπρα ντε φερ» φαίνεται πως «τα βρήκανε» στον τρόπο που θα ανακτηθεί το κόστος του έργου, το οποίο υπενθυμίζεται ότι φτάνει συνολικά τα 125 εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό πρόκειται να ανακτηθεί μέσα στην επόμενη πενταετία. Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβάρυνση των Κύπριων καταναλωτών, το κόστος της αύξησης θα καλυφθεί από έσοδα που θα συγκεντρωθούν από τις δημοπρασίες των διαθέσιμων δικαιωμάτων εκπομπών CO2.

Αυτός ο «κοινός τόπος» δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε «λευκό καπνό» ακόμη και σήμερα, όπου είναι αρκετά πιθανόν να ανακοινωθεί και επίσημα η συμφωνία που θα ανοίξει το δρόμο στο υπουργικό να πάρει πολιτική απόφαση και στη συνέχεια η ΡΑΕΚ να διαμορφώσει τα ρυθμιστικά ζητήματα που εκκρεμούν. Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, δήλωσε χθες ότι «υπάρχει πρόοδος σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για το θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης».

Στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει το ΚΥΠΕ, σήμερα το απόγευμα είναι προγραμματισμένη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην Κύπρο. Όμως, ιδιαίτερα σημαντική αναμένεται και η 19η Σεπτεμβρίου για τη διασφάλιση της συνέχισης του έργου. Τη μέρα εκείνη οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, Μητσοτάκης-Χριστοδουλίδης, θα έχουν συνάντηση στην Αθήνα.

«Μιλάμε για ένα μεγάλο έργο που αφορά τις μελλοντικές γενιές, κάτι που μας ενδιαφέρει, άρα, οι αποφάσεις μας θα είναι και συνετές, θα λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα. Ό,τι και αν λένε κάποιοι περί καθυστέρησης, ή ότι δεν λαμβάνουμε αποφάσεις, εμάς μάς ενδιαφέρουν οι μελλοντικές γενεές και όχι οι επόμενες εκλογές. Να σας αναφέρω, μάλιστα, ότι στις 19 Σεπτεμβρίου θα είμαι στην Αθήνα, θα δω τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ένα από τα βασικά θέματα είναι και το συγκεκριμένο, είμαστε σε καθημερινή επαφή, και χθες και προχθές, για το θέμα αυτό», επεσήμανε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης

Ο παράγοντας «Ισραήλ»

Υπενθυμίζουμε τη βαρυσήμαντη χθεσινή παρέμβαση του υπουργού ενέργειας του Ισραήλ υπέρ του έργου, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και την αμερικανική στήριξη που είχε προηγηθεί λίγες μέρες νωρίτερα προκειμένου να προχωρήσει απρόσκοπτα το project.

Ο υπουργός Ενέργειας και Υποδομών του Ισραήλ, Έλι Κοέν, είχε χθες τηλεφωνική επικοινωνία με τον υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με αντικείμενο την ηλεκτρική διασύνδεση, ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Υπογραμμίσαμε την ισχυρή σχέση και τη συνεχή συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Κύπρου και τόνισα τη μεγάλη σημασία του έργου «Great Sea Interconnector» για το Ισραήλ. Το έργο θα συνδέσει το ηλεκτρικό δίκτυο του Ισραήλ με το ευρωπαϊκό μέσω Κύπρου και Ελλάδας και θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια στην περιοχή. Αυτό το πρωτοποριακό έργο αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για το Ισραήλ, καθώς ενισχύει την περιφερειακή ενεργειακή ασφάλεια, παρέχει πρόσβαση σε διάφορες αγορές ενέργειας και ενισχύει την ενσωμάτωση του Ισραήλ στο ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο».