Αδέλφια Σαράντη: Το success story, τα δικαστήρια και η σκληρή μάχη με ΦΑΓΕ - ΔΕΛΤΑ

Αδέλφια Σαράντη: Το success story, τα δικαστήρια και η σκληρή μάχη με ΦΑΓΕ - ΔΕΛΤΑ

Η ιστορία των αδελφών Δημήτρη και Μιχάλη Σαράντη ξεκινά από το 2000, όταν έκαναν το τολμηρό βήμα να αγοράσουν το συνεταιριστικό εργοστάσιο γαλακτοκομίας «Όλυμπος» στη Λάρισα. Αν και τότε δεν γνώριζαν τι θα επακολουθούσε, αυτή η κίνηση άλλαξε ριζικά τη μετέπειτα πορεία τους και την εξέλιξη της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας.

Οι δύο αδερφοί είχαν ήδη εμπειρία στον κλάδο, καθώς η τυροκομική επιχείρηση «Τυροκομικά Αδελφοί Σαράντη» (ΤΥΡΑΣ), την οποία είχαν δημιουργήσει το 1985 με τον πατέρα τους, τους είχε φέρει σε επαφή με την αγορά. Είχαν μάλιστα ήδη δραστηριοποιηθεί στη Ρουμανία από το 1992. Ωστόσο, η εξαγορά του Ολύμπου ήταν ένα μεγάλο βήμα, που τους έφερε σε σύγκρουση με ισχυρούς ανταγωνιστές, όπως η Φάγε.

Η αγορά ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστική, με τρεις κυρίαρχες δυνάμεις: τη Δέλτα, η οποία ηγείτο στο φρέσκο γάλα, τη Φάγε, που κυριαρχούσε στο γιαούρτι, και τη Μεβγάλ, που είχε πιο ισορροπημένη παραγωγική δραστηριότητα. Σε αυτήν την αρένα, η εξαγορά του Ολύμπου από τους Σαράντη ήταν μια κίνηση που δεν πέρασε απαρατήρητη. Μάλιστα, η Φάγε, η οποία επίσης διεκδικούσε το εργοστάσιο, έχασε την ευκαιρία εξαιτίας της μεγαλύτερης προσφοράς των Σαράντη.

Η σκληρή μάχη στην αγορά και η στρατηγική διαφοροποίηση

 Το γάλα που κυκλοφόρησαν στην αγορά είχε 3,7% λιπαρά, αντί για το τυπικό 3,5%, και η ονομασία του, «Επιλεγμένο», τραβούσε την προσοχή των καταναλωτών. Αυτή η κίνηση τους βοήθησε να κερδίσουν έδαφος, ενώ η αύξηση της κατανάλωσης του γάλακτος Όλυμπος άρχισε να ασκεί πίεση στους ανταγωνιστές, οι οποίοι είδαν τα κόστη τους να αυξάνονται λόγω των επιστροφών των προϊόντων.

Οι ανταγωνιστές, και κυρίως οι «μεγάλες» γαλακτοβιομηχανίες, αντέδρασαν ξεκινώντας έναν «πόλεμο τιμών», ιδιαίτερα στην περιοχή της Θεσσαλίας, όπου δραστηριοποιούνταν τρεις μικρές γαλακτοβιομηχανίες: η Τρίκη, η Εβόλ και ο Όλυμπος. Αν και η οικονομική δύναμη αυτών των εταιρειών ήταν περιορισμένη, κατάφεραν να αντέξουν και να διατηρήσουν την πιστότητα των καταναλωτών τους.

Η ανάπτυξη του ομίλου των Σαράντη συνεχίστηκε με γρήγορο ρυθμό. Το 2002, οι πωλήσεις του Ολύμπου ανήλθαν στα 25,2 εκατομμύρια ευρώ, και το 2003 η εταιρεία προχώρησε στην εξαγορά της βουλγαρικής επιχείρησης TYRBUL SA. Μέχρι το 2006, ο Όλυμπος κατείχε το 16% της αγοράς των σούπερ μάρκετ, ένα εντυπωσιακό μερίδιο για τη μέχρι τότε πορεία της εταιρείας.

Τα εμπόδια και οι δικαστικές διαμάχες

Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτή δεν ήρθε χωρίς εμπόδια. Το 2005, η Δέλτα εξαγόρασε τη μικρή τοπική τυροκομική επιχείρηση «Βίγλα Ολύμπου» και κυκλοφόρησε το γάλα «Αυθεντικό περιοχής Ολύμπου». Αυτό οδήγησε τους Σαράντη σε δικαστικές διαμάχες, καθώς έκαναν ασφαλιστικά μέτρα, κατηγορώντας τη Δέλτα ότι παραβίαζε το εμπορικό τους σήμα. Τελικά, οι αδερφοί Σαράντη κέρδισαν τη μάχη, αλλά η σύγκρουση με τους ανταγωνιστές δεν τελείωσε εκεί.

Το 2005, ο Όλυμπος εισήλθε στην αγορά των φυσικών χυμών, η οποία ήδη κυριαρχείτο από τη Δέλτα. Ο «πόλεμος» επεκτάθηκε και σε αυτή την αγορά, ενώ την ίδια χρονιά, ο Όλυμπος κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο «καρτέλ του γάλακτος». Αν και επιβλήθηκε πρόστιμο στην εταιρεία, οι αδερφοί Σαράντη υποστήριξαν ότι η υπόθεση ήταν «στημένη» και ότι υπέστησαν άδικη κατηγορία.

Επενδύσεις και πωλήσεις

Η Φάγε, η οποία στο μεταξύ είχε επικεντρωθεί στο χτίσιμο του success story του ελληνικού γιαουρτιού στην αγορά των ΗΠΑ, περιόρισε την παρουσία της στην ελληνική αγορά, αφήνοντας περισσότερο χώρο στους υπόλοιπους παίκτες. Η Δέλτα επίσης άλλαξε χέρια, αφήνοντας περιθώριο για νέες επιχειρηματικές εξελίξεις.

Τα επόμενα χρόνια, οι επενδύσεις των Σαράντη συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό. Το 2022, εξαγόρασαν τη θυγατρική της Δέλτα στη Βουλγαρία, την United Milk Company, καθώς και το 49% της κυπριακής γαλακτοβιομηχανίας Κουρούσιης, ενισχύοντας περαιτέρω τη διεθνή τους παρουσία. Παράλληλα, επεκτάθηκαν και στην αγορά των αναψυκτικών, με την εξαγορά της «Κλιάφας» και στην αγορά του εμφιαλωμένου νερού με την εξαγορά της «Δουμπιάς».

Οι πωλήσεις του ομίλου αναμένεται να ξεπεράσουν τα 650 εκατομμύρια ευρώ, με το EBITDA να υπερβαίνει τα 90 εκατομμύρια.