Σήμα κινδύνου από τις ελληνικές χημικές βιομηχανίες - Οι προτάσεις του ΣΕΧΒ
Shutterstock
Shutterstock

Σήμα κινδύνου από τις ελληνικές χημικές βιομηχανίες - Οι προτάσεις του ΣΕΧΒ

Τη στήριξη των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, την παράταση του χρονικού ορίζοντα εντός του οποίου η ευρωπαϊκή βιομηχανία καλείται να εφαρμόσει τις οδηγίες και τη νομοθεσία που προβλέπονται στη στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά, αλλά και την εφαρμογή -και στην Ελλάδα- της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις πιστώσεις, προτείνει η νέα διοίκηση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ), ώστε να αποφευχθεί ο εκτροχιασμός ενός από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. 

Τα τρία ζητήματα που έθεσε χθες, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, η νέα διοίκηση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ) είναι κρίσιμης σημασίας καθώς οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους και των υψηλών τιμών στην ενέργεια είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας. 

Ειδικότερα, το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας παρά το γεγονός ότι η  κατανάλωση ήταν μειωμένη ήδη κατά  53% σε σχέση με το 2010 ως αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG.  

Η διοίκηση του Συνδέσμου εξήγησε ότι η  χημική βιομηχανία για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες. Η παραγωγή των χημικών προϊόντων επιβαρύνεται από την αύξηση του κόστους της ενέργειας αλλά και από τη σημαντική αύξηση του κόστους των πρώτων υλών που εφοδιάζεται από προμηθευτές με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας. 

Αναφερόμενοι δε στην πρόσφατη μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ αναφορικά με τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους ενέργειας στον κλάδο έλαβε υπόψιν ένα ακόμη πιο δυσμενές σενάριο αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου, τόνισαν ότι  αυτή καταδεικνύει ότι στην περίπτωση αυτή το κόστος ενέργειας υπερβαίνει το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων επιβαρύνοντας σημαντικά κατηγορίες προϊόντων όπως τα λιπάσματα, τα πετροχημικά, τα χρώματα και τα βιομηχανικά αέρια.

Οι προτάσεις του ΣΕΒΧ για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους περιλαμβάνουν την αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα ευρύτερο θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση 

Επίσης την απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλει στην ΕΕ, την προώθηση των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. 

Τέλος προτείνει την προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου, την εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας αλλά και την επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ με βελτίωση των υποδομών για να είναι προσιτές από Μικρομεσαίες επιχειρήσεις 

Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται συνεχή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών και περαιτέρω ενδυνάμωση έργων εξοικονόμησης και επιτάχυνση αναβάθμισης κτιρίων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. 

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι ο τεράστιος όγκος των νομοθετικών προσαρμογών στους οποίους πρέπει να υπακούσει η καθώς όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ΣΕΧΒ πριν από την πανδημία, και οπωσδήποτε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η Ε.Ε. έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά την Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας: 

• Τη μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050. 

• Την υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της Ε.Ε. που αφορούν τη χημική βιομηχανία. 

• Τον ψηφιακό μετασχηματισμό για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της Ε.Ε. 

Από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην Ε.Ε. ήταν 15% ετησίως. Μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο. 

Οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη». 

Παρ’ όλα αυτά ο ΣΕΧΒ σπεύδει να δηλώσει πως συμφωνεί και πως στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050. 

«Για την αντιμετώπιση των ανατροπών στις διεθνείς αγορές γεωργικών προϊόντων, ενέργειας και πρώτων υλών που συνδέονται με τις κρίσεις, απαιτείται αποφασιστική και συντονισμένη δράση από όλους τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων, με στόχο τη διαφοροποίηση και την ελάφρυνση του φόρτου των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτές τις δύσκολες στιγμές. 

Για να παραμείνει ανταγωνιστική η χημική βιομηχανία και η Μεταποίηση ευρύτερα, απαιτείται ένα μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων και η εφαρμογή των ρυθμίσεων σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, θέτοντας τις κατάλληλες προτεραιότητες», υπογραμμίζει. 

 

Οι μακροχρόνιες πιστώσεις 

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες πιστώσεις και τις επιπτώσεις  που αυτό έχει στην ελληνική μεταποίηση, ο ΣΕΧΒ υπογραμμίζει πως «οι μακροχρόνιες πιστώσεις στη χώρα μας και οι επιπτώσεις τους στον κλάδο της Μεταποίησης συνιστούν ένα ακόμη κρίσιμο προς επίλυση ζήτημα για τη χημική βιομηχανία. Μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, ενώ παράλληλα οι ανάγκες για ρευστότητα και αποθεματοποίηση είναι τεράστιες. Μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες.

Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν τη δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται, όσο οι ελληνικές» 

Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, η σχετική Οδηγία 2011/7/ΕΕ και μεταξύ άλλων το άρθρο 3, ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να είναι οι 60 ημέρες. Υπέρβαση μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις που αυτό δεν κρίνεται καταχρηστικό για τον πιστωτή. Η Οδηγία αυτή έχει εναρμονισθεί σε νόμο του κράτους με την παράγραφο Ζ’ του Ν.4152/2013 και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Μαΐου 2013 (ΦΕΚ Α’107) 

Όπως τονίζει ο ΣΕΧΒ «η αποτελεσματική εφαρμογή της και στην Ελλάδα είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αποδεσμεύσουν κεφάλαια και να τα επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, στην εξωστρέφεια και στην εν γένει ανάπτυξη που θα φέρει παραγωγικές θέσεις εργασίας και έσοδα στο κράτος.

Αντί αυτού, επιβαρύνονται με χρηματοοικονομικό κόστος, στερούνται πόρων και σπαταλιέται χρόνος και χρήμα σε περιττές ένδικες διαδικασίες, δεδομένου ότι υψηλό ποσοστό των μακροχρόνιων πιστώσεων οδηγεί σε επισφάλειες, απασχολώντας δυσανάλογα τη Δικαιοσύνη, η οποία κατ’ επέκταση αδυνατεί να αποφανθεί εντός εύλογου χρόνου. 

Σε ανάλογη περίπτωση, μη εφαρμογής της οδηγίας στην Ελλάδα, δόθηκε προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει στα επιχειρήματα της Επιτροπής. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να την παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο».