Από το «success story» στη «δίκαιη ανάπτυξη» με την ύφεση παρούσα

Από το «success story» στη «δίκαιη ανάπτυξη» με την ύφεση παρούσα

Του Βασίλη Γεώργα

Σε αυτήν τη χώρα της μόνιμης ύφεσης έχουμε χορτάσει από φιλόδοξα αναπτυξιακά πλάνα και σχέδια ανασυγκρότησης τα τελευταία χρόνια, αλλά παραδόξως τίποτε δεν έχει εφαρμοστεί και η οικονομία συνεχίζει να θερίζεται από την «πείνα» της αποεπένδυσης και της ανεργίας.

Πριν ακριβώς δύο χρόνια ο τότε πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, είχε παρουσιάσει το δικό του αναπτυξιακό σχέδιο για την επόμενη μέρα, υποσχόμενος επενδύσεις σε κλάδους αιχμής, ιδιωτικοποιήσεις, διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, μείωση φόρων και 550.000 νέες θέσεις εργασίας. Μερικούς μήνες μετά έχασε τις εκλογές και όλα τα παραπάνω παρέμειναν έπεα πτερόεντα περιμένοντας τον επόμενο.

Αύριο είναι η σειρά του Αλέξη Τσίπρα να παρουσιάσει το σχέδιο της δικής του κυβέρνησης για το οποίο οι επιτελείς του εφηύραν τον θολό πλην εύηχο τίτλο «Σχέδιο για τη δίκαιη ανάπτυξη». Κι εδώ θα ακούσουμε τα ίδια περί δημιουργίας εκατοντάδων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, για στόχους προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων 80 - 100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία, για καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, για «καλές» και «κακές» ιδιωτικοποιήσεις, για ξεπάγωμα συγχρηματοδοτούμενων έργων, ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση κρατικής περιουσίας, τόνωση των εξαγωγών μας κλπ. Όλα αυτά είναι επικοινωνιακά «όπλα» που η κυβέρνηση θα παρατάξει μπροστά στην πραγματικότητα των μέτρων του τρίτου μνημονίου, που έχουν ήδη οδηγήσει σε 9μηνη ύφεση πριν ακόμη καλά - καλά εφαρμοστούν.

Ανακατανομή του πλούτου

Αλλά το νέο αναπτυξιακό αφήγημα Τσίπρα θα έχει μια ηχηρή διαφορά από τα προηγούμενα: αντί για μείωση φόρων που εξαγγέλλει η «άλλη πλευρά», η κυβέρνηση θα υποσχεθεί «δίκαιη ανακατανομή» του πλούτου από την ανάπτυξη που ΘΑ έρθει, και από τους φόρους που θα παραμείνουν υψηλοί. Τι θα πει δηλαδή η κυβέρνηση; Ότι από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού στο μέλλον εμείς δεν θα μειώνουμε τη φορολογία, αλλά θα επιστρέφουμε το όφελος στην κοινωνία μέσα από εργαλεία όπως το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης ώστε να μοιραστούν δίκαια και στα φτωχότερα στρώματα οι καρποί της ανάπτυξης.

Η πολιτική αυτή επιλογή είναι επί της αρχής σωστή, φλερτάρει, όμως, με την προπαγάνδα και το ανέφικτο. Ποιος δεν θέλει επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτος με χρηματοδότηση από το περίσσευμα των πλουσίων; Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια πλούσια χώρα και η επιλογή να στηρίζει την επιβίωσή της στην ασφυκτική υπερφορολόγηση των εισοδημάτων από την εργασία και της διαρκώς συρρικνούμενης παραγωγής ανατροφοδοτεί διαρκώς την ύφεση και δίνει ζωή στους αυτόματους μηχανισμούς περικοπών. Από τη στιγμή που δεν γίνεται τίποτα για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στις αγορές (κόστος ενέργειας, φορολογικό πλαίσιο, γραφειοκρατία κλπ) είναι δύσκολο να περιμένει κανείς αποτελέσματα. Επιπλέον οι υποσχέσεις αυτές αποκρύπτουν μια σκληρή αλήθεια: ότι η επιδοματική - προνοιακή πολιτική στη χώρα τελειώνει (π.χ. ΕΚΑΣ), οι συντάξεις και οι μισθοί μειώνονται και αναζητούνται εναγωνίως «ισοδύναμα» για να επιβραδυνθεί η περαιτέρω φτωχοποίηση που είναι μπροστά.

Το αναπτυξιακό σχέδιο

Αυτήν τη φορά είναι το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) στο οποίο ανατέθηκε κατόπιν συμφωνίας με τους δανειστές η επεξεργασία του νέου αναπτυξιακό σχεδίου της χώρας. Η σχετική μελέτη που έγινε «μνημονιακή υποχρέωση» είναι πλέον έτοιμη και θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες προτείνοντας συγκεκριμένες κατευθύνσεις πολιτικής που θα ήταν σκόπιμο να εφαρμοστούν. Ή κυβέρνηση θα πάρει αυτήν τη μελέτη ανά χείρας και, όπως λέει, θα καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τραπεζίτες, βιομήχανους, εξαγωγείς, αγρότες και επιχειρηματίες για να καταλήξουν από κοινού σε συγκεκριμένες δράσεις που θα ανοίγουν τον δρόμο στην παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου. Αν υπάρχει ένα σχέδιο, υπάρχει και η ελπίδα να βρεθούν τρόποι εφαρμογής του, αρκεί να απαντηθεί παράλληλα το κρίσιμο ερώτημα που είναι «ποιος θα βάλει τα λεφτά».

Κατά τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γιώργο Σταθάκη (ΦΩΤ.), η νέα αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας βασίζεται σε τρεις άξονες:

  • Δεν θα είναι μια στρατηγική που θα βασίζεται στους χαμηλούς μισθούς και τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά στην αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας (ένας στους δύο είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου) και στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
  • Η χρηματοδότηση και η ενίσχυση θα στοχεύσει σε κλάδους με έντονα συγκριτικά πλεονεκτήματα και εξαγωγικό χαρακτήρα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, η καινοτομία και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων, ο τουρισμός, η ναυτιλία, οι μεταφορές και τα logistics, η φαρμακοβιομηχανία (σ.σ γενόσημα), η ενέργεια και η ανασύσταση παραδοσιακών βιομηχανικών δραστηριοτήτων, όπως π.χ. η κλωστοϋφαντουργία, κλπ.
  • Το κράτος δεν θα απέχει από την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά «θα συντηρεί, θα βοηθάει και θα είναι αρωγός στην αναπτυξιακή προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα». Η κυβέρνηση προτίθεται να αξιοποιήσει τα εργαλεία των συμπράξεων με τους ιδιώτες, και υπόσχεται να διαμορφώσει ένα φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, απλοποιώντας τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, ώστε π.χ. η αδειοδότηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στις περισσότερες περιπτώσεις να γίνεται μέσα σε μία ημέρα και η έναρξη λειτουργίας σε τρεις.

3+1 εργαλεία χρηματοδότησης

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης μέσω της ενίσχυσης επενδυτικών σχεδίων στηρίζεται κυρίως στα κοινοτικά κονδύλια μέσα από τρία βασικά εργαλεία τα οποία έρχονται να καλύψουν μέρος από το έλλειμμα χρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος: στο ΕΣΠΑ, τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο και τη δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας για μικρο-δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις μέσω της μετεξέλιξης του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ).

Υπάρχει και το πακέτο των 3,5 δισ. ευρώ εξόφλησης οφειλών μέχρι το τέλος του έτους, που θα είναι επί της ουσίας και τα μοναδικά λεφτά που θα επιστραφούν στις επιχειρήσεις για να πληρωθούν φόροι, ενώ σαν μακροπρόθεσμη προοπτική αχνοφαίνεται η αποκατάσταση βασικών λειτουργιών του τραπεζικού συστήματος, εφόσον διασφαλιστεί η πρόσβαση στη φτηνότερη ρευστότητα και η επιστροφή κάποιων καταθέσεων στα γκισέ.

«Λίγα σε πολλούς, παρά πολλά σε λίγους»

Ο σχεδιασμός για τον τρόπο που τα λεφτά θα πέσουν στην αγορά δεν προκρίνει τόσο τη στήριξη μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, όσο τη χρηματοδότηση πολλών μικρότερων επενδύσεων από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, «δικτυώσεις» και συνεταιριστικά σχήματα. «Τα λεφτά είναι λίγα, η χρηματοδότηση προβληματική, συνεπώς είναι καλύτερο να δώσουμε λίγα σε πολλούς, παρά πολλά σε λίγους» είναι η άποψη των κυβερνητικών στελεχών που πάντως δεν περιμένουν ότι η συνεισφορά στις επενδύσεις θα είναι πάνω από το 10% όσων πρέπει να γίνουν στο μέλλον. Εξ ου και το γεγονός πως τόσο στο ΕΣΠΑ, όπου η κυβέρνηση διατείνεται πως μέχρι το τέλος του έτους θα έχει ενεργοποιήσει επενδύσεις 8 δισ. ευρώ (προετοιμασία και όχι εκταμίευση), όσο και στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, που έχει διασφαλίσει μόλις 3,5 δις. ευρώ κεφάλαια και μόχλευση για παλαιά και νέα σχέδια, η λογική της χρηματοδοτικής στήριξης πολύ μεγάλων επενδύσεων απουσιάζει και το βάρος πέφτει σε μικρότερης κλίμακας σχέδια, ενώ για τις επενδύσεις άνω των 20 εκατ. ευρώ παρέχεται μόνο φοροαπαλλαγή ή σταθεροποίηση του φορολογικού συντελεστή στο 29% για 12 χρόνια.

Όλα τα παραπάνω είναι μέρος μόνο του ευρύτερου αφηγήματος για την ανάπτυξη. Σκέλος του είναι επίσης το περιβόητο «πακέτο Γιουνκέρ», που χρηματοδοτεί δανεισμό για ιδιωτικές επενδύσεις και δημόσιες υποδομές, αλλά η Ελλάδα τρέχει ασθμαίνοντας να το εκμεταλλευτεί, όπως επίσης και το πακέτο των ιδιωτικοποιήσεων, για το οποίο οι παραφωνίες στην κυβέρνηση παραμένουν ηχηρές.

Ειδικά τα τελευταία αναδεικνύουν ακόμη ένα σοβαρό πρόβλημα. Αυτό της έλλειψης στοιχειώδους συντονισμού και ξεκάθαρων πολιτικών στην κυβέρνηση, που δεν αποκλείεται -όπως έχει συμβεί κι άλλες φορές στο παρελθόν με άλλες κυβερνήσεις- να οδηγήσει σε επικοινωνιακές πομφόλυγες, όπως θα είναι η «προσωπική» εμπλοκή του πρωθυπουργού στις επενδύσεις με τη δημιουργία… Task Force για την ανάπτυξη στο Μέγαρο Μαξίμου.