Η Μαριανίνα Κριεζή «έφυγε» για την Λιλιπούπολη τ' Ουρανού

Η Μαριανίνα Κριεζή «έφυγε» για την Λιλιπούπολη τ' Ουρανού

«Στη ροδοζαχαρένια παραλία
μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία,
που `χε στα δυο της μάγουλα
λιγάκι κρέμα φράουλα
κι έβγαζε βόλτα μες στην ροζ ανατολή,
το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.

Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία,
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί.»

Και ξαφνικά γέμισε το διαδίκτυο «Χρυσαλιφούρφουρο» και «Ρόζα Ροζαλία». Πλημύρισε με «Badida de Coco» και «Ήσυχα βράδια». Έσμιξε «Το τσιφτετέλι της γρίπης» με «Το πριγκιπικό βαλς». «Ο Χορός των μπιζελιών» μας ξαναέκανε όλους «Εδώ Λιλιπούπολη». Αλλά επειδή μάθαμε πια και ο νους μας πάει πάντα στο κακό, κυκλοφορούν εύκολα εξάλλου τα μαύρα μαντάτα, η δημιουργός της Λιλιπούπολης, το κορίτσι με τα μελαγχολικά, ευαίσθητα και απερίγραπτα μάτια και τους ακριβούς στίχους, η Μαριανίνα Κριεζή δεν είναι πια εδώ.

Την είδηση πρωτοέγραψε η Ελένη Δήμου που είχε τραγουδήσει τραγούδια της: ««Αποχαιρετώ μια από τις πιο σπουδαίες στιχουργός που έβγαλε αυτή εδώ η χώρα. Μια από τις γυναίκες της ζωής μου που τόσο βοήθησαν για την εξέλιξη μου στο τραγούδι. Καλό ταξίδι ψυχή μου. Η Μαριανίνα Κριεζή η σπουδαία έφυγε».

Η συγγραφέας των βιβλίων «Αν ήμουν Αη Βασίλης», «Το κόκκινο αβγό που τα σπάζει όλα», «Χρόνια πολλά», «Ο καρομυτόγκας», «Ρόζα Ροζαλία ή το ροζ χρώμα», η μεταφράστρια των βιβλίων της Anna Russelmann [Οι δερματούληδες στο ταψί του ήλιου, Ο Μάκης Ενζυμάκης και η μάχη στο στομάχι, Σοκολάκης και Ζαχαρούλα Τρυποδόντη], του Harry Alexander [Ένα σπίτι κρεμμαστό, Σε γνωρίζω απ’ την ουρά], η στιχουργός του μυθικού πια «Εδώ Λιλιπούπολη», η δημιουργός των τραγουδιών «Τσάι γιασεμί», «Τα ήσυχα βράδια», «Batida de Coco», «Το τρυφερό σου ροζ», «Το κοπερτί», «Ο Τάκης»… πέθανε σε ηλικία 75 χρονών.

Το πρώτο που σκέφτεσαι ήταν πότε έφτασε έτσι κοριτσίστικη και διακριτική 75 χρονών. Κι αμέσως μετά τα χρόνια σου και την εποχή που αγάπησες και πέρασε, περνά μαζί της απέναντι. Κι ύστερα όλος ο κόσμος του πολιτισμού βυθίζεται σε ένα πένθος βαθύ.

Και ξαναγράφουμε όλοι όχι μόνο για το Τρίτο Πρόγραμμα, την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» και την θρυλική αυτή ραδιοφωνική εκπομπή, αλλά και για την στιχουργική της αντίφαση που την έκανε να συνεργαστεί με την Αρλέτα (Τσάι γιασεμί, Ήσυχα βράδια, Το τρυφερό σου ροζ), με την Δήμητρα Γαλάνη (Παραιτούμαι), αλλά και με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη (Δεν έχω χρόνο) και τον Στράτο Διονυσίου (Ένα λεπτό περιπτερά)…

Λίγα λόγια για μια σπουδαία ποιήτρια και στιχουργό

Η Μαριανίνα Κριεζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947, μεγάλωσε στο Ψυχικό και κατάγεται από την Ύδρα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς να πάρει πτυχίο, και Διακοσμητική – Σκηνογραφία στα εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου ολοκλήρωσε τις εκεί διετείς σπουδές της.

Το 1969 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει σχέδιο υφάσματος, επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε ως γραφίστρια και την άνοιξη του 1977 άρχισε να συνεργάζεται με το Τρίτο Πρόγραμμα όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.

Εκεί έγραψε τους στίχους όλων των τραγουδιών της ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» ενώ συμμετείχε και στα κείμενα, ιδίως ως συγγραφικό δίδυμο με την ηθοποιό Άννα Παναγιωτοπούλου. Συνέπραξε επίσης, ως κειμενογράφος, σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής».

Στη μακρά σταδιοδρομία της ως στιχουργός συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους: Αρλέτα, Ελένη Δήμου, Στράτος Διονυσίου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σαβίνα Γιαννάτου, Μιχάλης Μπαζάκας, Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μιχάλης Χατζηγιάννης, ενώ στίχους της έχουν μελοποιήσει συνθέτες όπως οι Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Νίκος Χριστοδούλου, Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός, Δήμητρα Γαλάνη, Μιχάλης Καπούλας, Ευσταθία, Τάκης Μουσαφίρης, Διονύσης Τσακνής κ.ά.

Ως παραγωγός στην ΕΡΑ παρουσίασε διάφορες εκπομπές, όπως την φιλοζωική «Μου το’πε ένα πουλάκι», τη νυχτερινή «Το νυχτικό του πύργου» και την εκπομπή «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».

Με δικά της λόγια

[από συνέντευξη στη Lifo]

«Γεννήθηκα στο Ψυχικό. Κάθε χειμώνα έπαιζα εκεί, και κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα. Όταν ήθελα να μιλήσω, για κάποιο λόγο μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική. Μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα «Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα», Μου έλεγε «δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας.

»Πήγα σχολείο στο δημόσιο του Ψυχικού, και μετά σε ένα ιδιωτικό. Η αλλαγή έγινε με αφορμή τη μετάθεση μιας πολύ αυστηρής δασκάλας, που οι γονείς μου την προτίμησαν για να με κάνει άνθρωπο. 

»Τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά. Αυτό τώρα για μένα λειτουργεί ως πηγή δύναμης. Μεγάλης δύναμης. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν έγινα γιατί –κάθε φορά που το ανέφερα– λιποθυμούσε η μάνα Μου. Ήταν να μπω τη χρονιά της Κάτιας Δανδουλάκη. Της Δανδουλάκη η μάνα προφανώς δεν λιποθυμούσε.

»Πέρασα στη Φιλοσοφική, την οποία και παρακολούθησα δύο χρόνια. Δεν άντεξα παραπάνω. Συνέχισα στη Σχολή Καλών Τεχνών: σκηνογραφία. Η μάνα μου δεν αντέδρασε. Με συνήθισε. Ξέρεις, ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά συνηθίζει.

»Έφυγα για το Παρίσι, όπου έκανα σχέδιο υφάσματος. Εκεί έκατσα περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν τρελάθηκα Με την πόλη. Δεν Μου ταίριαζε, Μάλλον. Ήταν γεμάτη σοβινιστές. Νομίζω πως αν είχα πάει στο Λονδίνο θα ήταν καλύτερα. Εκεί οι άνθρωποι πιστεύω ότι είναι πιο ευγενικοί επί της ουσίας.

»Όταν γύρισα, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφιστική – μέχρι που συνάντησα μπροστά μου το «Τρίτο Πρόγραμμα», κι έτσι άρχισε το ραδιόφωνο για μένα. Παράλληλα έγραφα κάτι στιχάκια για μαγιονέζες, που άρεσαν μόνο στον μπαμπά μου και σε έναν άλλον, ο οποίος μίλησε για μένα στον Χατζιδάκι όταν ήμουν στο Παρίσι. Πριν απ’ αυτά έγραφα μπούρδες για τη λύπη και τα τραγικά αδιέξοδα. Αηδίες.

»Κι ύστερα ήρθε η Λιλιπούπολη. Τελείως ερασιτεχνικά κι απρόσμενα. Για ένα χρόνο δουλεύαμε ασταμάτητα και τζάμπα. Μετά αρχίσαμε να πληρωνόμαστε, κι έτσι είχαμε λεφτά για ένα τσιγάρο στα τέσσερα. Παράλληλα, κάναμε κι όλη τη λάντζα του «Τρίτου». Το κρατάγαμε όλο μόνοι μας. Και κάναμε ό,τι θέλαμε, παίζαμε ό,τι θέλαμε, μας δώσανε δική μας ορχήστρα. Ξέρεις, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει στον Χατζιδάκι είναι τα παράθυρα που άνοιγε σε νέους ανθρώπους. Ήταν ταμένος σ’ αυτό το πράγμα.
Σήμερα σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα παίζουν play list. Αυτό είναι σαν να τσιμεντώνεις ρυάκια σε εποχή ανομβρίας….

»Αυτή η χώρα δεν επιλέγει τι θέλει να ακούσει. Απλά ακούει… Η Ελλάδα πνίγεται στην εντεχνίλα. Σε τραγούδια που έχουν στίχους με λέξεις όπως Ισμήνη, καθρέφτης, χαντρούλα, ασβέστης, Παναγιά κ.ά. Δεν Μπορώ άλλο να ακούω την Παναγιά σε τραγούδια. Πρέπει πλέον να την αφήσουνε ήσυχη. Αυτά τα έγραφε ο Γκάτσος πριν από τριάντα χρόνια. Θέλω να γίνει λίγη φασαρία επιτέλους…

» Η Λιλιπούπολη ήταν ένα άλλοθι. Τίποτε περισσότερο. Τα περισσότερα τραγούδια –και απολύτως κανένα κείμενο από αυτά που περιείχε– δεν ήταν για παιδιά. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με χιτάκια. Μεγαλώνουν χωρίς να απαιτούν από το τραγούδι αίσθημα. Γιατί δεν ξέρουν ότι ένα τραγούδι μπορεί να τους κάνει να κλάψουν και να γελάσουν. Θέλουν τα τραγούδια να τους κινούν, ενώ κανονικά πρέπει να τους συγκινούν… 

»Από τα ελληνικά λατρεύω το «Καινούργια τώρα ζωή» με τη Μοσχολιού. Αυτό γράφτηκε για το τέλος του πολέμου.  Δεν το αντέχω. Με ταράζει κάθε φορά που τ’ ακούω. Το πιο αβάσταχτο ελληνικό τραγούδι. Και το «Ερωτικό» του Αλκαίου. Αυτοί οι στίχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά μιλάνε για όλους. Είναι κάτι τραγούδια που νομίζεις ότι δεν τα έχει γράψει κανείς, ότι στέκονται μόνα τους στη μέση του δωματίου, αυτόνομα και στέρεα….
»Γράφω ακόμα. Το κακό είναι ότι μετά δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που γράφω….

Πικρή διαπίστωση: Διότι από κει ξεκινά ο θάνατος, όταν γράφεις ακόμα, αλλά αυτά που γράφεις μετά δεν ξέρεις τι να τα κάνεις…

Καλό ταξίδι στην Λιλιπούπολη τ’ Ουρανού, Μανίνα Κριεζή, και όλους θα τους βρεις εκεί.

Σε μας θα μείνουν «Τα ήσυχα βράδια» ομφάλιος λώρος που αντέχει ακόμα να μας ενώνει με σένα, με αυτή την όμορφη αθώα κάπως ποιητική κι ευαίσθητη εποχή.

«Ακόμα κι αν φύγεις
για το γύρο του κόσμου
θα’ σαι πάντα δικός μου
θα είμαστε πάντα μαζί
 

Και δε θα μου λείπεις
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί
 

Τα ήσυχα βράδια
η Αθήνα θ’ ανάβει
σαν μεγάλο καράβι
που θα `σαι μέσα κι εσύ
 

Και δε θα σου λείπω
γιατί θα `ναι η ψυχή μου
το τραγούδι της ερήμου
που θα σ’ ακολουθεί
 

Τα ήσυχα βράδια
θα περνάει φωτισμένο
της ζωής μου το τρένο
που θα `σαι μέσα κι εσύ…