Να ενταθεί η εκστρατεία της πειθούς

Να ενταθεί η εκστρατεία της πειθούς

Η εννοιολογική, επιστημονική, νομική και πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα του εμβολιασμού, και ειδικά του λεγόμενου «υποχρεωτικού» εμβολιασμού, είναι πλέον ουσιαστικά λελυμένη. Μένει η κοινωνική, που κι αυτή πρέπει να προοδεύσει.

Εννοιολογική: κανείς δεν μπορεί να εξαναγκασθεί παρά τη θέλησή του σε εμβολιασμό, αλλά η μη συμμόρφωση στην εκ μέρους της Πολιτείας απόφαση για εμβολιασμό ορισμένων ομάδων έχει συνέπειες.

Επιστημονική: τα στοιχεία και οι αποδείξεις περί του ότι ο εμβολιασμός αποτελεί την καλύτερη (τη μόνη) άμυνα, ατομική και συλλογική, κατά της πανδημίας, είναι συντριπτικά.

Νομική: το ένα μετά το άλλο, διεθνή και ελληνικά δικαστήρια κρίνουν τον υπό προϋποθέσεις (στήριξη σε πορίσματα ειδικών, υπηρέτηση δημόσιας υγείας σε έκτακτες περιστάσεις, σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας) υποχρεωτικό εμβολιασμό νόμιμο και συνταγματικό.

Πολιτική: απανταχού του κόσμου, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, προβάλλοντας το δημόσιο συμφέρον και στηριζόμενες σε ευρεία λαϊκή αποδοχή, λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση των εμβολιασμών και των περιορισμό των επιπτώσεων της άρνησης ορισμένων πολιτών να εμβολιαστούν. 

Αυτή, ωστόσο, η αίσθηση του ορθού που απορρέει από όλες τις παραπάνω πηγές, δεν απαλλάσσει, κατά τη γνώμη μου, τις δημοκρατικές κυβερνήσεις από το καθήκον να συνεχίσουν να εξηγούν και να προσπαθούν, αν όχι να πείσουν, πάντως να διαφωτίσουν, τους πολίτες που επιμένουν να αρνούνται να εμβολιαστούν. Το καθήκον αυτό, που θα μπορούσε να αποκληθεί «κοινωνικό», απορρέει από την ίδια τη φύση της δημοκρατίας: το κράτος απευθύνεται σε όλους, ακόμα σε εκείνους με τους οποίους διαφωνεί, ακόμα και σε όσους επιβουλεύονται μια κυβέρνηση, μια κοσμοθεωρία ή μια συγκεκριμένη απόφαση.

Κανενός πολίτη η γνώμη και η στάση, ακόμα και αν είναι αστήρικτες ή παράλογες, δεν είναι χωρίς αξία και δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους τους αποφασίζοντες: αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να διαμορφώνουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τις αβάσιμες και παράλογες απόψεις, αλλά ότι και οι απόψεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να «απαντώνται».

 Άλλο η νομιμότητα, που ισχύει για όλους, είτε μάς αρέσει ή δεν μάς αρέσει, κι άλλο η κοινωνική συνοχή, που κατακτάται, ή έστω διεκδικείται, μέσα από τη συνύπαρξη, τη συμπερίληψη και την αποφυγή τεχνητών διαχωρισμών, πέρα από εκείνους που δημιουργεί η ίδια η ζωή.

Έχω επιχειρηματολογήσει πολλές φορές υπέρ της λογικής και της νομιμότητας των υποχρεωτικών εμβολιασμών, ως λύσης ανάγκης. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι φύσει και θέσει αρνητές του εμβολιασμού επιβαρύνουν τη δημόσια υγεία και το σύστημα υγείας, καθυστερούν τη βελτίωση της ζωής όλων μας και δεν σέβονται το καθήκον αλληλεγγύης που θα έπρεπε να διέπει κάθε άξιο της βαριάς λέξης «πολίτη». Θα ήθελα όμως, ως προέκταση και όχι σε αντίθεση με όλα αυτά, να εκφράσω και μια αφελή απορία –«γιατί η Πολιτεία δείχνει να έχει εγκαταλείψει τον αγώνα της πειθούς;»- που είναι συγχρόνως ειλικρινής έκκληση: ας συνεχίσουμε να προσπαθούμε να εξηγούμε και να ξεκαθαρίζουμε στο όνομα της λογικής και της δημοκρατίας.

Έχω πλήρη συναίσθηση ότι είναι αδύνατον να πεισθούν όλοι οι αρνητές του εμβολιασμού ή έστω η πλειοψηφία τους. Αλλά πιστεύω επίσης ότι, πέρα από το κοινωνικό χρέος της Πολιτείας, μπορεί να υπάρξει και ένα όχι αμελητέο πρακτικό κέρδος: από τις τρεις, χοντρικά, κατηγορίες «αρνητών» - τους συνωμοσιολόγους/αντιορθολογιστές, τους αντιδραστικούς/πολιτικά υποκινούμενους, τους φοβούμενους παράπλευρες συνέπειες ή το άγνωστο- η τρίτη είναι ευεπίφορη στον εξηγητικό λόγο. Με τρόπο απλό αλλά όχι απλοϊκό, και σίγουρα όχι συνθηματολογικό ή εξυπνακίστικο, μπορούν, κατ’ ελάχιστο, να απαντηθούν ορισμένα όχι παράλογα ερωτήματα και να διαλυθούν νεφελώματα και μύθοι. 

Δεν είναι δουλειά μου να πω ποιο θα ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο ή σχήμα, ατομικό ή συλλογικό, επίσημο ή ανεπίσημο, για μια τέτοια άσκηση πειθούς. Δικαιούμαι όμως, ως πολίτης, να διαπιστώσω ότι τέτοιου είδους οργανωμένη προσπάθεια απουσιάζει μετά την εθελοντική αποχώρηση του καθηγητή Τσιόδρα από το προσκήνιο και ότι η ασυγκράτητη πολυφωνία και ο συχνά ανοίκειος τόνος των παντοειδών παρεμβάσεων είναι πιθανό να οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: αν όχι να φουσκώνει τις τάξεις των αρνητών του εμβολισμού, πάντως να μεγαλώνει την αντίθεσή τους.

Να ορισμένα πράγματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ειπωθεί αλλά όχι επαρκώς εντυπωθεί, που θα περίμενα να ακούσω και που πιστεύω ότι δεν θα άφηναν αδιάφορο κανέναν καλόπιστα δυσπιστούντα. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι, και θα ήταν λάθος της Πολιτείας και των ειδικών να θεωρούν κάθε δυσπιστούντα φανατικό. 

Το γεγονός ότι, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, εννιά στους δέκα ανθρώπους που εισάγονται στις μέρες μας στην εντατική με covid και εννιάμιση στους δέκα που πεθαίνουν λόγω covid είναι ανεμβολίαστοι, είναι πιο εύγλωττο από κάθε επιστημονική ή πολιτική συνηγορία υπέρ της ανάγκης αλλά και της αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών (η οποία, επιπλέον, έχει μετρηθεί και βρίσκεται στο 94% για τα τρία βασικά εμβόλια). Αν δεν είχαμε εμβολιαστεί όσοι εμβολιαστήκαμε, η μετάλλαξη Δέλτα θα είχε οδηγήσει, τη στιγμή που μιλάμε, σε υπερχείλιση των μονάδων εντατικής θεραπείας και σε εκατόμβη κρουσμάτων και θανάτων. Υπάρχει κανείς που θα ήθελε, ή θα δεχόταν να διακινδυνέψει, κάτι τέτοιο; 

Η επίκληση του φιλότιμου, ιδίως στην Ελλάδα, δεν πρέπει να μένει στο λεκτικό επίπεδο αλλά να βγαίνει μέσα από βιώματα: όπως κανείς δεν θα ήθελε εκατόμβη κρουσμάτων και νεκρών, έτσι είναι βέβαιο ότι και κανείς γονιός ή παιδί δεν θα δίσταζε, μπροστά στην υπαρκτή αλλά μικρή πιθανότητα ανεπιθύμητων παρενεργειών, να δώσει φάρμακα στο παιδί του που πάσχει από νευρολογική πάθηση ή στη μητέρα του που έχει καρδιακά προβλήματα. Η, δε, πιθανότητα ανεπιθύμητου συμπτώματος από τα φάρμακα αυτά είναι στο 0,3%, ενώ στα εμβόλια κατά του covid στο 0,0003%, δηλαδή χίλιες φορές μικρότερη. Αντιστοίχως, η πιθανότητα για θρόμβωση, δηλαδή την πιο επίφοβη παρενέργεια του εμβολιασμού, σε κάποιον που θα κολλήσει τον covid είναι 800% μεγαλύτερη από ό,τι σε κάποιον που θα εμβολιασθεί και δεν θα κολλήσει (και δεν τα βγάζει από το κεφάλι του ένας συνταγματολόγος αυτά, τα υποστηρίζει, με αποδείξεις, η τεράστια πλειοψηφία των εξειδικευμένων γιατρών  - βλ. για παράδειγμα, Clayton Dalton, «Why the covid vaccines aren’t dangerous», στο New Yorker, 25 Αυγούστου 2021).   

Οι αμφιβολίες λόγω της ιδιαίτερα γρήγορης δημιουργίας και έγκρισης των εμβολίων κατά του covid θα διασκεδάζονταν, θέλω να πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό, αν γινόταν κατανοητό, πρώτον, ότι οι προσπάθειες δεν άρχισαν εκ του μηδενός αλλά «πάτησαν» πάνω σε έρευνες χρόνων, ειδικά γύρω από την «τεχνολογία» mRNA, και, δεύτερον, ότι οι λεγόμενες «προσωρινές εγκρίσεις» που δόθηκαν στα βασικά εμβόλια δεν σημαίνουν λιγότερη επιστημονική αξιοπιστία, απλώς προσωρινή παράκαμψη, λόγω του επείγοντος, ορισμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών (στο μεταξύ, η «πλήρης διαδικασία» συνεχίζεται και έδωσε, αυτές τις ημέρες, την τελική έγκριση στο εμβόλιο της Pfizer-BioNTech, ενώ ακολουθούν και τα άλλα).

Σημαντικό επίσης είναι να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της δήθεν παρέμβασης στο dna μέσω των εμβολίων: όλα τα εμβόλια κατά του covid, ειδικά, δε, όσα έχουν «τεχνολογία» mRNA, είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να λειτουργούν ΕΚΤΟΣ των κυττάρων που φιλοξενούν το ανθρώπινο dna και μάλιστα, μόλις κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή ενεργοποιήσουν την αντίδραση του οργανισμού στον ιό, εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν ίχνη -κάτι που απαντά και στο «φόβο» μήπως τα εμβόλια «αφήσουν» στον οργανισμό παρενέργειες που μπορεί να εμφανισθούν καιρό μετά τον εμβολιασμό. Μεγαλύτερη απειλή από τα εμβόλια συνιστά για το dna ένας ψεκασμός τύπου - αν τον θυμάστε - κυρίου Καμμένου - κάτι που μάλλον γνώριζε ο κύριος Καμμένος, ο οποίος έσπευσε, έστω και εκτός σειράς και συνόρων, να εμβολιασθεί.

Ίδιας λογικής είναι και η απάντηση στον - όχι αδικαιολόγητο στην εποχή μας - φόβο συμπολιτών μας ότι θα ήταν δυνατόν, μέσω της καταγραφής και επεξεργασίας στοιχείων από το κράτος, να υποκλαπούν και χρησιμοποιηθούν προσωπικά δεδομένα τους: τα στοιχεία που δίνονται και αποτυπώνονται και στο ελληνικό και στο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό εμβολιασμού είναι δεκάδες φορές λιγότερα και λιγότερο «αποκαλυπτικά» από τα αντίστοιχα που «κυκλοφορούν» ελεύθερα και παντού μέσω των κινητών τηλεφώνων μας.

Θα άξιζε να ακουστούν, ακόμα και τώρα, και διαρκώς μέχρι να επιτευχθεί το αναγκαίο επίπεδο εμβολιασμού, αυτά και αρκετά άλλα παρόμοια επιχειρήματα, που αποτελούν ταυτόχρονα και γεγονότα. Και μάλιστα θα έπρεπε να ακουστούν όχι από μεμονωμένες φωνές αλλά από τη «φωνή» μιας Πολιτείας που θέλει το καλό όλων των πολιτών της. Γιατί ακόμα και αν δεν έπειθαν, όσους δεν θέλουν να πειστούν, θα αποτελούσαν προσφορά στην κοινωνία και στη δημοκρατία.

* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής.