Ο D. Trump ζητούσε από το Μεξικό «σιωπή» για το τείχος κατά της μεταναστών

Ο D. Trump ζητούσε από το Μεξικό «σιωπή» για το τείχος κατά της μεταναστών

Στην πρώτη του τηλεφωνική επικοινωνία ως πρόεδρος των ΗΠΑ με τον Μεξικανό ομόλογό του Enrique Pena Nieto στις 27 Ιανουαρίου, ο Donald Trump χαρακτήρισε την προεκλογική του δέσμευση – σήμα κατατεθέν της εκστρατείας του – να υποχρεώσει το Μεξικό να πληρώσει για την ανέγερση ενός τείχους στα νότια σύνορα των ΗΠΑ ως ένα πολιτικό πρόβλημα που διογκώνεται, ασκώντας πίεση στον Μεξικανό πρόεδρο να σταματήσει να λέει δημοσίως ότι η κυβέρνησή του δεν θα πληρώσει ποτέ για το τείχος.

Ο Trump ξεκαθάρισε ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι η χρηματοδότηση της οικοδόμησης του τείχους θα πρέπει να προέλθει από άλλες πηγές, αλλά απείλησε να διακόψει τις επαφές με την μεξικανική κυβέρνηση αν ο Nieto συνεχίζει να κάνει επιθετικές δηλώσεις.

Χαρακτήρισε δε το τείχος ως το «το πιο ασήμαντο θέμα της συζήτησής μας, αλλά πολιτικά ίσως να είναι το πιο σημαντικό».

«Σχετικά με το τείχος, εσύ και εγώ έχουμε ένα πολιτικό πρόβλημα», είπε ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος στον Nieto. «Ο λαός μου ξεσηκώνεται και λέει 'Το Μεξικό να πληρώσει για το τείχος' και ο δικός σου λαός ενδεχομένως να λέει κάτι σε μια αντίστοιχη, ελαφρώς διαφορετική γλώσσα».

«Πρέπει να έχω το Μεξικό να πληρώνει για το τείχος – Πρέπει» τόνισε. «Μιλάω για αυτό τα τελευταία δύο χρόνια». Για να λύσει το πρόβλημα, ο Τραμπ πίεσε τον Nieto να πνίξει το θέμα. «Και οι δύο θα πούμε 'θα βρούμε μια λύση' θα βρούμε κάπως μια φόρμουλα», είπε.

Όταν ο Nieto επέμεινε ότι η θέση του θα συνεχίσει να είναι σταθερή λέγοντας ότι το Μεξικό δεν μπορεί να πληρώσει για το τείχος, ο Trump αντέδρασε: «Δεν μπορείς να το λες αυτό στα μέσα ενημέρωσης. Τα μέσα ενημέρωσης θα το ακολουθήσουν και δεν μπορώ να ζήσω με αυτό», είπε ο Trump, λέγοντας επίσης ότι γνωρίζει «τον τρόπο για να οικοδομηθεί πολύ φθηνά το τείχος…και θα είναι ένα καλύτερο τείχος και θα φαίνεται πολύ ωραίο».

Πέρα από την συνομιλία με τον Nieto, η Post έδωσε στην δημοσιότητα και μέρος του απομαγνητοφωνημένου κείμενου της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Trump που είχε στις 28 Ιανουαρίου με τον Αυστραλό πρωθυπουργό.

Συνταγμένα από το προσωπικό του Λευκού Οίκου, τα κείμενα δίνουν μια αφιλτράριστη ματιά στην προσέγγιση του Trump για την διπλωματική πτυχή των καθηκόντων του.

«Έχω έρθει ως εδώ», είπε ξεσπώντας ο Trump, έπειτα από διαφωνία του με τον Αυστραλό πρωθυπουργό για μια συμφωνία στο προσφυγικό. «''Εχω τέτοιες τηλεφωνικές επικοινωνίες όλη μέρα και αυτή είναι η πιο δυσάρεστη».

«Η συνομιλία με τον Putin ήταν ευχάριστη» είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, λίγο πριν το τέλος της επικοινωνίας του με τον Αυστραλό πρωθυπουργό. «Αυτή είναι γελοία».

Και οι δύο επικοινωνίες που είχε ο Αμερικανός πρόεδρος με τους ηγέτες του Μεξικού και της Αυστραλίας είχαν ως επίκεντρο θέματα που σχετίζονταν με την μετανάστευση.

Αλλά η ουσία των ζητημάτων αυτών ελάχιστα συζητήθηκε με την κύρια ανησυχία του Trump να εμφανίζεται να είναι αν θα υπάρξει κάποια επίδραση των πολιτικών αυτών στον ίδιο.

«Αυτό θα με τελειώσει», τόνισε ο Τραμπ. «Είμαι ο σπουδαιότερος άνθρωπος του κόσμου που δεν θέλει να επιτρέψει την είσοδο ανθρώπων στην χώρα. Και τώρα συμφωνώ να δεχτώ 2.000 ανθρώπους», είπε αναφερόμενος στην συμφωνία που είχε συνάψει ο προκάτοχός του Barack Obama για την αποδοχή 1.250 προσφύγων από την Αυστραλία.

Σε κάποιο σημείο ο Τραμπ εξέφρασε τον θαυμαστό του για την άρνηση της Αυστραλίας να επιτρέψει σε πρόσφυγες να φτάνουν με βάρκες στις ακτές της, σημειώνοντας ότι αυτή «είναι μια καλή ιδέα. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς». Ενώ με σχόλιο που φέρεται να προοριζόταν για φιλοφρόνηση, ο Τραμπ είπε στον Αυστραλό πρωθυπουργό :«Εσύ είσαι χειρότερος από μένα».

«Σιχαίνομαι να συναινώ στην αποδοχή αυτών των ανθρώπων. Σε διαβεβαιώνω ότι είναι κακοί. Για αυτό το λόγο είναι στην φυλακή αυτή την στιγμή. Δεν πρόκειται να γίνουν θαυμάσιοι άνθρωποι που θα εργαστούν για την τοπική παραγωγή γάλακτος», είπε σε μια προφανή αναφορά του στις αμερικανικές φάρμες γαλακτοπαραγωγής.

Εξαγριωμένος δε είπε ότι οι πρόσφυγες μπορεί «να γίνουν ο βομβιστής της Βοστώνης σε πέντε χρόνια».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ