Σίντνεϊ Πουατιέ: Από λαντζέρης στη Νέα Υόρκη, κορυφαίος σταρ του Χόλιγουντ
Πολιτισμός

Σίντνεϊ Πουατιέ: Από λαντζέρης στη Νέα Υόρκη, κορυφαίος σταρ του Χόλιγουντ

Για τους περισσότερους ήταν «ο πρώτος αφροαμερικανός ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ». Για τους ελάχιστους, ο οσκαρικός ηθοποιός που ήταν, επίσης, σκηνοθέτης, συγγραφέας και διπλωμάτης. Για τη γενιά μου «Στον Κύριό μας με Αγάπη» και τα δάκρυα στο σινέ Νίκη. Για μένα ειδικά το εξώφυλλο στα Αρχαία Θέματα όταν έδινα εξετάσεις.

Για όλους μας, όμως, η συγκίνηση ήταν ίδια κι όμοια. Η είδηση πως πέθανε ο Σερ Σίντνεϊ Πουατιέ σε ηλικία 94αρων χρονών, γέμισε το διαδίκτυο με συγκίνηση. Εμπεριέχοντας ένα μεγάλο κομμάτι από το κινηματογραφικό μας εαυτό και τα νιάτα μας.

«Χάσαμε ένα ίνδαλμα, έναν ήρωα, έναν μέντορα, έναν μαχητή, έναν εθνικό θησαυρό», έγραψε στο Facebook o Τσέστερ Κούπερ για τον ηθοποιό-θρύλο.

Μεσουρανούσε κατά τη δεκαετία του '60 και το 1967 είχε τρεις επιτυχημένες ταινίες στο ενεργητικό του: «Ιστορία ενός Εγκλήματος» (In the Heat of the Night), «Μάντεψε ποιος θα 'ρθει το βράδυ» (Guess Who's Coming to Dinner) και «Στον Κύριο μας με Αγάπη» (To Sir, with Love), με θέμα τον ρατσισμού. Βραβεύτηκε  με Όσκαρ το 1963 για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού»(Lillies of the Field).

Υπήρξε, επίσης, γνωστός για τη συμμετοχή του στις ταινίες: «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (Blackboard Jungle, 1955), «Έσπασα τα Δεσμά μου» (Edge of the City, 1957), «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες» (The Defiant Ones, 1958), «Ένα Σταφύλι στον Ήλιο» (A Raisin in the Sun, 1960) και «Τυφλός Άγγελος» (A Patch of Blue).

Το 1972 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία «Οι Δυο Συνένοχοι» (Buck and the Preacher). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει στην 22η θέση στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.

Το 2002 ο ηθοποιός βραβεύτηκε, επίσης, και με Τιμητικό Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης, αλλά κι ως άνθρωπος και το 2009 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα.

Από το 1997 ήταν πρέσβης για λογαριασμό του νησιών Μπαχάμες (απ' όπου κατάγεται και έζησε τα παιδικά του χρόνια), από τις οποίες κατάγεται στην Ιαπωνία.

Η ζωή του

Ο Σίντνεϊ Πουατιέ είχε γεννηθεί στο Μαϊάμι της Φλόριδας στις 20 Φεβρουαρίου 1927, όπου οι Μπαχαμέζοι γονείς του βρίσκονταν για επίσκεψη. Μεγάλωσε στο Νησί Κατ της Καραϊβικής κι έπειτα διέμεινε στο Μαϊάμι, όπου οι γονείς του, Ρέτζιναλντ Τζέιμς Πουατιέ και Έβελυν Άουτεν, ταξίδευαν για να πουλήσουν ντομάτες κι άλλα προϊόντα της φάρμας τους στο Νησί Κατ.

Γεννήθηκε δυο μήνες πρόωρα κι οι ελπίδες επιβίωσης του βρέφους ήταν ελάχιστες, γι' αυτό το λόγο οι γονείς του διέμειναν τρεις μήνες στις Η.Π.Α. για να τον φροντίσουν. Έτσι ο ηθοποιός έλαβε αυτομάτως την αμερικανική ιθαγένεια. Στα 10 του χρόνια οι γονείς του μετακόμισαν στην πόλη Νασσάου στις Μπαχάμες και στα 15 του χρόνια οι γονείς του τον έστειλαν στο Μαϊάμι για να ζήσει με τον αδελφό του.

Στα 17 του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως λαντζιέρης. Με τη βοήθεια ενός Εβραίου σερβιτόρου που καθόταν μαζί του κάθε βράδυ έμαθε να διαβάζει εφημερίδα. Αργότερα αποφάσισε να καταταγεί στον Αμερικανικό Στρατό κι όταν απολύθηκε πέρασε από επιτυχημένη ακρόαση.

Ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο Αμερικανικό Θέατρο Μαύρων, αλλά το κοινό τον αποδοκίμασε. Οι περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί της εποχής ήταν καλλίφωνοι, αλλά ο Πουατιέ δε διέθετε μουσικό αυτί, πράγμα που τον καθιστούσε μη ικανό να τραγουδήσει. Αποφασισμένος να βελτιώσει τις υποκριτικές του δυνατότητες και να ξεφορτωθεί την προφορά που υποδήλωνε την καταγωγή του από τις Μπαχάμες, πέρασε έξι μήνες μελετώντας για να επιτύχει στο θέατρο.

Η δεύτερή του θεατρική απόπειρα υπήρξε επιτυχημένη και τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στην θεατρική παράσταση «Λυσιστράτη» (βασισμένη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη) στο Μπρόντγουεϊ, που του χάρισε καλές κριτικές. Εκεί τον πρόσεξε κι ο διευθυντής της 20th Century Fox, Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, και τον προσέλαβε για να συμμετάσχει στην ταινία του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς «Το Μίσος Προστάζει» (No Way Out, 1949) στο ρόλο ενός γιατρού που απειλείται από έναν λευκό άνδρα.

Η ερμηνεία του τον οδήγησε σε περισσότερους ρόλους, οι περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν αξιοσημείωτοι.

Υπήρξε ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1958 «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες» (The Defiant Ones) και ο πρώτος ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο για την ταινία «Κάτω από το Βλέμμα του Θεού» (Lillies of the Field) το 1963.

Ωστόσο, παρά τη νίκη του ο Πουατιέ, φοβόταν ότι η Κινηματογραφική Βιομηχανία του παραχώρησε το βραβείο μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει τα πλήθη και για να του απαγορεύσει μεγαλύτερες και σημαντικότερες απαιτήσεις στο μέλλον. Την επόμενη χρονιά της νίκης του δούλεψε ελάχιστα και παρέμεινε ο μοναδικός Αφροαμερικανός ηθοποιός του Χόλιγουντ με επιτυχία. Το 1959 ηθοποιός εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ στη θεατρική παράσταση «Ένα Σταφύλι στον Ήλιο», έργο το οποίο μεταφέρθηκε έπειτα με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το 1965 έδωσε αξιομνημόνευτες ερμηνείες στις ταινίες «Βυθίσατε το Υποβρύχιο» U-128 (The Bedford Incident) και «Τυφλός Άγγελος» .

Ο Πουατιέ αγωνίστηκε με τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη και τις προκαταλήψεις για να γίνει ένας από τους κορυφαίους μαύρους ηθοποιούς και να γίνει αποδεκτός σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε εμπορικές ταινίες. Επέλεγε με μεγάλη προσοχή τους ρόλους του, απορρίπτοντας την παλιά αντίληψη του Χόλυγουντ ότι οι μαύροι ηθοποιοί μπορούν να εμφανιστούν μόνο σε υποδεέστερους ρόλους, σαν λούστροι, υπηρέτες και μηχανοδηγοί.

«Σ’ αγαπώ, σε σέβομαι, σε μιμούμαι» του είπε, χρόνια αργότερα, ο επίσης βραβευμένος με Όσκαρ Αφροαμερικανός ηθοποιός Ντένζελ Ουάσινγκτον, σε μια δημόσια τελετή.

Ως σκηνοθέτης, συνεργάστηκε με τον φίλο του Χάρι Μπελαφόντε και τον Μπιλ Κόσμπι στο «Uptown Saturday Night» και με τους Ρίτσαρντ Πράιορ και Τζιν Γουάιλντερ στο «Τώρα δεν μας σταματάει τίποτα».

Ο Σίντνεϊ Πουατιέ μεγάλωσε στο χωριουδάκι Κατ Άιλαντ και στο Νασάου των Μπαχαμών και στα 16 του έφυγε για τη Νέα Υόρκη, αφού είπε ψέματα για την ηλικία του για να καταταγεί στον στρατό. Στη συνέχεια έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού –μεταξύ άλλων, ήταν και λαντζέρης– ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε μαθήματα υποκριτικής.

Ο νεαρός ηθοποιός γνώρισε την πρώτη επιτυχία του όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον πρωταγωνιστή Μπελαφόντε, επειδή αρρώστησε, σε μια παραγωγή του Αμερικανικού Θεάτρου Νέγρων. Συνέχισε τις εμφανίσεις του στο Μπρόντγουεϊ και το 1950 κέρδισε τον πρώτο του ρόλο στον κινηματογράφο.

Συνολικά, έπαιξε σε περισσότερες από 50 ταινίες και σκηνοθέτησε 9. Το 1992 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του (Life Achievement Award) από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, το πιο περίβλεπτο βραβείο μετά τα Όσκαρ, μπαίνοντας σε ένα «κλειστό κλαμπ» με μέλη όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Όρσον Ουέλες, η Μπέτι Ντέιβις, ο Φρεντ Αστέρ και ο Τζέιμς Κάγκνεϊ.

«Θα πρέπει επίσης να ευχαριστήσω έναν γηραιό Εβραίο σερβιτόρο ο οποίος αφιέρωσε χρόνο για να βοηθήσει έναν νεαρό μαύρο λαντζέρη να μάθει να διαβάζει. Δεν μπορώ να σας πω το όνομά του. Δεν το έμαθα ποτέ. Αλλά τώρα διαβάζω αρκετά καλά», είπε τότε. Το 2002 έλαβε επίσης ένα τιμητικό Όσκαρ «για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος».

Ο Πουατιέ παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε έξι κόρες, ενώ έγραψε και τρία αυτοβιογραφικά βιβλία. «Αν προσπαθήσεις να δεις με τη λογική την καριέρα μου, δεν θα πας και πολύ μακριά. Το ταξίδι ήταν απίστευτο, από την αρχή. Μου φαίνεται ότι μεγάλο μέρος της ζωής καθορίζεται από το τυχαίο», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Washington Post.

Το 1974 η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη ενώ αργότερα υπηρέτησε ως πρεσβευτής των Μπαχαμών στην Ιαπωνία και την Unesco. Μεταξύ 1994-2003 ήταν επίσης μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της Walt Disney Co.

Το 2009 του απονεμήθηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα η ύψιστη τιμή για πολίτη στις ΗΠΑ, το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Πέντε χρόνια αργότερα, η Ακαδημία Κινηματογράφου γιόρτασε τα 50 χρόνια από το ιστορικό Όσκαρ του και εκείνος ήταν εκεί για να παρουσιάσει το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας.