Το ΣτΕ απεφάνθη ότι είναι αναρμόδιο για το ζήτημα του επωνύμου παιδιού ομόφυλου ζευγαριού

Το ΣτΕ απεφάνθη ότι είναι αναρμόδιο για το ζήτημα του επωνύμου παιδιού ομόφυλου ζευγαριού

Τα πολιτικά δικαστήρια και όχι το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι αρμόδια να αποφασίσουν, αν μπορεί να καταχωρηθεί σε ληξιαρχείο της Ελλάδας και ποιο επώνυμο θα λάβει το πρώτο παιδί το οποίο γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα ομόφυλου ζευγαριού που τεκνοποίησε με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ισπανία και δηλώθηκε σε ληξιαρχείο του Λονδίνου.

Συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε ότι σύμφωνα με τον νόμο 344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι αμφισβητήσεις περί νομιμότητας ή ορθότητας ληξιαρχικών πράξεων και οι αμφισβητήσεις που αφορούν την άρνηση του ληξιάρχου και την άρνησή του να καταχωρίσει ληξιαρχική πράξη Ελλήνων πολιτών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, επιλύονται από τα πολιτικά δικαστήρια.

Αναλυτικά σχετικά με την υπόθεση, τον Οκτώβριο του 2013 στην Αγγλία δύο Ελληνίδες, η Α. και η Δ. μόνιμοι κάτοικοι της Αττικής, παντρεύτηκαν σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, ενώ τον Ιούνιο του 2015, η Α. με τη συγκατάθεση της Δ. υποβλήθηκε στη Βαρκελώνη σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με τη συμμετοχή τράπεζας σπέρματος.

Στην Ισπανία, ως γονέας του παιδιού που θα γεννιόταν από την Α. δηλώθηκε η Δ. και τον Μάρτιο του 2016, η Α. έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι, σήμερα 2 ετών.

Στη συνέχεια, το παιδί δηλώθηκε σε ληξιαρχείο του Λονδίνου με το επώνυμο της Δ. και με μητέρα την Α. Ως γονέας του παιδιού καταγράφηκε η Δ. κάτι που βεβαιώνει και η αναπληρώτρια ληξίαρχος του Λονδίνου, η οποία μάλιστα στη βεβαίωση επικαλείται και τη σύμβαση της Χάγης, ενώ το 2016, οι ίδιες σύναψαν στην Ελλάδα σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο καταχωρήθηκε σε ληξιαρχείο της Αττικής.

Το ζευγάρι επιχείρησε να δηλώσει το παιδί στο ληξιαρχείο της περιοχής που διέμενε μόνιμα στην περιοχή της Αττικής. Όμως, έλαβαν την απάντηση ότι δεν μπορεί να καταχωριστεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Ηνωμένου Βασιλείου στα ελληνικά ληξιαρχεία.

Το ληξιαρχείο επικαλέστηκε την ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα το άρθρο 9 του νόμου 4356/2016 που αφορά το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο προβλέπει ότι «το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο».

Με άλλα λόγια η διάταξη αυτή αφορά το τεκμήριο της πατρότητας για τα ετερόφυλα ζευγάρια, το τέκνο των οποίων εγγράφεται κανονικά στη ληξιαρχική μερίδα του πατέρα ή της μητέρας. Αντίθετα, σε περίπτωση ομόφυλων ζευγαριών δεν υφίσταται τεκμήριο πατρότητας, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.

Στην προκειμένη περίπτωση, που το σύμφωνο συμβίωσης αφορά ομόφυλο ζευγάρι, το παιδί που γέννησε η Α., σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, είναι τέκνο αυτής γεννημένο εκτός γάμου και συνεπώς πρέπει να φέρει το επώνυμό της και όχι το επώνυμο της Δ.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το παιδί, να μη μπορεί να λάβει διαβατήριο από την Ελλάδα, ενώ το ίδιο πρόβλημα έχει και στην Αγγλία, καθώς σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ζεύγους, το βρετανικό δίκαιο, δεν επιτρέπει στα παιδιά των ομόφυλων ζευγαριών να λαμβάνουν ταξιδιωτικά έγγραφα, πριν την συμπλήρωση του 5ου έτους της ηλικίας τους.

Έτσι, το ζευγάρι μαζί με το παιδί παραμένουν προσωρινά στο Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι είναι μόνοι κάτοικοι Ελλάδος, καθώς το ανήλικο δεν μπορεί να ταξιδεύσει λόγω μη δυνατότητα έκδοσης διαβατηρίου.

Περίπου προ μηνός η υπόθεση συζητήθηκε στο Δ΄Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Χρήστο Ράμμο και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου, μετά από αίτηση του ανήλικου παιδιού που κατατέθηκε από τους δύο γονείς, την Α. και την Δ.

Οι δύο δικηγόροι του ζεύγους, Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Πινάτσης, υποστήριξαν ότι η άρνηση εγγραφής του παιδιού από τον ληξίαρχο στην Ελλάδα καθιστά ανύπαρκτη την υπόσταση του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Την ίδια στιγμή παραβιάζεται η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το Σύνταγμα, ενώ παρεμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., κάτι που έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά.

Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 1084/2018 απόφασή του με την οποία έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και ότι για το επίμαχο θέμα αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Φωτογραφία intime news