Συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την επίσημη υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ 

Συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την επίσημη υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ 

Αφού γιόρτασε στις 9 Δεκεμβρίου 2016 την 25η επέτειο της συνθήκης του Μάαστριχτ, καρπό της ομώνυμης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής, η Ευρώπη γιορτάζει σήμερα με μεγάλη διακριτικότητα την 25η επέτειο της επίσημης υπογραφής της Συνθήκης, η οποία, όπως σημειώνει η Le Monde, «με το πέρασμα των χρόνων έγινε το σύμβολο της δυσλειτουργικής, της αποκομμένης από τους λαούς Ευρώπης», και έχει μετατραπεί σήμερα σε επιχείρημα που χρησιμοποιείται από τα ευρωσκεπτικιστικά ευρωπαϊκά κινήματα.

Παρά ταύτα, το κείμενο αυτό έθεσε τις βάσεις μίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που οδήγησε δέκα χρόνια μετά στην εισαγωγή του ευρώ.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι εκείνη που θέσπισε το περιώνυμο όριο του 3% του ΑΕΠ για το δημόσιο έλλειμμα και του 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος των χωρών, «λίγο αυθαίρετα για την διασφάλιση της σύγκλισης των οικονομιών», σύμφωνα με τον Γκρέγκορι Κλέις του think tank Bruegel των Βρυξελλών. Ομως μετά ήρθε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 για να δείξει ότι η θέσπιση τέτοιων ορίων από μόνη της δεν θα αρκούσε για την αποτροπή μίας κρίσης 

Η συνθήκη του Μάαστριχτ υπήρξε αποτελεσματική;

Η βασική της συμβολή ήταν η εισαγωγή του κοινού νομίσματος, στο οποίο οι Ευρωπαίοι παραμένουν προσηλωμένοι παρά την κρίση, σύμφωνα με τον Ερίκ Ντορ, οικονομολόγο του IESEG. Ως προς τα υπόλοιπα, οι ειδικοί διατηρούν επικριτική στάση. Και κυρίως διότι αρκετές χώρες, αρχής γενομένης από τη Γαλλία και τη Γερμανία, τσαλαπάτησαν τα κριτήρια του «3%» και του «60%».

Ωστόσο, ακόμη και αν είχαν τηρηθεί τα κριτήρια του Μάαστριχτ από μόνα τους, δεν θα είχαν αποτρέψει την απόκλιση μεταξύ των οικονομιών των ευρωπαϊκών χωρών. «Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια απέδειξαν ότι οι κοινοί δημοσιονομικοί κανόνες δεν αρκούν για να εμποδίσουν τις οικονομικές παρεκτροπές και τις χρηματοπιστωτικές φούσκες», σύμφωνα με τον οικονομολόγο του Bruegel που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την στεγαστική φούσκα της δεκαετίας του 2000 στην Ισπανία, που ωστόσο τηρούσε ευλαβικά τα κριτήρια του Μάαστριχτ, την υπερχρέωση των νοικοκυριών στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία...πριν να έρθει η έκρηξη του 2008.

«Πρέπει να παραδεχθούμε ότι το Μάαστριχτ, μη διαθέτοντας κοινωνική πολιτική, δεν εγκαθίδρυσε σύστημα αναδιανομής που θα επέτρεπε την διόρθωση των ανισοτήτων», σύμφωνα με τον Πατρίκ Αρτούς της Natixis. Και κυρίως δεν διέθετε μηχανισμό για την αντιμετώπιση των κρίσεων κυρίως στις περιπτώσεις που μία χώρα αντιμετώπιζε την απειλή της χρεοκοπίας. Οι ευρωπαίοι ηγέτες αυτό το κατάλαβαν πολύ αργά, όταν η Ελλάδα έφθασε στα πρόθυρα της πτώχευσης, το 2010. Και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της κρίσης κρατικού χρέους του 2012.

Εκτοτε, πώς εξελίχθηκαν οι κανόνες του Μάαστριχτ;

Μετά την κρίση, οι χώρες μέλη κατάρτισαν σειρά κειμένων για την συμπλήρωση των ρυθμίσεων της Συνθήκης ή την ενίσχυση της λειτουργίας της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα έναν λαβύρινθο πολύπλοκων και δυσλειτουργικών ρυθμίσεων.

Σήμερα οι χώρες μέλη οφείλουν να υποβάλλουν τους προϋπολογισμούς τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που δίνει την έγκρισή της. Ομως οι κυρώσεις σε περίπτωση παρέκβασης σπάνια εφαρμόζονται. Στο εξής οι μακροοικονομικές ανισορροπίες , όπως οι φούσκες, παρακολουθούνται στενότερα. Πράγμα που είναι καλό, αλλά τα κριτήρια για την αξιολόγησή τους είναι τόσα πολλά που η διαδικασία είναι τελείως αναποτελεσματική, σημειώνει η Le Monde.

Επίσης οι κανόνες του Μάαστριχτ έχουν εξελιχθεί. Τα κράτη μέλη πλέον οφείλουν να έχουν διαρθρωτικό δημόσιο έλλειμμα μικρότερο του 0,5% του ΑΕΠ, όταν το δημόσιο χρέος τους είναι μικρότερο του 60% του ΑΕΠ, και μικρότερο του 1% όταν το χρέος υπερβαίνει το 60%. Θεωρητικά, αυτός ο κανόνας αυτός είναι πολύ λειτουργικός, διότι το διαρθρωτικό έλλειμμα δεν υπολογίζει τις συνθήκες που συνδέονται με τη συγκυρία, παρατηρεί ο αναλυτής του Bruegel, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της γαλλικής εφημερίδας.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ