Δεν καταδικάζουν οι λέξεις

Έχει σαπίσει σε τόσο μεγάλο εύρος η ελληνική κοινωνία ή αποκαλύπτεται ευκολότερα σε σχέση με το παρελθόν η σήψη και το κρυφό έγκλημα;

Είναι οι ποινές για τους βιαστές, τους δολοφόνους τους διακινητές και τους εμπόρους ναρκωτικών, μικρές και εξαιτίας αυτού του λόγου έχουν αυξηθεί τα εγκλήματα; 

Είναι ο «καταργητισμός» η εμφανιζόμενη ως προοδευτική τάση κατάργησης της φυλάκισης και επιβολής εναλλακτικών κυρώσεων, η απάντηση για τον περιορισμό της εγκληματικότητας, όπως διατείνονται έγκριτοι δικηγόροι με πολιτικό λόγο όπως πχ ο κ.Γ. Μαντζουράνης, εκ των στενών συνεργατών του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης;

Υπάρχει για κάθε έγκλημα και για κάθε εγκληματία η ποινή που «του αξίζει;».

Δικαιοσύνη και ποινή sur mesure για κάθε εγκληματία που διαπράττει έγκλημα και συλλαμβάνεται δεν μπορεί να υπάρξει.

Όπως δεν μπορεί να υπάρξει και τιμωρία, που η κοινωνία, ή ομάδες της,  προκρίνουν  με πρόσχημα το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Τέλος, το ερώτημα που, θεωρητικά έχει απαντηθεί στο «ποιος εντέλλεται» στο πλαίσιο του κράτους δικαίου να αποφασίζει και με ποια εργαλεία, δεν οδηγεί, όλους στην αναμενόμενη απάντηση. Η ελληνική πολιτεία πειραματίζεται διαρκώς με τη δικαιοσύνη. Ο Ποινικός Κώδικας ράβεται και ξηλώνεται, αυστηροποιείται και χαλαρώνει ανάλογα με τη συγκυρία, τις ιδεοληψίες, την πίεση  της συζήτησης οποία μετέχουν φανατικοί, άσχετοι και επιτήδειοι. 

Η δικαιοσύνη εν τέλει δοκιμάζεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης, έλλειψη που ταλανίζει και το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο ανήκει -ως ένας από τους πυλώνες της -  τη δημοκρατία. Αμφισβητείται, απαξιώνεται, Συμβάλλουν και λειτουργοί της στην αυτό-απαξίωση.

Τελευταίο παράδειγμα η τραγική ιστορία του Κολωνού.

Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι η χρήση μιας βαριάς λέξης προκειμένου να περιγραφεί το έγκλημα, αποδίδει το πραγματικό του βάρος και αυτομάτως οδηγεί σε μεγαλύτερη τιμωρία για το θύτη.

Σοβαροί νομομαθείς και υπηρέτες της Θέμιδος έχουν εδραία θέση ότι αυτό δεν ισχύει. Όμως αυτό- λογοκρίνονται. Μένουν στη ζώνη που τους κρατάει μακριά από το διαδικτυακό όχλο που νομίζει ότι ξέρει καλύτερα τον τρόπο να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Ενώ βλέπουν ότι δεν υπηρετείται με ορθό τρόπο η αλήθεια του δικαίου, αποφεύγουν τις δημόσιες παρεμβάσεις για να μην σταθούν απέναντι σε μια κοινωνία που αρέσκεται να δημιουργεί εντύπωση για την ηθική της και τη σχέση της με το δίκαιο. Συνταράσσεται μεν αλλά μόνο προσωρινά και, όταν κορεστεί η δίψα της για τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, αποσύρει το ενδιαφέρον της. Μέχρι το επόμενο αντίστοιχο θέαμα.