Η ψυχαναλύτρια, ο υποψήφιος πρωθυπουργός και η λευκή πετσέτα

Δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί αναλυτές που θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας είχαν ρίξει λευκή πετσέτα στο προεκλογικό ρινγκ, αμέσως μετά από τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Αλλάζοντας μάλιστα τον επικεφαλής της επικοινωνιακής ομάδας, αναιρώντας όλο το διάχυτο αρνητισμό και την ψευδή εικόνα για την πραγματικότητα που μεθοδικά είχε κτιστεί.

Και δεν είναι επίσης λίγοι αυτοί που εκτιμούν πως η ίδια λευκή πετσέτα έχει γίνει σήμερα παντιέρα. Και η λευκή παντιέρα δεν υποδηλώνει τίποτα περισσότερο από την πλήρη παράδοση. Με αποτέλεσμα η εκ νέου μεταμόρφωση του Σύριζα σε κόμμα εξουσίας, να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο. 

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που το 2016 σχολιάζοντας την κύρωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις τράπεζες και την κεφαλαιαγορά είχε αναφέρει πως είναι «μαρξιστής στα οικονομικά και συντηρητικός στα τραπεζικά», δηλώνει σήμερα πως διαθέτει το ευρωπαϊκό προφίλ για να γίνει πρωθυπουργός. Βέβαια, τι σόι μαρξιστής υπουργός Οικονομικών, είναι αυτός που μετά από κάτι μήνες κτυπούσε το κουδούνι της λήξης της συνεδρίασης της Wall Street, μένει να διερευνηθεί.

Επίσης, μένει να αναζητηθεί το τι σημαίνει η περιγραφή που είχε κάνει το 2015, ο βρετανός σχολιαστής του Channel 4 Πολ Μέισον, για τον τότε υπουργό Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι «μαρξιστής που συμβιβάζεται με την πραγματικότητα του καπιταλισμού». 

Και μένει να εξηγήσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με ποιον τρόπο εκτιμά πως θα βαδίσει προς την πρωθυπουργία, αφού ο στόχος του όπως ο ίδιος υποστηρίζει, είναι η δημιουργία ενός αριστερού κόμματος με καθαρά αριστερή κουλτούρα και ισχυρή ιδεολογική περιχαράκωση. Ειδικά όταν σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis η υποψηφιότητα Τσακαλώτου συγκεντρώνει μόλις το 14% των ψηφοφόρων του Σύριζα.

Αν όλο αυτό το σκηνικό δε μοιάζει με έπαρση λευκής σημαίας και με πλήρη παράδοση, τι άλλο μπορεί να σημαίνει;

Από την άλλη πλευρά η Έφη Αχτσιόγλου που κουβαλάει ένα βαρύ και ισχυρό ποσοστό της τάξης του 54%, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, ζητά να αποτινάξει ταμπέλες και συνθήματα του παρελθόντος και να αποδεσμευτεί από το ερώτημα του δρόμου που θα ακολουθήσει ο Σύριζα. Να προσφέρει άλλες πολιτικές προτάσεις που να ταιριάζουν σε όσους περιμένουν μια άλλη προοπτική. Η προσέγγιση αυτή θυμίζει την ανεκδοτολογική ρήση: «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά πτωχός και ασθενής». 

Προσπαθώντας η ίδια να διαχειριστεί σαν ψυχαναλύτρια την εκλογική ήττα του κόμματος της, καθώς και τη στενοχώρια και την αγωνία των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, μιλάει για ανασυγκρότηση, για προοπτικές, για δύσκολες διαδρομές, για νέα μοντέλα ανάπτυξης, για ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και για προγραμματικές θέσεις βασισμένες πάνω σε τεχνική και επιστημονική γνώση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή επιστρέφει με φοβικότητα στο παιδικό ασφαλές μαξιλαράκι της προεφηβικής αριστεράς που δεν είναι άλλο από τα συνδικάτα, τους φορείς, τις συμμετοχές και τις παρεμβάσεις. 

Θυμίζοντας με αυτόν τον τρόπο και τον τίτλο του έργου του Λένιν «ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω». Όπου ο μεν τίτλος παραπέμπει σε οπισθοπορεία, το δε περιεχόμενο σε εσωκομματικές εκκαθαρίσεις ανάμεσα στους μενσεβίκους και τους μπολσεβίκους, τον Αύγουστο το 1903. Σήμερα στο εσωτερικό του Σύριζα, συμβαίνουν και τα δύο.

Η διαχείριση της διεκδίκησης της αρχηγίας του ΣΥΡΙΖΑ από την Έφη Αχτσιόγλου θυμίζει και αυτή, την έπαρση της λευκής σημαίας. Αφού τίποτα από όσα λέει, δεν αφορούν την κοινωνία και τα φλέγοντα προβλήματα των πολιτών. Αφορούν μόνο όσους ομφαλοσκοπούν και θεωρητικολογούν περί του ιδεολογικού φύλου των επαναστατημένων αγγέλων. Η χώρα έχει ανάγκη από έναν/μια αρχηγό αντιπολίτευσης με στιβαρότητα και αποτελεσματικότητα και όχι μια ψυχαναλύτρια των «τραυματισμένων» οπαδών του Σύριζα.