Το ηλεκτρικό ρεύμα και ο οικονομικός αναλφαβητισμός

Ο διάλογος που έχει ξεκινήσει σχετικά με την πολυπλοκότητα του τρόπου υπολογισμού του κόστους της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, είναι υπερβολικός. Και μας φέρνει στο μυαλό τα μεθεόρτια από τις διαμαρτυρίες των δανειοληπτών που είχαν συνάψει τραπεζικά δάνεια είτε με κυμαινόμενο επιτόκιο, είτε με ρήτρα ελβετικού φράγκου. Η απάντηση στα ερωτήματα είναι μια. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός.

Δυστυχώς στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι η ενέργεια είναι ένα κεκτημένο δικαίωμα που πέφτει από το λεφτόδενδρο. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι και αυτή ένα χρηματιστηριακό προϊόν και ότι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ένα προϊόν στις παραμέτρους του οποίου αν επιθυμεί κάποιος να εισχωρήσει, θα απαιτηθούν ίσως ιδιαίτερες εξειδικευμένες γνώσεις. 

Ωστόσο η πραγματικότητα είναι απλή. Ο καταναλωτής έχει να κάνει με τις μεταβολές που υφίσταται η τιμή ενός χρηματιστηριακού προϊόντος και πρέπει να αναλαμβάνει ο ίδιος το βάρος της αντιμετώπισης των διακυμάνσεων του. Όπως έφερε ο ίδιος το βάρος της απόφασης του σχετικά με τη λήψη ενός δανείου σε ευρώ ή σε ελβετικό φράγκο, επιλέγοντας ταυτόχρονα κυμαινόμενο ή σταθερό επιτόκιο και χρονική διάρκεια 5, 10 ή 15 ετών.

Όλοι θυμόμαστε την πρόωρη χαρά όσων είχαν επιλέξει δάνεια σε ελβετικό φράγκο με χαμηλό επιτόκιο. Μια χαρά που μετετράπη σε εφιάλτη λόγω της συναλλαγματικής ανατροπής. Και την πρόωρη χαρά όσων είχαν δανειστεί με κυμαινόμενο επιτόκιο, που εξαφανίστηκε μόλις άρχισε η άνοδος των επιτοκίων. Η επιλογή ενός δανείου σταθερού επιτοκίου σε ευρώ ήταν ίσως πιο ακριβή στην αρχή, αλλά δεν επιφύλασσε εκπλήξεις. 

Με βάση το νέο μοντέλο χρεώσεων στο ρεύμα που θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου, οι καταναλωτές θα μπορούν να συγκρίνουν εύκολα και άμεσα ποιος είναι ο φθηνότερος πάροχος και σε ποιο είδος τιμολογίου. Και να επιλέγουν ανάλογα.

Διαβάζοντας για τα είδη των τιμολογίων βλέπουμε ότι δεν απαιτείται καμιά απολύτως οικονομική γνώση, παρά μόνο η ευθυκρισία που αντιστοιχεί στις εμπειρίες που έχει βιώσει ο κάθε καταναλωτής.

Πρώτα είναι τα σταθερά τιμολόγια ορισμένου χρόνου, με σταθερή τιμή χρέωσης για όλη την περίοδο της σύμβασης. Δηλαδή ο καταναλωτής «κλειδώνει» την τιμή της KWH που καταναλώνει για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Και η τιμή αυτή παραμένει σταθερά ανεξάρτητα της τιμής του φυσικού αερίου, του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων ενέργειας. 

Είναι λογικό η σταθερή αυτή τιμή, να είναι υψηλότερη της τρέχουσας. Διότι ενσωματώνει ένα περιθώριο, σαν επασφάλιστρο της διατήρησης της σταθερότητας της τιμής στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ανεξάρτητα  των διακυμάνσεων στην πραγματική αγορά. Απαιτεί η απόφαση σχετικά με την επιλογή του σταθερού τιμολογίου ορισμένου χρόνου, υψηλές μαθηματικές ή οικονομικές γνώσεις; Όχι. Απαιτεί απλά μια λογική απόφαση για την επιλογή της «ακριβότερης» σταθερής τιμής, από την ίσως πιο κερδοφόρα ή πιο ζημιογόνα διακύμανση.

Ακολουθούν τα κυμαινόμενα τιμολόγια, τα οποία είναι συνδεδεμένα με την τιμή της «χονδρεμπορικής» τιμής στο Χρηματιστήριο ενέργειας. Οι τιμές αυτές ακολουθούν διακυμάνσεις που προκαλούνται από δεκάδες αιτίες. Ούτε εδώ απαιτούνται μαθηματικές γνώσεις για να προβεί ο καταναλωτής στην επιλογή του. Το κριτήριο δεν είναι οικονομικό, αφού ουδείς γνωρίζει το αύριο. Το κριτήριο είναι το αν ο καταναλωτής θέλει να αναλάβει το ρίσκο να χρειαστεί να καταβάλει υψηλότερο κόστος, ευεργετούμενος ταυτόχρονα από μια πιθανή αποκλιμάκωση των τιμών.

Ίσως να υπάρχει μια αδυναμία κατανόησης του τρόπου χρέωσης του Μηχανισμού Διακύμανσης, ο οποίος όμως βασίζεται σε δυο απλούστατες συναρτήσεις γυμνασιακού επιπέδου. 

Ελπίζω να μην χρειαστεί να φτάσουμε σε μια νέα γενιά «αδικημένων καταναλωτών», που θα διαμαρτύρονται για την επιλογή τους και την ένταξη τους στα συγκεκριμένα τιμολόγια.